January 6, 2013

Καπιταλισμός: Ο Μεγάλος Ευαίσθητος ή Βία στη βία της εξουσίας



Το έργο. Σικάγο, τέλος δεκαετίας του 1920, αρχές δεκαετίας του ’30. Η Μεγάλη Ύφεση θερίζει στις ΗΠΑ. Πείνα, ανεργία, δυστυχία αλλά ο καπιταλισμός δεν το βάζει κάτω: κερδοσκοπεί ασύστολα.

Στο χώρο της βιομηχανίας συσκευασίας κρέατος κυριαρχεί ο Πιερπόντ Μάουλερ _ ο αδίστακτος, ανελέητος, στυγνός «Βασιλιάς του Κρέατος» αλλά, μεταξύ άλλων, και τύπος ιδαίτερα ευαίσθητος και συναισθηματικός και φιλάνθρωπος… Σε στενή επαφή με την Γουόλ Στριτ που του στέλνει συνεχώς ντιρεκτίβες, με τις τράπεζες και τα χρηματιστήρια, αγοράζει και πουλάει, ανεβάζει και κατεβάζει τιμές, κλείνει και ανοίγει τα εργοστάσια και τα σφαγεία, εξυψώνει ή χαντακώνει και καταβαραθρώνει κτηνοτρόφους, συναδέλφους του βιομήχανους, μεσάζοντες, χονδρέμπορους και χρηματιστές και ρίχνει, αυτός, ο Φιλάνθρωπος, στα σκουπίδια της ανεργίας χιλιάδες εργάτες. Το σφάξιμο ενός βοδιού μπορεί να τον ταράξει και να τον πληγώσει βαθιά και να κάνει την καρδιά του να σπαράξει και να τον κάνει να «αποφασίσει» να εγκαταλείψει την στρωμένη στην ανθρώπινη εκμετάλλευση καριέρα του αλλά οι σερνάμενοι πεινασμένοι που διαμαρτύρονται και ξεσηκώνονται μάλλον τον σκληραίνουν περισσότερο. Δεν ανέχεται την «κακία» τους.

Η Ιωάννα, υπολοχαγός στο Τάγμα των Μαύρων Ψάθινων Καπέλων _ κάτι σαν Στρατός Σωτηρίας _, ταμένη στον Θεό και στη σωτηρία, βραχυπρόθεσμα, της ζωής των άνεργων και φτωχών και πεινασμένων με ένα πιάτο σούπα – ξέπλυμα και, μακροπρόθεσμα, μετά θάνατον, των ψυχών τους _ ο Θεός είναι η μόνη σωτηρία των ταπεινών επιμένει να κηρύσσει _, βλέποντας τι γίνεται γύρω της πλησιάζει τον καπιταλιστή Μεγάλο Φιλάνθρωπο Μάουλερ για να της απαντήσει στο ερώτημα που έχει δημιουργηθεί στο αθώο, αφελές μυαλό της: γιατί συμβαίνουν όλα αυτά;

Ο Μάουλερ, ένα προσχέδιο, ίσως, του μπρεχτικού Αφέντη Πούντιλα, πολύ θα συγκινηθεί, θα προσφερθεί να βοηθήσει τα Μαύρα Ψάθινα Καπέλα που κινδυνεύουν από έλλειψη πόρων, θα κλονιστεί, αυτοβούλως θα οδηγηθεί μέχρι την χρεωκοπία, θα περάσει τα σύνορα της φτώχειας, θα καταδυθεί στο βυθό των φτωχών και καταφρονεμένων, θα «μετανοήσει» αλλά… Το αίμα νερό δεν γίνεται. Σύντομα θα «ανανήψει», θα στείλει την αστυνομία και το στρατό να καταστείλουν τις απεργίες και τις ταραχές και θα αποφασίσει να ξανανοίξει σφαγεία και εργοστάσια αφού κατεβάσει τα μεροκάματα κατά το ένα τρίτο και αφού ελαττώσει, επίσης κατά το ένα τρίτο, τον αριθμό των εργατών, «μέτρα σκληρά αλλά αναγκαία για να σωθεί το σύστημα _ μια και αυτό έχουμε μόνο» _ ναι, το έργο είναι του 1929, όχι του 2012…

Η Ιωάννα πάλι, ρωτώντας και ρωτώντας, φτάνει _ όχι στην Πόλη αλλά _ στην κόλαση. Μια «ξενάγηση» στα σφαγεία και η επαφή με τους «κακούς» εργάτες την έχει διαφωτίσει… Και η «περιέργειά» της γίνεται αιτία, όταν διώχνει τους εμπόρους από τον ναό ως άλλος Ιησούς, να την πετάξουν από το Τάγμα, όπου είχε να φάει ένα κομμάτι ψωμί, και να ξεπέσει στις ορδές των άνεργων και πεινασμένων. Εντούτοις, θα αρνηθεί να μεταφέρει ένα μήνυμα για απεργία στους κομμουνιστές απεργούς. Αποτασσόμενη την βία που πρεσβεύουν. Αυτό θα γίνει η αφορμή η απεργία να σπάσει και ο Μάουλερ και οι συν αυτώ να επικρατήσουν. Όταν η Ιωάννα θα το συνειδητοποιήσει και θα καταλάβει ποια, τελικά, είναι η πραγματική απάντηση στην απορία που είχε, θα ’ναι αργά. Χτυπημένη από την λαβή του όπλου ενός στρατιώτη θα ξεψυχίσει ενώ δια της βίας βιομήχανοι και θρησκευόμενοι _ που έχουν ανάγκη από ένα σύμβολο _, «εξηγώντας» πως πεθαίνει «από πνευμονία», την ανακηρύσσουν Αγία βουλώνοντας το στόμα της για να μην ακουστούν τα τελευταία λόγια της: πως κανένας Θεός δεν βοηθάει τους πεινασμένους και πως η βία μόνο με τη βία αντιμετωπίζεται.

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στην «Αγία Ιωάννα των Σφαγείων» (1929 – 1931, πρώτη έκδοση 1932, πρώτο ανέβασμα στη σκηνή 1959) ανατέμνει, με την επιθετικότητα του κομμουνιστή που ακόμα ο υπαρκτός σοσιαλισμός δεν τον έχει απογοητεύσει, τους καπιταλιστικούς μηχανισμούς. Με τόλμη, με ειρωνεία που ξεχειλίζει και αγγίζει το σαρκασμό και χωρίς να μασάει τα λόγια του. Αλλά και χωρίς τη διαλεκτική που χρησιμοποιεί στην κατοπινή δουλειά του. «Η Αγία Ιωάννα των σφαγείων» σαφώς υστερεί από τα σημαντικά του έργα. Εκτός των πλατειασμών οι οποίοι υπάρχουν, όπως σε όλα του, εδώ, αφενός το θέμα του, με τον τρόπο που το χειρίζεται, κάνει το κείμενο στεγνό και καθόλου ελκυστικό, αφ’ ετέρου το ίδιο το έργο μοιάζει αδούλευτο: ασάφειες, ανακολουθίες, κενά… Το αποτέλεσμα αντιφατικό: ένα θέμα που μας αφορά εξαιρετικά σήμερα και ένα έργο που βάλλει κατευθείαν στο στόχο αλλά και χωρίς ίχνος γοητείας _ μόνο προς το τέλος ο Μπρεχτ θυμάται το λυρισμό _, στρυφνό, κουραστικό.
Η παράσταση. Ο Νίκος Μαστοράκης, με βάση του την καλή μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα που υπογράφει και τη δραματουργική επεξεργασία, πύκνωσε το σχοινοτενές κείμενο αλλά σεβάστηκε απολύτως το επικό ύφος του. Έστησε μια εξπρεσιονιστική παράσταση, απολύτως μπρεχτική. Μετωπικά στησίματα, ύφος καμπαρέ, αποστασιοποίηση, παραξενίσματα _ μέσα κυρίως από τα μακιγιάζ του Γιάννη Παμούκη _, κίνηση – γεωμετρία που κλείνει το μάτι σε ναζιστικές μνήμες, υπογραμμένη από την ικανή Ζωή Χατζηαντωνίου, κι ένας διάχυτος σαρκασμός. Τα σκηνικά και τα κοστούμια που υπογράφει ο ίδιος είναι λύσεις εξυπηρετικές αλλά και οικονομικής ανάγκης νομίζω. Ανάγκης η οποία δεν ενισχύει το αισθητικό αποτέλεσμα. Που το σώζουν όμως οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη. Χωρίς, κατά τη γνώμη μου, να είναι ό,τι καλύτερο έχει δώσει ο συνθέτης, οι μουσικές του Σταύρου Γασπαράτου εξυπηρετούν, πάντως, απόλυτα το σκηνοθετικό ύφος.
Βεβαίως η σκηνοθετική δεξιοτεχνία δεν σώζει το βαρετό κείμενο. Προσωπικά, στο πρώτο μέρος κουράστηκα και με αποτελείωσαν τα κείμενα που διαβάζονται στο διάλειμμα, έστω και αν τα ακούς «προαιρετικά». Δεν τα βρήκα καθόλου απαραίτητα _ το έργο μιλάει από μόνο του, δεν χρειάζεται δεκανίκια. Στο δεύτερο μέρος και ειδικά από τη σκηνή 8 η διάθεσή μου άλλαξε ριζικά. Η παράσταση, βοηθούντος και του κειμένου, απογειώνεται, ο Μαστοράκης βρίσκει τον καλύτερό του εαυτό και το φινάλε με βρήκε ενθουσιασμένο, να δικαιολογώ έκαστο των πριν υπαρξάντων.

Οι ερμηνείες. Ο επώνυμος ρόλος ήθελε, νομίζω, ηθοποιό μεγαλύτερου μεγέθους από την Βίκυ Βολιώτη. Η οποία φιλότιμα προσπαθεί και δίνεται αλλά αυτό αποδεικνύεται πως δεν είναι αρκετό. Ικανοποιητικοί ο Μιχάλης Οικονόμου, η Κίκα Γεωργίου, ο Άγγελος Μπούρας και οι υπόλοποι ηθοποιοί αλλά ξεχώρισα την Γόνη Λούκα και, κυρίως, την εξαίρετη Ελένη Ουζουνίδου.
Θα μείνω όμως στον Αιμίλιο Χειλάκη. Για δεύτερη συνεχή φορά μετά τον καλοκαιρινό του Οιδίποδα ο καλός ηθοποιός θριαμβεύει. Ο εντελώς διαφορετικός τρόπος που έχει εδώ σχεδιάσει και οργανώσει το ρόλο του, ένα ρόλο / σύμβολο _ αυτή η ενσάρκωση στο πρόσωπο του Μάουλερ, η προσωποποίηση του καπιταλισμού! _, η εκπληκτική εξπρεσιονιστική _ αλλά χωρίς μανιερισμούς _ ερμηνεία του, ο επιδεικτικός σαρκασμός που έχει επιλέξει αλλά που καμιά στιγμή δεν γίνεται επιδειξιομανία, η κίνησή του, το μέτρο και οι ρυθμοί του, αυτό το μεγαλειώδες «ρωμαϊκό» φινάλε του για άλλη μια φορά οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα πως έχουμε να κάνουμε με ένα ρολίστα ολκής από τον οποίο πολλά μπορούμε να περιμένουμε. Μια και, επιπλέον, επιλέγει να οδηγείται από σκηνοθέτες ικανούς να τον οδηγήσουν στο καλύτερο.


Το συμπέρασμα. Ένα έργο δύσκαμπτο με ένα θέμα καυτό _ το θέατρό μας αρχίζει, εξ ανάγκης, να στρέφεται στο πολιτικό θέατρο _, μια παράσταση που εξελίσσεται εξαιρετικά και μια ερμηνεία που αξίζει να δείτε.

θέατρο «Ακροπόλ», 29 Δεκεμβρίου 2012.

No comments:

Post a Comment