Το έργο. Όθων
Μολοχάνθης _ που ακούει στο υποκοριστικό Νάκος: απόγονος μάγειρα του στρατιωτικού
νοσοκομείου, που επί Όθωνος του έδωσαν το όνομα του βασιλιά, εκπεσών
γουνέμπορος. Αιτίες της πτώχευσής του, η κρίση και το…φαινόμενο του θερμοκηπίου
που κατέστησε τις γούνες περιττές. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει την _ κάπου στα
βόρεια προάστεια _ μεζονέτα του και τις χλιδές και με την οικογένειά του,
δηλαδή τη σύζυγο Δωδώνη, κόρη πλουσίου εμπόρου ειδών υγιεινής, και την κόρη του
Νανά, αρραβωνιασμένη χωρίς… ιδιαίτερο λόγο με τον νεαρό γεωπόνο Λάζαρο που δεν
πολυαρέσει στον πατέρα της _ των οποίων δύο γυναικών το όνειρο είναι να
μετάσχουν στο πάνελ μεσημεριανάδικου… _ και να μετακομίσει στο προικώον της
Δωδώνης, στο Κουκάκι: ένα δίπατο, ευάερον και ευήλιον, αλλά κτισμένο επί
Όθωνος.
Όπου όμως θα εμφανιστούν, στον Όθωνα πρώτα και στους
υπόλοιπους κατόπιν, φαντάσματα _ όπως και στο «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» του ίδιου
συγγραφέα, το φάντασμα του νεκρού συζύγου: της κόρης του αρχικού κτήτορος του
σπιτιού, της Ποθούλας Ραρράκου _ με δύο ρω όπως τονίζει _, κυρίας επί των τιμών
της Βασίλισσας Αμαλίας αλλά και… ληστάρχου που οργανώνει συνωμοσία κατά του
Όθωνος με στόχο τον περιορισμό της Βαυαροκρατίας αλλά και η οποία εμφανίζεται
σφόδρα ερωτευμένη με τον Μολοχάνθη, μεταφερμένον, όμως, στην εποχή της _ 1837
_, ενός αξιωματικού της οθωνικής χωροφυλακής, συν–συνωμότη της Ποθούλας, ο
οποίος εμφανίζεται με τη μορφή του Λάζαρου, δυο κυριών, μάνας και κόρης, φίλων
της Ποθούλας, με τη μορφή της Δωδώνης και της Νανάς, αλλά και ενός νεαρού
ΕΑΜίτη του ’42, που κρύβεται στο σπίτι πριν βγει στο βουνό με τον Βελουχιώτη.
Οι δύο συνομώτες αναμειγνύουν στο κίνημα που ετοιμάζουν
εναντίον του Όθωνα και τον Μολοχάνθη
αλλά όταν η Ποθούλα μαθαίνει πως είναι παντρεμένος _ πράγμα που της είχε
αποκρύψει _ απογοητεύεται σφόδρα και ακυρώνει την επαναστατική κίνηση ενώ
προηγουμένως ακυρώνεται και η συμμετοχή Δωδώνης και Νανάς στο πάνελ. Το φινάλε,
σε τόνους μελαγχολικούς, συνδέει το τότε με τις κατοπινές περιπέτειες της
Ελλάδας αλλά και με το σκοτεινό σήμερα.
Η κωμωδία του Άκη Δήμου «Όθων και Ποθούλα» ξεκινάει από ένα
ευφυές εύρημα, έχει αστείες ατάκες, είναι γραμμένο από έξυπνη πένα αλλά μέχρις
εκεί _ κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον. Η δραματουργική εξέλιξη είναι βιαστικά
και πρόχειρα σχεδιασμένη και εκτελεσμένη, η πλοκή μπλέκεται χωρίς πολλές – πολλές
εξηγήσεις εν ονόματι ενός αμφίβολου σουρεαλισμού και καταλήγει σε μια
μουτζούρα, τα πρόσωπα χαρακτηρίζονται επιφανειακά ή η παρουσία τους δεν
δικαιολογείται καθόλου όπως του ΕΑΜίτη, πολλά αστεία άνοστα, κρύα ή κοινότοπα
και ο συγγραφέας σαν να μην ξέρει πώς να κλείσει το έργο _ μια χαμένη ευκαιρία
εκτός κι αν ο Άκης Δήμου ξαναδουλέψει το έργο.
Η παράσταση. Ο
Σταμάτης Φασουλής έχει στήσει την παράσταση με επάρκεια, με μέτρο και με γούστο
αλλά και με ασταθείς ρυθμούς _ ειδικά η πρώτη σκηνή της συνάντησής του Όθωνα με
τον Λάζαρο πάσχει σοβαρά. Δεν κατάλαβα _ ή , μήπως, έχω καταλάβει;… _ γιατί ο
ΕΑΜίτης να εμφανίζεται ως μοντέλο για γκέι περιοδικό ή για διαφήμιση γκέι κλαμπ,
με κορμί γραμμωμένο, γυμνό από τη μέση και πάνω, και με το στρατιωτικό παντελόνι
μισοκατεβασμένο, πολλά υποσχόμενο…
Το αποτέλεσμα, πάντως, γενικά είναι ικανοποιητικό. Τα σκηνικά
της Μαργαρίτας Χατζηιωάννου φωτισμένα από την Μελίνα Μάσχα και τα κοστούμια της
Ντένης Βαχλιώτη το υποστηρίζουν, αν και, όπως στις περισσότερες παραστάσεις πια,
οι για οικονομικούς λόγους εκπτώσεις τις οποίες αναγκάζονται να κάνουν σκηνογράφος
και ενδυματολόγος δεν κρύβονται…
Οι ερμηνείες.
Φοβάμαι πως η Σοφία Φαραζή, ανέκφραστη, εξωτερική, με μέτρια κίνηση και χωρίς
κανένα ιδιαίτερο προσόν, δεν έχει λόγους ύπαρξης στη σκηνή. Βρήκα πολύ αδύναμη
και άρρυθμη την _ αγνώριστη αλλά πάντα γλυκειά… _ Βέρα Κρούσκα και χαμηλότερο
των προσδοκιών τον εξαίρετο ηθοποιό Θανάση Αλευρά _ ειδικά στην πρώτη σκηνή
αμηχανεί απογοητευτικά. Ο Κωνσταντίνος Καρβέλης προσπαθεί να υπηρετήσει ένα ρόλο
που δεν υπάρχει.
Την παράσταση βασικά στηρίζουν η Σοφία Φιλιππίδου και ο
Σταμάτης Φασουλής. Ο δεύτερος, με μέτρο, χωρίς τις υπερβολές, τις σπασμωδικές κινήσεις
και τις θεατρινίστικες επιδείξεις που συνηθίζει, με χιούμορ κατασταλαγμένο, ώριμος,
κάνει τον καλύτερό του, πιστεύω, ρόλο εδώ και αρκετά χρόνια: μου θύμισε τους
παλιούς κωμικούς κατηγορίας Λογοθετίδη που έβγαζαν χωρίς εκβιασμούς το αστείο.
Η Σοφία Φιλιππίδου, απολαυστική στην πάντα ευρηματική κωμική υποκριτική της, με
τα τραγανιστά ρω της που υποψιάζομαι πως ο συγγραφέας τής τα διάλεξε να είναι…
απανωτά _ Ραρράκου με δύο ρω… _, με την ένθεη τρέλα που την διακατέχει _ έχει
το δαίμονα μέσα της _ αλλά και χωρίς να ξεφεύγει από το μέτρο όπως κάποτε κάνει
στην κωμωδία, σχεδιάζει άλλη μια ξεκαρδιστική περσόνα που μένει στη μνήμη.
Το συμπέρασμα.
Μια κωμωδία που θα μπορούσε να είναι εξαιρετική και δυο ηθοποιοί που την
εκτοξεύουν.
θέατρο «Δημήτρης
Χορν», 9 Ιανουαρίου 2013.
No comments:
Post a Comment