
Η παράσταση. Η Ελένη Σκότη που υπογράφει τη σκηνοθεσία και η Δάφνη Λαρούνη που συνεργάστηκε μαζί της πίστεψαν στο έργο. Και το υπερασπίστηκαν με θέρμη στηριγμένες στην εξαίρετη μετάφραση που συνυπογράφουν η Μαρία Χατζηεμμανουήλ και ο Δημήτρης Ψαρράς. Εφαρμόζοντας μια ρεαλιστική γραμμή στανισλαφσκικής προελεύσεως όπως έχει διυλιστεί από την αμερικάνικη σχολή, με πολλή δουλειά και μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες της υποκριτικής, έχουν οργανώσει μια παράσταση πολύ καλών ρυθμών, αποτελεσματικότατη, εξαίρετη. Ειδικά η πρώτη πράξη φυσάει. Τα «καρέ φιξ» σε κρίσιμες σκηνές _ τσίμπημα Άλντεν από τη μέλισσα, παρ’ ολίγον πνιγμός του από ένα κομμάτι κρέας στο γεύμα, απόπειρα Τάβιο να βιάσει την Δάφνη… _, εκτός από ευφυέστατη λύση για σκηνές που κινδυνεύουν να φανούν αναληθοφανείς, ωθούν επιπλέον την παράσταση σε ένα ποιητικό πέταγμα.
Οι παρατηρήσεις μου αφορούν δύο σημεία. Σε μια τόσο ρεαλιστική παράσταση πώς η Έιρεν μέσα σε τόση ζέστη και μάλιστα μετά το μπάνιο που κάνει στη δεύτερη πράξη εμφανίζεται συνέχεια με το ίδιο πολυτελές φόρεμα, ατσαλάκωτη, άψογα μακιγιαρισμένη; Δεν πείστηκα επίσης με την αντιμετώπιση του στοιχείου του καύσωνα ο οποίος κυριαρχεί στις τρεις από τις τέσσερις πράξεις του έργου _ δεν με έπεισαν οι ήρωες ότι πραγματικά υποφέρουν.
Ευφυής η λύση του σκηνικού με την όρθια επιφάνεια της πισίνας που στοιχειώνει το έργο, το οποίο υπογράφει, όπως και τα σωστά κοστούμια, ο Γιώργος Χατζηνικολάου, σε συνδυασμό με τους άψογους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη και τα βίντεο του Μιχάλη Κλουκίνα. Στην εξαίρετη μουσική του Μάριου Στρόφαλη πολλά οφείλει η ατμόσφαιρα της παράστασης.
Οι ερμηνείες. Της οποίας το μεγάλο κέρδος είναι το υποκριτικό κέντημα.
Δεν κατάλαβα, βέβαια, τη σκοπιμότητα να αναλάβουν τον κεντρικό ρόλο της Έιρεν δύο εναλλασσόμενες ηθοποιοί. Εν πάση περιπτώσει έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς την παράσταση και με τις δύο. Για να διαπιστώσει πως η σκηνοθεσία δεν τις στριμώχνει στο ίδιο καλούπι. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, πιο εγκεφαλική, πράγμα, ίσως, που ταιριάζει περισσότερο στο έργο, δημιουργεί ρόλο εξ αρχής _ αυτή, η ψυχρή, άκαμπτη μεγαλοαστή, η «δήθεν», η χωρίς αληθινά αισθήματα _ καταγράφοντας άλλη μία επιτυχία στο ενεργητικό της. Είναι τρομερά ακριβής και με την ανεπτυγμένη τεχνική της χαράζει στη μνήμη την Έιρέν της. Η Φιλαρέτη Κομνηνού, ηθοποιός του ενστίκτου περισσότερο, είναι πιο χύμα και η υποκριτική της δείχνει πιο παλιά _ εντός των γνωστών ελληνικών «κλασικών» μέτρων. Ομολογώ, πάντως, πως στη σκηνή του μεθυσιού και της ερωτικής της προσέγγισης στον Τάβιο είναι πιο γεμάτη συναισθηματικά.
Ο Γιάννης Λεάκος, κυρίως, αλλά και ο Στάθης Σταμουλακάτος έχουν μια πολύ καλή εξέλιξη ως ηθοποιοί: πειστικότατοι και οι δύο. Πιο άπειρη η Ιλιάνα Μαυρομάτη, εντάσσεται, πάντως, με επιτυχία στο σύνολο ακολουθώντας το αιτούμενο της σκηνοθεσίας. Αν και καλύτερος ηθοποιός όλων, κατά τη γνώμη μου, ο Δημήτρης Λάλος, πολύ σωστός στην αρχή μοιάζει να χάνει τον έλεγχο του Τάβιο αφότου φανερώνεται το παρελθόν του πλάι στον Έσβαλντ _ φαίνεται λίγος.
Το συμπέρασμα. Μια καθηλωτική παράσταση ενός αδύναμου έργου με μεγάλο, πάντως, θεατροφιλικό ενδιαφέρον.
θέατρο «Επί Κολωνώ», 22 Δεκεμβρίου 2012, απόγευμα και βράδυ.