November 24, 2013

Ντιντήδες και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια



Το έργο. Η Ξένια είναι πλούσια. Κόρη εργοστασιάρχη. Και, φυσικά, Κολωνακιώτισσα. Τα έχει με τον Φοίβο. Που είναι «ντιντής» -έτσι τους λέγανε στα σίξτις, κατόπιν τους έλεγαν φλώρους. Μίαν ωραίαν μεσημβρίαν που κατεβαίνουν παραλία, το αμάξι του «ντιντή» Φοίβου τα φτύνει. Σκαρφαλώνουν ποδαράτα στα κατσάβραχα για να ζητήσουν βοήθεια. Έχουν ξεμείνει σε μία πολύ μπας κλας περιοχή: την Δραπετσώνα, αριστερή, εργατική προσφυγογειτονιά Μικρασιατών (ο θεατρολόγος Ιωσήφ Βιβιλάκης σε σημείωμά του στο πρόγραμμα της παράστασης μιλάει για Καστέλα). Όπου, κατά πώς λέει και ο μελοποιημένος από τον Μίκη Θεοδωράκη στίχος του Τάσου Λειβαδίτη στο ομότιτλο τραγούδι, «πια δεν έχουν(μ)ε ζωή». Κυριολεκτικά. Διότι ακριβώς πέφτουνε πάνω στη μακαριά ενός παλικαριού ονόματι Παύλος -στο κείμενο της διασκευής που παρουσιάζεται, δεν ξέρω αν το όνομα είναι το ίδιο και στο πρωτότυπο…-, το οποίο είχε μπλέξει με μία άλλη πλούσια και «κάποιοι» -που δεν ονοματίζονται… - το φάγανε με πισώπλατη μαχαιριά.
Ανάμεσα στους φίλους του, ο Αντρέας, ένας λεβέντης οικοδόμος. Ερωτεύονται με την Ξένια η οποία παρατάει τον «ντιντή». Αλλά πώς και πόσο μπορεί να αντέξει ένας τέτοιος έρωτας; Όταν, συν τοις άλλοις, αποδεικνύεται πως η Ξένια δεν είναι απλώς κόρη εργοστασιάρχη αλλά του κακού εργοστασιάρχη Κουμαριανού; Ο οποίος ξεπάτωσε τις παράγκες των μικρασιατών προσφύγων της γειτονιάς που ήταν στημένες στη γη του για να κτίσει εργοστάσιο. Πόσω μάλλον που ανάμεσά τους ήταν η παράγκα του Αντρέα και, μάλιστα, όταν η μάνα του είδε να τους ξεσπιτώνουν, έμεινε στον τόπο από την καρδιά της.
Η γειτονιά άλλωστε δεν θα αποδεχτεί τη σχέση αυτή. Και θα είναι εχθρική με την Ξένια, όσο κι αν εκείνη προσπαθεί να είναι φιλική -οι άντρες θα φτάσουν να την εξευτελίσουν όταν κάνει το λάθος να δωρίσει ένα παλιό της φόρεμα σε μία από τις κοπέλες της γειτονιάς. Η ζήλια, επιπλέον, του Αντρέα, που φουντώνει όταν η Ξένια τού εξομολογείται τις ερωτικές περιπέτειες που είχε από μικρή, πριν γνωριστούν -συν ένας γάμος που δεν κράτησε πολύ- βασανίζει το κορίτσι: καυγάδες, σκηνές, υποψίες πως θα τον απατήσει, χωρίζουν, μονιάζουν... Όταν οι φίλοι του, για να δουν πώς θα αντιδράσει, της στήσουν ένα σκηνικό, πως δήθεν ένα αυτοκίνητο χτύπησε και σκότωσε τον Αντρέα, εκείνη θα πέσει σ’ ένα γκρεμό και θα σκοτωθεί.
Το καταλαβαίνετε και μόνο από την αφήγηση της πλοκής: «Η γειτονιά των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1963) είναι ένα εύκολο λαϊκό μελόδραμα. Παραγγελία για το θίασο της Τζένης Καρέζη η οποία το πρωτοανέβασε σε σκηνοθεσία του συγγραφέα. Ένα έργο που ο συγγραφέας δεν θέλησε να συμπεριλάβει, μαζί με ακόμη ένα,δύο άλλα έργα του-παραγγελίες στην επίσημη έκδοση των θεατρικών του. Και δικαίως -δεν είναι τυχαίο... Έχει κάποια ποιητικά πετάγματα αλλά οι απαιτήσεις του δεν ξεπερνούν τις απαιτήσεις του εμπορικού θεάτρου της εποχής του. Και καμία προοπτική δεν είχε και δεν έχει για να μείνει. Εκείνο που έμεινε είναι η μουσική και τα τραγούδια που ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε ειδικά για την πρώτη παράσταση του έργου το οποίο φλερτάρει με το μιούζικαλ παραμένοντας, όμως, απλώς ένα «έργο με τραγούδια».
Η παράσταση. Ο Κώστας Τσιάνος δεν φιλοδόξησε με τη σκηνοθεσία του παρά μόνο να στήσει ευπρεπώς το ξεπερασμένο και χωρίς ψαχνό έργο. Δεν έχει κάνει τίποτα για να του δώσει κύρος.
Καταρχάς υπογράφει μία διασκευή του η οποία είναι δύσκολο να κριθεί μια και το πρωτότυπο είναι ανέκδοτο. Ούτε αναφέρεται αν γι αυτή έχει αντλήσει και από το σενάριο της ταινίας «Γυμνοί στο δρόμο» (1969) που αποτελεί μεταφορά του θεατρικού στον κινηματογράφο από τον Γιάννη Δαλιανίδη. Γίνεται, πάντως, σαφώς αντιληπτό -και όχι μόνο από τις δηλώσεις του σκηνοθέτη/διασκευαστή- πως θέλησε να τονίσει το πολιτικό στοιχείο -εποχή μετεμφυλιοπολεμική, ταξικές συγκρούσεις, εξορίες, τραμπούκοι, «Ανένδοτος Αγώνας» Γεωργίου Παπανδρέου/Ένωσης Κέντρου, αναγωγές στις σημερινές δύσκολες καταστάσεις… _ αλλά όλα αυτά περνούν ξώφαλτσα εφόσον τα κειμενικά θεμέλια παραμένουν επισφαλή. Το φινάλε, επίσης, που μετατράπηκε σε ροζ χάπι εντ -ο Αντρέας φτάνει έγκαιρα και σώζει την Ξένια που δεν προλαβαίνει να πέσει στον γκρεμό- αφαιρεί από το έργο το έσχατο επιχείρημα να είναι ένα μελόδραμα έστω αλλά δυνατό. Το κάνει εργάκι εντελώς της σειράς.
Ο σκηνοθέτης θέλησε να σώσει το αποτέλεσμα με μουσική και τραγούδια. Εκτός από τα πρωτότυπα -της μουσικής για την πρώτη παράσταση- του Μίκη Θεοδωράκη πρόσθεσε και άλλα του συνθέτη. Προσεκτικά, διατηρώντας το κλίμα. Αλλά φόρτωσε μουσικά την παράσταση τόσο πολύ που, αντί να καλύψει τις αδυναμίες του έργου και να παραγεμίσει τις ρωγμές του, το κείμενο μοιάζει να καταρρέει κάτω από το ασήκωτο μουσικό βάρος και να συντρίβεται. Και να παραμένουν γυμνά μόνον αυτά τα έξοχα τραγούδια που, άψογα παιγμένα ζωντανά, σε ενορχήστρωση και διδασκαλία Παναγιώτη Τσεβά, και τραγουδισμένα, βασικά, από την εξαίρετη λαϊκή φωνή του Ζαχαρία Καρούνη, συνεχίζουν να συγκινούν ενώ το έργο καταλήγει απλώς ένα πρόσχημα, ένας καμβάς αμελητέος.
Από την άλλη, η παράσταση μοιάζει σκηνοθετημένη ανόρεχτα, με διαρκή μετωπικά στησίματα, κατά παράταξιν, χωρίς νεύρο, βαρετά συμβατική, αβασάνιστη. Και με μία αισθητική ελληνικής ταινίας του ’60, με εύκολες γραφικότητες –οι χαρταετοί κλπ…
Ο Άγγελος Μέντης υπογράφει τα όχι απόλυτα πειστικά σκηνικά -φωτισμένα από τον Αντώνη Παναγιωτόπουλο- και τα κοστούμια, όπου τα χρώματά του είναι αρμονικά δεμένα αλλά όλα δείχνουν σαν κυριακάτικα ενώ δεν λείπουν και τα λάθη: η Κυρά-Χρυσή είναι μάνα πειστικά μαυροντυμένη για κηδεία του γιου της; Η Ξένια, ναι, είναι πλούσια αλλά μπορεί να πηγαίνει να συναντήσει τον Αντρέα στην Δραπετσώνα τόσο προσεγμένα ντυμένη, με «νόστιμες πινελιές», όταν μάλιστα είναι δακτυλοδεικτούμενη και της την έχουν στημένη; Εκτός και αν είναι ηλίθια. Μόνο στην τελευταία σκηνή της βρίσκεται η ενδυματολογική ισορροπία. Όσο για την τουαλέτα της στην πρώτη της σκηνή το λάθος είναι χοντρό: η μακαριά γίνεται -όπως και αναφέρεται στο κείμενο- μεσημέρι. Πώς είναι δυνατόν μεσημεριάτικα, όπου και να πηγαίνει με τον «ντιντή», να είναι ντυμένη με βραδινή τουαλέτα; Ευπρεπείς αλλά ανόρεχτες μου φάνηκαν και οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού.

Οι ερμηνείες. Η παράσταση δεν ευτυχεί και στη διανομή της παρά τους πολλούς καλούς, κατά βάση, ηθοποιούς που αυτή διαθέτει. Η καλή Μαρίνα Ασλάνογλου φοβάμαι πως δεν έχει πρωταγωνιστική λάμψη. Επιπλέον εδώ είναι και άνευρη, τόσο που να μην ακούγεται σε ορισμένες σκηνές. Βρίσκει τον καλό εαυτό της και αποκτάει τη σωστή δραματική ένταση μόνο στη σκηνή της σύγκρουσης με τον Αντρέα και στην τελευταία. Δεν βρήκα και τον Νίκο Ψαρρά, αν και κατάλληλο για το ρόλο του Αντρέα, στα καλύτερά του -και πολύ αδύναμος φωνητικά στα τραγούδια. Αλλά εκείνο που, κυρίως, δεν βρήκα είναι αυτό που λένε πια «χημεία» ανάμεσα στο ζευγάρι.

Ο Ταξιάρχης Χάνος, ηθοποιός ταλαντούχος, συνεχίζει ένα σκηνικό δρόμο αυτιστικό: παίζει με έπαρση, σαν να μην συνδιαλέγεται με κανέναν άλλο ηθοποιό επί σκηνής, πόσω μάλλον εδώ που ο ρόλος του βασικά όλο σόλα είναι. Και παίζει μόνο με την _ πολύ καλή αλλά ποσταρισμένη _ φωνή του: ρυθμοί, «μελίσματα», μελετημένες κορόνες που αγγίζουν την κραυγή για να εκμαιεύσουν το χειροκρότημα… Μα δεν πρόκειται για όπερα. Κρίμα.
Άλλη μία πολύ καλή ηθοποιός, η Ελένη Ουζουνίδου, εδώ στραβοπατάει: η καλομακιγιαρισμένη χαροκαμένη μάνα Κυρά-Χρυσή σε όλες τις σκηνές μετά την κηδεία είναι μέσα στο χαμόγελο και στην τσαχπινιά σαν να έχει ξεχάσει εντελώς τι της έχει συμβεί… Ο σκηνοθέτης αυτό δεν το είδε; Υπερβολικός, φωνασκεί ο Χρήστος Νίνης. Άπειρο και αδύναμο το ζευγάρι Μίλτος/Γιάννης Σοφολόγης και Λενιώ/Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη.
Από τους υπόλοιπους να ξεχωρίσω, σε μία παράσταση όπου από όλους λείπει η αλήθεια -σαν να διεκπεραιώνουν μόνο-, την Κατερίνα Γιαμαλή με τη θαυμάσια φωνή, την Τάνια Παλαιολόγου, την Άνδρη Θεοδότου, την Λουκία Στεργίου.
Το συμπέρασμα. Αν συνεχίζετε και δεν έχετε βαρεθεί να τρέφεστε με τις παλιές ελληνικές ταινίες, μπορεί και να σας αρέσει. Αν θέλετε να ακούσετε κλασικά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, θα συγκινηθείτε και ίσως ενθουσιαστείτε. Αν θέλετε να δείτε καλό θέατρο, θα σας απέτρεπα. Μένοντας, προσωπικά, με την απορία: το Εθνικό Θέατρο γιατί διάλεξε να παρουσιάσει ΑΥΤΟ το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη;

Εθνικό Θέατρο / Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», 20 Νοεμβρίου 2013.

1 comment:

  1. Κύριε Σαρηγιάννη,
    διάβασα την κριτική σας για την παράσταση του έργου «Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ» που παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο σε διασκευή και σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου.
    Οι απόψεις σας για την παράσταση και τους συντελεστές τη στιγμή που απηχεί την προσωπική σας γνώμη που διατυπώνεται δημοσίως και ενυπογράφως, είναι απολύτως σεβαστές από εμένα.
    Όμως, για την αποκατάσταση της «ιστορικής» αλήθειας - σε σχέση με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και το συγκεκριμένο έργο του – θα ήθελα να σας πληροφορήσω από προσωπική μου γνώση, η οποία προέρχεται από την σχέση μου με τον πατέρα μου, τα εξής:
    1) Σχετικά με την παρατήρησή σας ότι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δεν θέλησε να εντάξει το έργο του «Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ» στα Απαντά του, η αλήθεια είναι ότι το κείμενο του συγκεκριμένου έργου δεν υπήρχε στο αρχείο του, έψαξε να το βρει χωρίς αποτέλεσμα επί χρόνια και μέχρι το θάνατό του το θεωρούσε χαμένο. Μετά το θάνατο του πατέρα μου, στη προσπάθειά μου να συγκεντρώσω και συστηματοποιήσω το Αρχείο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, κατέβαλα πολλές προσπάθειες για να το εντοπίσω. Τελικώς, βρέθηκε ένα δακτυλογραφημένο αντίτυπό του στο Αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη στην «ΜΕΓΑΛΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΛΙΛΙΑΝ ΒΟΥΔΟΥΡΗ».
    2) Επίσης, παρακαλώ να λάβετε υπόψη ότι ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δεν υποτίμησε ποτέ κανένα έργο του, πολύ δε περισσότερο και το «επίμαχο», αδιαφόρως αν είχε ή δεν είχε δει το φώς της σκηνής, αν είχε ή δεν είχε επιτυχία, καλές ή κακές κριτικές. Όπως κάθε θεατρικός συγγραφέας, έτσι και ο πατέρας μου, ήθελε να ανεβαίνουν όλα τα έργα του και να εκτίθενται στο κοινό και στους κριτικούς, είναι δε χαρακτηριστικό ότι ΟΥΔΕΠΟΤΕ αντέδρασε σε κριτική, σεβόμενος τις απόψεις όλων.

    Με εκτίμηση
    Κατερίνα Ι. Καμπανέλλη

    ReplyDelete