Το έργο. 1865. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος μόλις έχει λήξει με τη νίκη των Βορείων. Ο ταξίαρχος -απ’ την πλευρά των νικητών- Έζρα Μάνον, πρώην δικαστής και δήμαρχος στην πόλη του, επιστρέφει στο σπίτι του, το αρχοντόσπιτο των Μάνον, κάπου στην Νέα Αγγλία. Το οικογενειακό κλίμα είναι βαρύ. Η γυναίκα του Έζρα, η Κριστίν, που ανέκαθεν σιχαινόταν τον άντρα της, έχει γίνει ερωμένη του Άνταμ Μπραντ, καπετάνιου ιστιοφόρου, ο οποίος θα αποδειχθεί πως δεν είναι παρά πρώτος εξάδελφος του Έζρα, γιος του Ντέιβιντ, αδελφού του πατέρα του, και της Μαρί Μπραντόμ, μιάς καναδέζας γκουβερνάντας στο σπίτι των Μάνον, που ο Έιμπ, ο πατέρας του Έζρα, τους έδιωξε από το σπίτι με την πρόφαση πως η σχέση αυτή ήταν ανάρμοστη αλλά, ουσιαστικά, επειδή ήταν και ο ίδιος ερωτευμένος με την κοπέλα _ η αρχοντική οικογένεια βαρύνεται από παλιά με αμαρτήματα.
Η Λαβίνια, η στυγνή κόρη του Έζρα και της Κριστίν, που αλληλομισιέται με τη μητέρα της και μοιάζει νοσηρά δεμένη με τον πατέρα της, έχει ανακαλύψει τη σχέση της Κριστίν με τον Άνταμ με τον οποίο είναι και η ίδια ερωτευμένη, τους έχει παρακολουθήσει και εκβιάζει την Κριστίν: δεν θα μιλήσει στον πατέρα της μόνον αν η Κριστίν δεν ξαναδεί τον εραστή της. Η μόνη λύση στην οποία η Κριστίν ελπίζει είναι ο θάνατος του Μάνον που έχει κάποιο πρόβλημα με την καρδιά του. Δεν μπορεί όμως να περιμένει τη μοίρα. Ο Άνταμ την προμηθεύει με δηλητήριο σε χάπια και, όταν η Κριστίν φέρνει τον άντρα της στα όριά του αποκαλύπτοντας τη σχέση της κι εκείνος παθαίνει καρδιακή κρίση, δεν του δίνει τα χάπια του αλλά τα δικά της. Ο Έζρα Μάνον πεθαίνει αφού προλάβει να πει στην Λαβίνια πως η μάνα της είναι η ένοχη για το θάνατό του.
Όταν γυρίσει και ο Όριν, ο γιος των Μάνον, ένας νέος προσκολλημένος στη μητέρα του που ο Έζρα έστειλε στον πόλεμο «για να γίνει άντρας», η Κριστίν θα του κατηγορήσει με κάθε τρόπο την Λαβίνια, προσπαθώντας να τον πείσει πως η αδελφή του είναι τρελή και πως όσα ακούσει από το στόμα της θα είναι αποκυήματα της φαντασίας της. Η Λαβίνια, όμως, θα πάρει τον Όριν μαζί της στην Βοστόνη και θα παρακολουθήσουν τη μάνα τους που πηγαίνει, μετά την κηδεία, στο πλοίο του Μπραντ για να τον συναντήσει: τους ακούν να μιλάνε -σχεδιάζουν να το σκάσουν. Ο Όριν πείθεται. Μόλις η Κριστίν φεύγει, πυροβολεί τον Μπραντ και τον σκοτώνει. Όταν γυρίσουν σπίτι και το αποκαλύψουν στη μητέρα τους, εκείνη αυτοκτονεί.
Ένα χρόνο μετά ο Όριν και η Λαβίνια γυρίζουν στο σπίτι από
ένα μεγάλο ταξίδι που έχουν κάνει στην Ανατολή και στα νησιά του Ειρηνικού. Το
σπίτι μοιάζει στοιχειωμένο. Ο Όριν βλέπει παντού φαντάσματα. Και μισεί πια την Λαβίνια
– σαν να έχουν πάρει τη θέση των γονιών τους και να έχουν κληρονομήσει το μίσος
που αισθανόταν μεταξύ τους εκείνοι. Ο Όριν γράφει την απόκρυφη ιστορία των
εγκλημάτων της γενιάς των Μάνον και αφήνει ένα φάκελο με το χειρόγραφο στη φίλη
και γειτόνισσά τους, την Χέιζελ, για να τον ανοίξει αν κάτι του συμβεί.
Μετά αυτοκτονεί. Η Λαβίνια, σε απόγνωση πια, προσπαθεί να πείσει τον αδελφό της
Χέιζελ, τον Πίτερ, που την είχε ζητήσει σε γάμο και εκείνη είχε αρνηθεί όταν ο
πατέρας της ζούσε, να παντρευτούν. Ο Πίτερ όμως δεν θέλει πια. Η Λαβίνια λέει,
τότε, στον γέρο κηπουρό Σεθ να καρφώσει τα παράθυρα του αρχοντικού. Εκεί θα
μείνει κλεισμένη μέχρι το τέλος, μόνη, φορτωμένη το πένθος, τις αναμνήσεις και
τις τύψεις της –η τελευταία των Μάνον.
Ο Γιουτζίν Ο’Νίλ με την τριλογία του «Το πένθος ταιριάζει
στην Ηλέκτρα» (1931) κάνει ένα παράτολμο βήμα στην πορεία του ως συγγραφέας: μεταγράφει
την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τη μόνη σωζόμενη τριλογία του αρχαίου ελληνικού
δράματος, στη σύγχρονη εποχή επιλέγοντας ως χρόνο που διαδραματίζεται την
αμέσως μεταπολεμική εποχή του Αμερικάνικου Εμφυλίου και με ακριβείς
αντιστοιχίες: οι καταραμένοι Ατρείδες του Αισχύλου γίνονται οι καταραμένοι
Μάνον, τρία έργα που συνδέονται στενά, ως συνέχεια το ένα του άλλου -«Ο γυρισμός», «Οι κυνηγημένοι», «Οι στοιχειωμένοι», οι τίτλοι τους- και που αντιστοιχούν στις τρεις τραγωδίες της «Ορέστειας» -«Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες»-, τα ανάλογα πρόσωπα -που ακόμα και τα ονόματά τους έχουν ένα τουλάχιστον γράμμα που να παραπέμπει στα
ονόματα των ηρώων της «Ορέστειας»-, κουτσομπόληδες κάτοικοι της πόλης της Νέας
Αγγλίας όπου ζουν οι Μάνον, οι οποίοι σχολιάζουν τα τεκταινόμενα ως άλλος
Χορός, καταστάσεις ανάλογες αλλά προσαρμοσμένες στη σύγχρονη πραγματικότητα,
μερικά πρόσθετα θέματα διακριτικά προστεθημένα… Όλα ζυγισμένα και δεμένα με
μεγάλη προσοχή, όλα αντιστοιχημένα με εξαιρετική δεξιοτεχνία.

Η παράσταση. Ο
Γιάννης Χουβαρδάς, έχοντας όλα αυτά υπόψιν του, λειτούργησε ως ένας σκεπτόμενος,
σύγχρονος και σίγουρος πια για τον εαυτό του σκηνοθέτης που έχει ξεπεράσει το
στάδιο των σκηνοθετισμών. Η σκηνοθεσία του είναι μοντέρνα χωρίς να επιδιώκει να
προβάλει το σκηνοθέτη. Προβάλλει το έργο -το κείμενο- και μέσω αυτού τη σκηνοθετική άποψη.



Η συμβολή του Λευτέρη Παυλόπουλου με τους φωτισμούς του στο
επιβλητικό αποτέλεσμα, πολύτιμη. Για άλλη μια φορά. Η Ιωάννα Τσάμη, με τα
κοστούμια εποχής που σχεδίασε, πρέπει να υπολογιστεί ως παράγοντας αποφασιστικός
στην επιτυχία αυτή: σαγηνευτικά! Ειδικά τα κρινολίνα της Κριστίν και της
Λαβίνια, άψογα φορεμένα από τις δύο ηθοποιούς, γράφουν ιστορία.

Ο Χρήστος Λούλης, ηθοποιός εξαίρετος, εδώ
φλερτάρει λίγο με την μανιέρα· δεν τη χρειάζεται καθόλου, τον διαβεβαιώνω. Ο
Ακύλλας Καραζήσης είναι ένας συγκλονιστικός, πατριαρχικός αλλά και βαθύτατα
ανθρώπινος Έζρα Μάνον, ένας Αγαμέμνων του Εμφύλιου με μέγεθος. Στην παράσταση, βέβαια, τελικά, κυριαρχούν η Καρυοφυλλιά
Καραμπέτη/Κριστίν Μάνον και η Μαρία Πρωτόπαππα/Λαβίνια Μάνον: ένα ντουέτο
άριστα δεμένο, ένας Ιανός με δύο πρόσωπα αλλά κοινή ψυχοσύνθεση. Αγέρωχες,
άκαμπτες, μητριαρχικές, ανδροβόρες, η Κριστίν της Καραμπέτη διέπεται από μία
θηλύτητα, έναν αισθησιασμό, η Λαβίνια της Πρωτόπαππα από μία πουριτανική
σκληρότητα, σαν κοφτερό μαχαίρι, σαν ένα στεγνό κόκαλο -οστά γεγυμνωμένα- που
αποκτά σάρκα, που ανθίζει μόνο μετά το θάνατο της μάνας της για να επανέλθει
στην ακαμψία της στην τελευταία σκηνή. Δύο ερμηνείες που δεν μπορείς όχι απλώς
να παραβλέψεις αλλά με τίποτα να ξεχάσεις.

Εθνικό Θέατρο / Κτίριο Τσίλερ – Κεντρική Σκηνή, 10 Μαρτίου
2013, 31 Μαρτίου 2013, 16 Νοεμβρίου 2013.
No comments:
Post a Comment