«Φάλσταφ» του Τζουζέπε Βέρντι, λιμπρέτο (Ουίλιαμ Σέξπιρ) Αρίγκο Μπόιτο / Μουσική διεύθυνση: Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι. Σκηνοθεσία: Στίβεν Λάνγκριτζ.
Ο χοντρομπαλάς, δεύτερης κατηγορίας ιππότης σερ Τζον Φάλσταφ, εύθυμος κατεργάρης, τύπος της καλοπέρασης, φαφλατάς, μεθύστακας, γυναικάς και άφραγκος κάνει διάφορες απατεωνιές στο επαρχιακό, τότε, επί βασιλείας
Ερίκου Δ΄ (1399-1413), Γουίνζορ. Τελευταίος στόχος του, δύο παντρεμένες, η Αλίτσε Φορντ και η Μεγκ Πέιτζ. Επιχειρεί να τους την πέσει με απώτερο στόχο τα λεφτά των συζύγων τους. Και τους στέλνει ερωτικές επιστολές. Αλλά... πανομοιότυπες. Οι δύο γυναίκες, φίλες μεταξύ τους, το ανακαλύπτουν και σε συνεργασία με την καπάτσα Κυρία Κουίκλι, επίσης φίλη τους, και την Νανέτ, κόρη της Αλίτσε, βάζουν μπρος σχέδιο για να του δώσουν ένα μάθημα. Με την Κουίκλι του μηνούν πως αμφότερες είναι ερωτευμένες μαζί του αλλά ότι για την Αλίτσε είναι πιο εύκολο να τον συναντήσει γιατί ο άντρας της τα μεσημέρια λείπει. Και η Κουίκλι του κλείνει το ραντεβού. Οι δύο ακόλουθοι του
Φάλσταφ, ο Μπαρντόλφο και ο Πιστόλα, που έχουν προηγούμενα μαζί του, αποκαλύπτουν τις προθέσεις του Φάλσταφ στον Φορντ, το σύζυγο της Αλίτσε, και εκείνος μεταμφιέζεται, του παρουσιάζεται και, για να τον παγιδεύσει, του λέει ότι είναι ερωτευμένος με την Αλίτσε και ότι θα τον πληρώσει για να την αποπλανήσει ώστε να του ανοίξει το δρόμο. Όταν ο Φάλσταφ, ενθουσιασμένος, του αποκαλύπτει πως έχει ήδη κλείσει συνάντηση μαζί της,
ο Φορντ το παίρνει τοις μετρητοίς και κυριεύεται από ζήλια. Μόλις ο ιππότης της συμφοράς φτάνει, στολισμένος με τα καλά του, στο σπίτι της Αλίτσε, η Μεγκ εμφανίζεται, δήθεν έντρομη, και τους ανακοινώνει ότι έρχεται ο σύζυγος. Αλλά εμφανίζεται και η Κυρία Κουίκλι, αυτή στ’ αλήθεια έντρομη, και τους ανακοινώνει
ότι, όντως, έρχεται ο σύζυγος και μάλιστα έξαλλος από ζήλια. Ο Φάλσταφ τρομοκρατημένος κρύβεται σε ένα μπουγαδοκόφινο με άπλυτα ρούχα. Όταν ο Φορντ φτάνει με μία ομάδα φίλων του, ψάχνει το σπίτι και εκείνο που ανακαλύπτει, εμβρόντητος, είναι την κόρη του Νανέτ να φιλιέται με τον νεαρό Φέντον ενώ ο πατέρας της την προορίζει για γάμο με τον πλούσιο Δόκτορα Κάιους. Όση ώρα ο Φορντ διαπληκτίζεται με τον Φέντον, η Αλίτσε δίνει εντολή στους υπηρέτες να αδειάσουν από το παράθυρο το
μπουγαδοκόφινο με τα άπλυτα στο ποτάμι. Έτσι ο Φάλσταφ καταλήγει, μέσα στη γενική ευθυμία, στον Τάμεση ως βρεμένη γάτα, ενώ ο Φορντ πείθεται ότι η γυναίκα του δεν είχε πρόθεση να τον απατήσει, φάρσα έστησε. Οι εύθυμες κυράδες, όμως, δεν
αρκούνται στη νίλα του Φάλσταφ. Θέλουν κι άλλο. Η Κουίκλι τον πείθει πως η Αλίτσε δεν ευθύνεται γι αυτό που του συνέβη και ότι είναι πάντα ερωτευμένη με τον ιππότη. Και του κλείνει καινούργιο ραντεβού μαζί της, στο πάρκο του Γουίνζορ αυτή τη φορά, όπου πρέπει να έρθει μεταμφιεσμένος σε Μαύρο Κυνηγό. Ο Φάλσταφ το χάφτει και πάλι. Όταν φτάνει και η Αλίτσε του «εξομολογείται τον έρωτά της», εμφανίζεται η Νεραϊδοβασίλισσα -που δεν είναι
άλλη από την Νανέτ μεταμφιεσμένη- η οποία καλεί τα «πνεύματα» που τσιμπούν και χτυπούν τον Φάλσταφ. Ώσπου εκείνος αναγνωρίζει ανάμεσά τους τον Μπαρντόλφο. Και η «πλεκτάνη» αποκαλύπτεται. Ο Φάλσταφ, γελοιοποιημένος, μέχει πάρει το μάθημά του. Και δηλώνει μετανοημένος. Αλλά εμφανίζεται και ο Δόκτωρ Κάιους συνοδεύοντας μία γυναικεία φιγούρα
ντυμένη στα λευκά και με κρυμμένο πρόσωπο αλλά και ένα δεύτερο ζευγάρι με κρυμμένα πρόσωπα. Ζητούν την ευλογία του Φορντ για να παντρευτούν. Ο Φορντ, που πιστεύει πως με τον Κάιους είναι
η Νανέτ, η κόρη του, δίνει, όπως είχε υποσχεθεί στο γαμπρό, την ευλογία του και στα δύο ζευγάρια. Όταν αφαιρούνται τα πέπλα από τις νύφες, όμως, αποκαλύπτεται πως η «σύζυγος» του Κάιους είναι ο μεταμφιεσμένος Μπαρντόλφο ενώ το δεύτερο ζευγάρι είναι ο Φέντον και η Νανέτ. Ο Φoρντ, που γίνεται, με τη σειρά του, περίγελως, αναγκάζεται να συμβιβαστεί. Και όλοι συμφωνούν ότι «όλα στον κόσμο ένα αστείο είναι!» («tutto nel mondo è
η Νανέτ, η κόρη του, δίνει, όπως είχε υποσχεθεί στο γαμπρό, την ευλογία του και στα δύο ζευγάρια. Όταν αφαιρούνται τα πέπλα από τις νύφες, όμως, αποκαλύπτεται πως η «σύζυγος» του Κάιους είναι ο μεταμφιεσμένος Μπαρντόλφο ενώ το δεύτερο ζευγάρι είναι ο Φέντον και η Νανέτ. Ο Φoρντ, που γίνεται, με τη σειρά του, περίγελως, αναγκάζεται να συμβιβαστεί. Και όλοι συμφωνούν ότι «όλα στον κόσμο ένα αστείο είναι!» («tutto nel mondo è
burla!»). Ο Αρίγκο Μπόιτο βασίστηκε στην κωμωδία του Γουίλιαμ Σέξπιρ «Οι εύθυμες κυράδες του Γουίνζορ» (πιθανόν 1597), όπου ο Φάλσταφ έχει κεντρικό ρόλο, αλλά άντλησε στοιχεία και από τα ιστορικά δράματά του «Ερίκος Δ΄ /
Μέρος 1» (πιθανόν 1596-1597) και «Ερίκος Δ΄ / Μέρος 2» (πιθανόν 1597-1598), όπου ο Φάλσταφ είναι δευτερεύον πρόσωπο, για το εξαίρετο λιμπρέτο του «Φάλσταφ», ύστατου έργου (1889-1892, πρεμιέρα 1893) του Τζουζέπε Βέρντι και, μόλις, δεύτερης κωμικής όπεράς του που ο ίδιος, πάντως, το χαρακτήρισε «λυρική κωμωδία». Ένα έργο που πολύ απέχει
από τον παλιό Βέρντι, όπου οι μελωδίες αναβρύζουν ως από φρέαρ αρτεσιανό, αλλά όπου η ψαγμένη, ευφυής μουσική είναι άρρηκτα δεμένη με τη δραματουργία και την υπηρετεί απόλυτα -αριστουργηματικά σύνολα, με αποκορύφωμα τη φούγκα του φινάλε. Ο άγγλος σκηνοθέτης Στίβεν Λάνγκριτζ
οργάνωσε μία παράσταση εύρυθμη και με χιούμορ -αλλά και με ένα επίχρισμα μελαγχολίας και μοναξιάς ως προς τον κεντρικό ήρωα στο τέλος. Χωρίς ιδιαίτερους νεωτερισμούς εκτός από την ιδέα που είχε και εφάρμοσε: να τοποθετήσει το έργο, χωρίς πολλές αβαρίες, στο 1936, επί της ολιγόμηνης βασιλείας του Εδουάρδου Η΄ του Ενωμένου
Βασιλείου -βρίσκοντας στον άστατο και ως Πρίγκιπα της Ουαλίας και ως βασιλιά αναλογίες με τον, κατά Σέξπιρ, πρίγκιπα Χαλ, τον, επί Ερίκου Δ΄, Πρίγκιπα της Ουαλίας γιο του που τον διαδέχτηκε ως Ερίκος Ε΄ και που ο Φάλσταφ ήταν σύντροφός του στις νεανικές του ασωτίες. Ο δικός μας Κύπριος Γιώργος Σουγλίδης βοήθησε πολύ το
σκηνοθέτη στην άποψη αυτή με την άψογη δουλειά του στα κοστούμια που χαρακτήριζαν τους ρόλους -απολαυστικό το γκολφ κοστούμι του Φάλσταφ- και στα έξοχα, λιτά σκηνικά που, ξεκινώντας από μία παμπ, από πράξη σε πράξη, από σκηνή σε σκηνή εξελίσσονταν, επίσης έξοχα φωτισμένα από τον Άγγλο Πίτερ Μάμφορντ και που, με τις ευθείες γραμμές τους, με παρέπεμπαν στον Έντουαρντ Χόπερ. Η κινησιολογία του Ιρλανδού Νταν Ο’ Νιλ εξυπηρετούσε, κατά τις δυνατότητες των ερμηνευτών, την παράσταση. Μεγάλος άσσος στο μανίκι της παράστασης, το μουσικό μέρος. Ο Ιταλός Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι οδήγησε εξαιρετικά την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε άριστη ισορροπία με τους επί σκηνής ενώ πολύ καλά τα πήγαν και η Χορωδία της με διευθυντή τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο και η Παιδική Χορωδία της με διευθύντρια την Κωνσταντίνα Πιτσιάκου. Ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς, σαν γεννημένος για τον Φάλσταφ, ερμήνευσε με το γνώριμο έξοχο φωνητικό μέταλλό
του το ρόλο. Αλλά και ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος, πάντα ευέλικτος υποκριτικά, ήταν ένας άξιος Φορντ. Οι σοπράνο Τσέλια Κοστέα (Αλίτσε Φορντ) και Μαριλένα Στριφτόμπολα -αν και η κρυστάλλινη φωνή της χρειάζεται ενδυνάμωση-, η μέτζο Χρυσάνθη Σπιτάδη (Μεγκ Πέιτζ) και οι τενόροι Βασίλης Καβάγιας (Φέντον), Νίκος Στεφάνου (Δρ Κάιους) και Γιάννης Καλύβας (Μπαρντόλφο) έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, με πιο δύσκαμπτο φωνητικά, υποκριτικά και κινητικά τον μπασοβαρύτονο Γιάννη Γιαννίση (Πιστόλα). Ομολογώ πως ξεχώρισα την μέτζο Άννα Αγάθωνος (Κυρία Κουίκλι).
Επαρκέστατη φωνητικά έκλεψε την παράσταση με την «κουρδιστή» κίνηση της, τη γλώσσα του σώματος και την υποκριτική της: μία Κουίκλι υπολογίστρια, ακριβής, αυστηρή στο γκρίζο ταγιέρ της αλλά και με ένα χιούμορ υποδόριο, που μου θύμισε σπουδαίες καρατερίστες της ελληνικής σκηνής, όπως την Σοφία Ολυμπίου και την Μαρίκα Κρεββατά. Μία παράσταση που η φετινή πορεία της έληξε αλλά η Λυρική θα μπορούσε να την κρατήσει στο ρεπερτόριό της, καθώς, μάλιστα, βασίζεται σε αποκλειστικά ελληνική διανομή, χωρίς μετακλήσεις (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).
(Έξοχο, όπως, πάντα, το -δίγλωσσο, ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα-βιβλίο -υπεύθυνος έκδοσης Νίκος Α. Δοντάς- της παράστασης, με εμπεριστατωμένα και γλαφυρά κείμενα και με αφιέρωμα στον βαρύτονο Λούη Μανίκα, πρώτο έλληνα Φάλσταφ της Λυρικής -χωρίς, όπως, πάντα, προς απορία μου, φωτογραφία του, για την οποία ο αναγνώστης παραπέμπεται στο διαδίκτυο ή στην αφιερωματική έκδοση «80 χρόνια Εθνική Λυρική Σκηνή (1940-2020)»... Και με αναφορά στα έντυπα που έχουν δημοσιεύσει κείμενα γι αυτόν αλλά, και πάλι, χωρίς τα ονόματα των συγγραφέων τους κριτικών, δημοσιογράφων κλπ.).
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 29 Ιανουαρίου 2023.
No comments:
Post a Comment