«Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ(ι) / Σκηνοθεσία: Μαρία Πρωτόπαππα.
Η Αντιγόνη -κόρη του βασιλιά της Θήβας Οιδίποδα και της Ιοκάστης, που παντρεύτηκαν και έκαναν τέσσερα παιδιά χωρίς να γνωρίζουν πως είναι γιος και μάνα και, όταν το έμαθαν, εκείνος έβγαλε τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια και αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της εξορίας και εκείνη αυτοκτόνησε, αδελφή του Ετεοκλή και του Πολυνείκη που
αλληλοσκοτώθηκαν για το θρόνο του πατέρα τους, ανιψιά του Κρέοντα, αδελφού της Ιοκάστης που βασιλεύει τώρα στην Θήβα- προσπαθεί, συμβολικά, να θάψει, ρίχνοντας λίγο χώμα πάνω του, τον Πολυνείκη, παρά την αυστηρή
απαγορευτική, επί ποινή θανάτου, διαταγή του Κρέοντα να μείνει άθαφτος -σε αντίθεση με τον Ετεοκλή που του επιφυλάσσει μεγαλοπρεπή κηδεία- γιατί εκστράτευσε ενάντια στην πατρίδα του -ένας «προδότης». Ο Κρέων προσπαθεί να την πείσει να αρνηθεί την κίνησή της και να την καλύψει ο ίδιος, καθώς μάλιστα είναι αρραβωνιασμένη με το γιο του, τον Αίμονα. Δεν την πείθει. Για παραδειγματισμό διατάζει να τη θάψουν ζωντανή. Εκείνη αυτοκτονεί μέσα στον τάφο/κελί της και την ακολουθεί ο Αίμων, ενώ η αδελφή της, η Ισμήνη, που αρνήθηκε, από φόβο, να τη βοηθήσει, εις μάτην τώρα, ικετεύει να τη σκοτώσουν μαζί της. Η Ευρυδίκη, η γυναίκα του Κρέοντος, όταν μαθαίνει το θάνατο του γιου της, αυτοκτονεί επίσης, κόβοντας το λαιμό της. Ο Γάλος Ζαν Ανούιγ(ι) στη
δική του «Αντιγόνη» (1944) μετέγραψε, ξανάγραψε την ομώνυμη τραγωδία (πιθανολογείται το 441 π.Χ.) του Σοφοκλή. Σε μία Γαλία κομμένη στα δύο -η μισή υπό πλήρη γερμανική κατοχή,
η υπόλοιπη, η «ελεύθερη ζώνη», υπό το δωσιλογικό καθεστώς του Βισί (Πετέν, Λαβάλ...)-, απογοητευμένος, συνθέτει ένα μαύρο, απεγνωσμένο έργο, κρατώντας, πλην Τειρεσία, τα πρόσωπα του Σοφοκλή -προσθέτει μία Παραμάνα-, όπως κρατάει και την πλοκή της τραγωδίας αφαιρώντας κάθε συναίσθημα, αφαιρώντας τη θεολογική της διάσταση και μπολιάζοντάς την με πικρή ειρωνεία. Όπου ο Κρέων εκπροσωπεί τη βάναυση εξουσία
αλλά έχοντας τα δίκια του, σε σχέση με την κοινωνία που ζει, ενώ η Αντιγόνη, που υπερασπίζεται την ελευθερία, που αντιστέκεται, τελικά, αηδιασμένη από τη σάπια αυτή κοινωνία, αηδιασμένη από όλους, «δεν ξέρει πια γιατί πεθαίνει» και ταλαντεύεται, πριν πάρει την οριστική απόφαση να προτιμήσει το θάνατο, καθώς ο βασιλιάς τής αποκαλύπτει ότι και τα δύο αδέλφια της ήταν καθάρματα αλλά επέλεξε να κηδέψει τον Ετεοκλή επειδή το πτώμα του ήταν σε καλύτερη κατάσταση... Μία ηρωίδα από απόγνωση και αηδία παύει να είναι ηρωίδα. Έργο ειρωνικό αλλά και ποιητικό, λυρικό, στο οποίο ο Ανούιγ(ι), συμβολοποιώντας την Γαλία της εποχής του, δεν βλέπει
πουθενά -ούτε σε κατακτητές, ούτε στους συνεργάτες τους, ούτε, ίσως, και στην Αντίσταση- φως ή αλήθεια. Δεν υπάρχουν πια ήρωες. Η Μαρία Πρωτόπαππα που έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία του έργου -το οποίο και επεξεργάστηκε δραματουργικά στη παλαιά αλλά στέρεα μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη, χωρίς να το εκσυγχρονίσει περαιτέρω αλλά με κάποιες περικοπές και με κάποιες επεμβάσεις- το έχει φωτίσει με μία ματιά ακόμη πιο ειρωνική. Και η ματιά αυτή είναι που το κάνει επίκαιρο. Έχει χρησιμοποιήσει πολυχρησιμοποιημένα μεταδραματικά μέσα -ηθοποιοί παρατακτικά αραδιασμένοι, μετωπικά προς στο κοινό, με ελάχιστη κίνηση, χωρίς, μεταξύ
τους, διάδραση, χωρίς, σχεδόν, να κοιτάζονται, όταν συνομιλούν, στήσιμο της παράστασης με συνθήκες πρόβας, με την ίδια να αφήνει το ρόλο της Παραμάνας και να γίνεται η σκηνοθέτρια που, από ένα κάθισμα της πλατείας, με το κείμενο στο χέρι, διαβάζει τις σκηνικές οδηγίες, καθοδηγεί τους ηθοποιούς, παρεμβαίνει, κόβει σκηνές, ..., όπως από την πλατεία, ως μεσολαβητής μεταξύ έργου και κοινού, έρχεται στη σκηνή και ο Πρόλογος του Ανούιγ(ι), που έχει αντικαταστήσει τον Χορό του
Σοφοκλή. Και, επιπλέον, η σκηνοθεσία δίνει μία έμφαση στο λόγο ζητώντας από τους ηθοποιούς να χρησιμοποιούν, παράλληλα, τη νοηματική γλώσσα. Αλλά όλα αυτά, που θα μπορούσαν να είναι κοινότοπα και μπανάλ ή επιτηδευμένα, δένονται, τήκονται με θαυμαστό τρόπο σε ένα έξοχο παραστασιακό αποτέλεσμα.
Ο πάλλευκος σκηνικός χώρος της Εύας Νάθενα, με τα επτά διαφορετικά καθίσματα και, πίσω, τα τρία πετάσματα, που, στο τέλος, αποσύρονται αφήνοντας ελεύθερο το μαύρο φόντο, τις τρεις γυμνές κούκλες βιτρίνας και τους επτά -επτά επί Θήβας- μισόκλειστους πλαστικούς σάκους με νεκρούς στο έδαφος, σωστά φωτισμένος από την Μελίνα Μάσχα, και τα κοστούμια της, σύγχρονα αλλά με αναφορές και σε παλιότερες εποχές, αντιστικά σε μαύρο και γκρίζο, πλην του λευκού του Πρόλογου, αναδεικνύουν και προβάλλουν την
αυστηρή σκηνοθετική γραμμή μαζί με τις διακριτικές μουσικές του Λόλεκ και την αμυδρή κίνηση της Κατερίνας Φωτιάδη. Ο Γιάννης Τσορτέκης (Κρέων) είναι ηθοποιός με μέγεθος και σθένος. Το αποδεικνύει και εδώ. Η Αντριάνα Ανδρέοβιτς, ο Δημήτρης Μαμιός, η Ηλέκτρα Μπαρούτα και -πιο αδύναμος- ο Δημήτρης Μαργαρίτης στηρίζουν την παράσταση. Η ίδια η σπουδαία Μαρία Πρωτόπαππα, ως ηθοποιός, προσθέτει το κύρος της αναλαμβάνοντας την Παραμάνα και το «ρόλο» της σκηνοθέτριας. Θα ήθελα να ξεχωρίσω την εξαίρετη Κίττυ Παϊταζόγλου, ιδανική «μικρή» Αντιγόνη, και τον Χρήστο Στέργιογλου που συνεισφέρει με το αφοπλιστικό χιούμορ του και την απολαυστική, αιφνιδιαστική
«ειδική» εκφορά του λόγου την οποία έχει υιοθετήσει -με το ρω που υποτίθεται ότι δεν μπορεί να προφέρει- στην ελάφρυνση της μαύρης ατμόσφαιρας του έργου και στην ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση της ειρωνείας του. Το φινάλε, με τους ηθοποιούς να κλείνουν οριστικά τα φερμουάρ των σάκων με τους νεκρούς, συγκλονιστικό. Μία παράσταση που με γοήτευσε και με συνεπήρε. Ελπίζω ότι θα έχει συνέχεια.
(Η παράσταση δεν διαθέτει έντυπο πρόγραμμα, μόνον ένα φλάιερ με τα απαραίτητα).
«Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν» (Υπόγειο), συμπαραγωγή «Kart Productions»-«Olympia Culture»-«Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν», 5 Μαΐου 2022.
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στην Μαρίκα που μου γνώρισε αυτή την «Αντιγόνη» και το «je vous déteste tous».
No comments:
Post a Comment