May 16, 2022

Στο Φτερό / Αυτοκτονία με το ζόρι

 
«Αυτόχειρ!» του Νικολάι Έρντμαν / Σκηνοθεσία Γιώργος Παπαγεωργίου.
 
Δεκαετία του 20, πρώτα σοβιετικά χρόνια, χρόνια ριζικών (;) κοινωνικών αλλαγών.  Νύχτα και ο Σεμιόν Σεμιόνοβιτς Ποντσεκάλνικοφ, άνεργος μικροαστός, και η Μαρία Λουκιάνοβνα -η Μάσα-, η γυναίκα του, η οποία δουλεύει σκληρά για να ζήσουν οι δύο τους και η μητέρα της Σεραφίμα που μένει μαζί τους, πέφτουν να κοιμηθούν. Του Σεμιόν δεν
του κολλάει ύπνος. Πεινάει. Το μυαλό του στο σαλάμι -αν έχει μείνει. Ξυπνάει -μεγάλη η αναισθησία του...- την κατάκοπη Μάσα, που έχει πέσει σαν βαρίδι στον ύπνο, για να του φέρει ένα σάντουιτς. Γίνεται καυγάς και ο Σεμιόν της λέει: 
«Μα τι θέλεις επιτέλους; Να πεθάνω;....Θα γίνει κι αυτό». Και φεύγει από το κρεβάτι. Και τον χάνουν. Και η Μάσα το εκλαμβάνει ως απειλή για αυτοκτονία και, με τη μάνα της, ξεσηκώνουν τον τόπο. Ο Σεμιόν επανεμφανίζεται σώος αλλά οι γυναίκες και ένας γείτονας το δένουν κόμπο ότι θέλει να αυτοκτονήσει. Και
προσπαθούν να τον...αποτρέψουν. Σε λίγο έχει διαδοθεί σε όλη την πόλη: ο Σεμιόν Σεμιόνοβιτς Ποντσεκάλνικοφ, όπου να ’ναι, αυτοκτονεί! Αυτή την «αυτοκτονία», όμως, κάποιος πρέπει να την καρπωθεί, δεν πρέπει να πάει χαμένη… Διάφοροι ενδιαφερόμενοι περνούν από το σπίτι του -ένας εκπρόσωπος της ιντελιγκέντσιας αλλά και ένας χασάπης, δύο κυρίες, ερωτικές αντίζηλοι, που τους συμφέρει να θεωρηθεί ότι αυτοκτόνησε για χάρη της μιας εκ των δύο, ώστε να κεντρίσουν τη ζήλια του κοινού εραστή τους, ένας
κλητήρας που αντιλαμβάνεται με τον τρόπο του τον μαρξισμό, ένας επίδοξος συγγραφέας αλλά και ένας παπάς -που ο καθένας τους του ζητάει να αφήσει αποχαιρετιστήρια επιστολή η οποία να αφορά τον εκάστοτε ενδιαφερόμενο για να τη χρησιμοποιήσει και του τάζουν λαγούς με πετραχήλιαΟ Σεμιόν γλυκαίνεται από τη μεταθανάτια δημοσιότητα και δόξα που του υπόσχονται και... πείθεται ότι θέλει να αυτοκτονήσει. Αντικαθιστά
το σαλάμι που έχει στην τσέπη του με ένα πιστόλι και έως και σε αποχαιρετιστήρια τελετή συμμετέχει πριν αποχωρήσει από τη ζωή. Δεν αποχωρεί, όμως. Απλώς μεθάει. Τον βρίσκουν τέζα από το πιοτό, τον βάζουν σε φέρετρο, τον ψέλνουν, η γυναίκα του ράβεται στα μαύρα αλλά, πριν από τον
ενταφιασμό του, ο Σεμιόν σηκώνεται και δηλώνει, προς αποτροπιασμό των ενδιαφερομένων που τον βρίζουν, ότι προτιμάει τη ζωή. Ο σοβιετικός -ρόσος, με ρίζες από τους Γερμανούς της Βαλτικής- Νικολάι Ρομπέρτοβιτς Έρντμαν έγραψε το έργο του «Ο αυτόχειρ!» (1928, πρώτο ανέβασμα εκτός Σοβιετικής Ένωσης 1969, πρώτο ανέβασμα στην Σοβιετική Ένωση 1982), μία
κατεδαφιστική μαύρη σάτιρα της πρώιμης σοβιετικής κοινωνίας, όταν ο Στάλιν είχε πια κυριαρχήσει, μετά το θάνατο του Λένιν. Μιας κοινωνίας αποπροσανατολισμένης που η Επανάσταση του 1917 όχι μόνο δεν είχε κατορθώσει να την
αναμορφώσει αλλά, εκτός από τις δυσκολίες επιβίωσης, την έπνιγε η διαφθορά, κληρονομημένη από αιώνες... παράδοσης. Το έργο απαγορεύτηκε, ο συγγραφέας του εξορίστηκε, αργότερα, στην Σιβιρία και, έστω και αν επανήλθε, ουσιαστικά, δεν ξανάγραψε για το θέατρο. «Ο αυτόχειρ!», στρέφεται ευθέως ενάντια σε κάθε έκφανση της σοβιετικής κοινωνίας,
ακολουθώντας δραματουργικά τη σωρευτική μέθοδο του «Επιθεωρητή» του Νικολάι Γκόγκολ από τον οποίο είναι πολύ επηρεασμένος ο Έρντμαν και, κατ’ επέκταση, του Αριστοφάνη, με τα διάφορα πρόσωπα που εμφανίζονται και, δορυφορικά, περιβάλλουν το κεντρικό πρόσωπο του Σεμιόν. Η σάτιρά του, άκρως ειρωνική, υπαινικτική, βαθμιαία καταλήγει στο γκροτέσκο. Στο γκροτέσκο στοιχείο του έργου βασίστηκε και ο σκηνοθέτης 
Γιώργος Παπαγεωργίου χρησιμοποιώντας, με δραματολόγο την Εύα Σαραγά, την παλαιότερη, πολύ καλή, μετάφραση του Κωστή Σκαλιόρα, την οποία έχει επεξεργαστεί δραματουργικά κάνοντας περικοπές και κάποιες εκσυγχρονιστικές προσθήκες -πιστεύω ότι ήταν μεγάλο λάθος να αφαιρεθεί η τελευταία, 
εκρηκτική, θεατρικότατη μικρή σκηνή, όπου ο κλητήρας φέρνει την είδηση ότι κάποιος αυτοκτόνησε -πραγματικά...- αφήνοντας σημείωμα ότι ακολουθεί το παράδειγμα του Ποντσεκάλνικοφ..., σκηνή που, απευθείας, παραπέμπει στην τελευταία σκηνή του γκογκολικού «Επιθεωρητή», όταν κάποιος φέρνει, μετά το σάλο που δημιούργησε η εμφάνιση του ψευτοεπιθεωρητή στην πόλη και η
αποκάλυψη της απάτης, την είδηση ότι, όντως, φτάνει ένας επιθεωρητής. Επιλέγοντας μία φόρμα βαριετέ με ένα τρίο τραγουδιστών που σχολιάζουν και συνδέουν τα δρώμενα, με πενταμελή ορχήστρα επί σκηνής και με άλλες τραγουδιστικές παρεμβάσεις. Η φόρμα αυτή μπορεί να αφαιρεί, κάπως, από το έργο την πολιτική του υπόσταση -που άλλωστε δεν αφορά το σήμερα-  αλλά του δίνει μία αμεσότητα και μία ζωντάνια χωρίς να το στερεί από ένα μελαγχολικό υπόβαθρο. Βέβαια, οι υπερβολικές εντάσεις -ειδικά στη σκηνή του «πάρτι», όπου χάνεται ο έλεγχος-, οι φωνές και οι μουσικές που συχνά καλύπτουν το λόγο και τον εμποδίζουν να φτάσει στην πλατεία είναι στα μείον. Τα σκηνικά -ένας «κλωβός» από τελάρα με κλείσιμο του ματιού στον κονστρουκτιβισμό της εποχής- και τα κοστούμια -ένας επιτυχής συγκερασμός διαφορετικών στιλ σε ένα χρωματικό 
όργιο- του Πάρι Μέξη, οι μουσικές των Γιώργου Δούσου και Δημήτρη Κλώνη, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και, κυρίως, η σημασίας αποφασιστικής για την παράσταση -ένας στρόβιλος- κίνηση που δίδαξε η Σεσίλ Μικρούτσικου εξυπηρετούν απόλυτα τη σκηνοθετική γραμμή. Όπως και η διανομή. Ξεχώρισα -εξαιρετικές, η μία καλύτερη από την άλλη- την Αγορίτσα Οικονόμου (Μαρία Λουκιάνοβνα), την Ναταλία Τσαλίκη (Σεραφίμα) και την Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη (σπαρταριστή Κλεοπάτρα) και τον λαμπερό -αλλά λίγο υπερτονισμένο- Νίκο Καρδώνη (Αριστάρκ). Ο ρόλος του Πατέρα Ίκλιτ μου φάνηκε πως δεν ταιριάζει στον καλό ηθοποιό Άγγελο Μπούρα -είναι «λίγος». Βέβαια, το μεγάλο κέρδος της παράστασης είναι η ερμηνεία, στο ρόλο-άξονα του Σεμιόν Σεμιόνοβιτς Ποντσεκάλνικοφ -που του πάει κουτί- του Μανώλη Μαυροματάκη -ο καλύτερός του ρόλος, κωμικό περίγραμμα πάνω σε δραματικό, απεγνωσμένο υπόστρωμα. Ο 
 
 
εγνωσμένης αξίας σεμνός ηθοποιός εδώ αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή ολκής, διακριτικών τόνων, που με παρέπεμψε σε ποιότητες Ντίνου Ηλιόπουλου. Ο Μανώλης Μαυροματάκης δεν παίζει αυτόν τον τραγικωμικό ανθρωπάκο, τον κακομοίρη, που, με όλα τα ελαττώματά του, αναδεικνύεται σε φορέα ζωής, ΕΙΝΑΙ ο Σεμιόν. Ο κλαυσίγελως με τον οποίο κλείνει την κεφάτη παράσταση αποτελεί μία στιγμή θεατρική που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Και την οποία, κάθε φορά που τη θυμάμαι, ανατριχιάζω (Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης).
 
(Διαμάντι, το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου-, με δύο, ειδικά γραμμένα, λαγαρά, εξαιρετικά κείμενα του Κωνσταντίνου Κυριακού και, κυρίως, της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια, που τοποθετούν, αντίστοιχα, τον Έρντμαν -με τους ομότεχνους σοβιετικούς συγχρόνους του- αφενός στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου, αφετέρου στην εποχή του και που σε πλουτίζουν, με άλλα διαφωτιστικά κείμενα και με την παιζόμενη πλήρη μετάφραση του έργου από τον Κωστή Σκαλιόρα).

Θέατρο «Rex» / Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», Εθνικό Θέατρο, 28 Απριλίου 2022.

No comments:

Post a Comment