«Ελένη» του Ευριπίδη / Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου.
Η (ωραία) Ελένη της Σπάρτης ουδέποτε υπήρξε μοιχαλίς. Μπορεί η Αφροδίτη να τη χάρισε ως έπαθλο στον Πάρι, όταν ο γιος του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου την επέλεξε ως την ωραιότερη, ανάμεσα στην Ήρα και την Αθηνά, στα «καλλιστεία» όπου οι τρεις θεές δοκίμασαν το γούστο του, αλλά το (ωραίο) σώμα που υποτίθεται ότι ο νέος απήγαγε
οικειοθελώς από την Σπάρτη, όπου η Ελένη βασίλευε πλάι στο σύζυγό της Μενέλαο, ήταν ένα είδωλο -ύπουλη δουλειά της Ήρας που έτσι εκδικήθηκε τον Πάρι για την επιλογή του. Αυτό το είδωλο, λέει -δηλαδή, ο εν Σικελία ποιητής Στησίχορος το πρωτοείπε στην «παλινωδία» του-, κουβάλησε στην Τροία και
γι αυτό το «αδειανό πουκάμισο» μακελεύτηκαν, επί δέκα χρόνια, Τρώες και Έλληνες που εκστράτευσαν κατά την Τροίας για να πάρουν πίσω την «Ελένη». Την Ελένη, την αυθεντική, η Ήρα την έστειλε, λέει, με τον Ερμή στον έμπιστό της βασιλιά της Αιγύπτου, τον Πρωτέα, να τη φυλάξει και να την προστατεύσει, μέχρι να γυρίσει ο Μενέλαος. Δέκα χρόνια ο Τρωικός Πόλεμος και άλλα επτά να παιδεύεται στις θάλασσες, τον Μενέλαο με το «τρόπαιό του», το είδωλο της Ελένης, τον ξεβράζει η θάλασσα ακριβώς στην
Αίγυπτο. Κρύβει την πολύτιμη, όπως πιστεύει, «Ελένη του» σε μία σπηλιά αλλά, έκπληκτος, βρίσκει μπροστά του την άθικτη Ελένη. Όταν αναγνωρίζονται, μαθαίνει τα καθέκαστα και ότι ο Πρωτέας έχει πεθάνει και στην Αίγυπτο βασιλεύει πια ο γιος του Θεοκλύμενος που επιθυμεί σφόδρα να κάνει την Ελένη δική του. Εκείνη, όμως, πιστή σύζυγος γαρ -υπόδειγμα η Ελένη!-, ανθίσταται και, για να τον αποφύγει, έχει καταφύγει, ως σε άσυλο,
στον τάφο του Πρωτέα. Και, ενώ μαθαίνουν ότι το είδωλό της από τη σπηλιά έχει αναληφθεί στους ουρανούς, καθότι άχρηστο πια, μηχανεύεται την απόδρασή τους στην Ελλάδα. Φιλοτιμούν και παίρνουν με το μέρος τους την αδελφή του Θεοκλύμενου, τη μάντισσα Θεονόη, η οποία ξέρει τα πάντα, για να μην προδώσει την άφιξη του Μενέλαου, και η αθώα μεν, πονηρή δε Ελένη υποκρίνεται στον βασιλιά ότι της έφτασε μήνυμα περί του θανάτου του συζύγου της -ότι πνίγηκε στη θάλασσα. Και, «απαρηγόρητη», ζητάει από τον Θεοκλύμενο -στον οποίο υπόσχεται πλέον, ως ελεύθερη χήρα, γάμο και του χρυσώνει το χάπι- πλοίο με κωπηλάτες και τα απαραίτητα για θυσία, ώστε να τιμήσει στη θάλασσα, μακριά από την ακτή -δήθεν κατά το «ελληνικό έθιμο»- τον πνιγμένο άντρα της.
Ο Θεοκλύμενος το χάφτει και το ζευγάρι το σκάει. Οι από μηχανής Διόσκουροι, αδέλφια της Ελένης, κατευνάζουν το μένος του Θεοκλύμενου που θέλει να τους καταδιώξει και να τιμωρήσει τη συνεργό αδελφή του και...
χάπι εντ. Ο Ευριπίδης στην «Ελένη» του (412 π.Χ) χρησιμοποιεί την εκδοχή του Στησίχορου και όπως διαμορφώθηκε από μεταγενέστερους αλλά, ευφάνταστος και τολμηρός, την πλάθει με τον τρόπο του: ανατρεπτικά και άκρως ειρωνικά αμφισβητώντας πολλά θέσφατα της εποχής του, όπως οι μάντεις. Τόσο που το έργο να χαρακτηρίζεται τραγωδία αλλά παρασάγγας να απέχει από την κλασική τραγωδία με τόσα ειρωνικά έως κωμικά στοιχεία που διαθέτει -ένα έργο που τέρπει το κοινό. Ο σκηνοθέτης
Βασίλης Παπαβασιλείου, εγκαταλείποντας τις μεταδραματικές αναζητήσεις του, επανήλθε σε ένα θέατρο ουσιαστικό μεν αλλά και τερπνό βρίσκοντας τον παλιό, καλό εαυτό του και το μοναδικό ειρωνικό, δηκτικό χιούμορ του: ακροάστηκε πολύ σωστά το έργο και με όργανο την υπέροχη, πεντακάθαρη -διαμάντι!- μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα, έστησε μία παράσταση εύφορη. Στα όρια της φάρσας. Αλλά καθόλου χοντρής φάρσας.
Με συνεργάτιδα σκηνοθέτρια και υπεύθυνη για τη δραματουργία την Νικολέτα Φιλόσογλου, κέντησε με ψιλοβελονιά το κείμενο, έχει βρει τις ανάσες του, έχει πετύχει ρυθμούς αφοπλιστικούς, έχει επινοήσει ευρήματα πανέξυπνα και κατεβάζει το αστείο ειρωνικά, μέσα από ελεγμένες πάσες και δεξιοτεχνικές φωνητικές μεταπτώσεις, ξέροντας να διδάξει
και να οδηγήσει, σ’ αυτό το αποτέλεσμα, υποδειγματικά τους ηθοποιούς του παρωδώντας το παλαιότερο ύφος παιξίματος τύπου Εθνικού Θεάτρου -ο «στομφώδης» προλογικός μονόλογος της Ελένης ή οι πληροφορίες που φέρνει ο Τεύκρος. Είχε, όμως, και
συνοδοιπόρους οι οποίοι συνέπλευσαν μαζί του σε μία ευτυχή συγκυρία: ο Άγγελος Μέντης έχει φιλοτεχνήσει ένα αξιαγάπητο μινιμαλιστικό, «αιγυπτιακής» αύρας σκηνικό -μίνι φοίνικες και πυραμίδες και ό,τι συνειρμικά μας παραπέμπει σε μία τουριστική Αίγυπτο-, έξοχα φωτισμένο από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, και συναρπαστικά -χρωματικά, ως υφή υφασμάτων και σχεδιαστικά- κοστούμια -της Θεονόης και μόνο, αριστούργημα!-, ο Άγγελος Τριανταφύλλου έγραψε αραβικών απόηχων
μουσικές που παίζονται με πολύ κέφι ζωντανά από έξι μουσικούς ενώ ο Δημήτρης Σωτηρίου σχεδίασε καίριες, «οριεντάλ», όπως τις λέγανε, χορογραφίες, τύπου επιθεώρησης πίστας, που εκτελούν με πολύ χιούμορ οι δεκαπέντε κυρίες του Χορού, οι οποίες, επίσης, τραγουδούν υπέροχα (ενορχήστρωση και μουσική διδασκαλία Γιώργος Δούσας, μουσική διδασκαλία Χρύσα Τουμανίδου). Αναχρονισμοί απολύτως επιτυχημένοι και
δικαιολογημένοι -και το σώβρακο του ναυαγού Μενέλαου και η γύμνια του Αγγελιαφόρου Β΄ που τον έχουν πετάξει στη θάλασσα- σε μία κεφάτη παράσταση με τραγούδια και χορούς -διότι και οι ηθοποιοί τραγουδούν και χορεύουν. Βέβαια, ο σκηνοθέτης είχε την ικανότητα να επιλέξει και μία εξαιρετική διανομή: η Έμιλυ Κολιανδρή, όμορφη, φωνή θαυμάσια, κίνηση άψογη, τάλαντο διαπιστωμένο από την αρχή που ξεκίνησε την πορεία της στο θέατρο, μέγεθος, με ευρεία γκάμα, με απολαυστική δεξιοτεχνία στην κωμωδία, δίνει
μία Ελένη σπαρταριστή. Τη συναγωνίζεται, στον πιο σύντομο αλλά σίγουρα αβανταδόρικο ρόλο της Θεονόης, η Αγορίτσα Οικονόμου. Ο Θέμης Πάνου τα δίνει όλα ως καυχησιάρης, περιαυτολόγος -το παλικάρι της φακής-, γελοίος αλλά ελεγχόμενα γελοίος, βλαξ αλλά ελεγχόμενα βλαξ Μενέλαος. Στο ίδιο πετυχημένο
μήκος κύματος, ο Θεοκλύμενος του Γιώργου Καύκα. Έκπληξη η αγνώριστη Έφη Σταμούλη ως αποστασιοποιημένη, με τα χέρια στη μέση, λαϊκή Γερόντισσα κερδίζει τις εντυπώσεις με λίγες ατάκες. Ο Δημήτρης Κολοβός (Αγγελιαφόρος Α΄), ο Άγγελος Μπούρας (Αγγελιαφόρος Β΄), ο απολαυστικός Τεύκρος του Δημήτρη Μορφακίδη, ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου (Θεράπων)
και οι ΝΙκόλας Μαραγκόπουλος και Ορέστης Παλιαδέλης ως Διόσκουροι συμπληρώνουν επάξια τη διανομή. Από το Χορό ας μου επιτραπεί να ξεχωρίσω, μεταξύ ίσων, την Άννα
Κυριακίδου στο πρώτο
στάσιμο -«Τ’ είναι θεός; Τι μη θεός; Και τι τ’ ανάμεσό τους;», καίρια, ευθεία αναφορά του μεταφραστή στον Σεφέρη και στην «Ελένη» του. Μία ιλαρή παράσταση. Με ζυγισμένη αίσθηση του μέτρου. Γέλασα με την ψυχή μου, μετά από πολύ καιρό, στο θέατρο. Όχι με ευκολίες αλλά μέσα από ένα λεπτό χιούμορ. Δείτε την παράσταση! Το ΚΘΒΕ θα πρέπει να την κρατήσει στο ρεπερτόριό του (Φωτογραφίες: Τάσος Θώμογλου).
(Πληρέστατο το, κατά ένα τμήμα του, δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά-, έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -επιμέλεια έκδοσης-ύλης Αιμιλία Καρακόκκινου. Καλόγουστο, με την πλήρη μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα, με τρία εξαιρετικά κείμενα του μεταφραστή, του σκηνοθέτη και της Στέλλας Παπαδημητρίου από το Γραφείου Δραματολογίου του ΚΘΒΕ («Η ‘Ελένη’ του Ευριπίδη: μυθολογικές ανατροπές και σκηνικές αποτυπώσεις») αλλά και άλλα, ιδιαίτερα διαφωτιστικά. Απόκτημα! Αγοράστε το οπωσδήποτε, ακόμα και αν δεν είδατε την παράσταση).
Θέατρο των Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», Βύρωνας, Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων» 2021, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 2 Σεπτεμβρίου 2021.
No comments:
Post a Comment