Ξεχρέωσε το πνιγμένο στα χρέη ΚΘΒΕ. Έφερε τον κόσμο πάλι στις αίθουσές του. Δούλεψε, μαζί με την αναπληρώτρια Μαρία Τσιμά και με την αμέριστη υποστήριξη του προέδρου Άρη Στυλιανού και των μελών του Δ.Σ., σαν το σκυλί. Πλούτισε το Κρατικό με δεκάδες παράλληλες δράσεις -και κοινωνικού περιεχομένου. Έδωσε πολλές και μεγάλες ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους -σκηνοθέτες, σκηνογράφους, ηθοποιούς... Μετακάλεσε διακεκριμένους καλλιτέχνες -πολλούς Θεσσαλονικιούς ή που μαθήτευσαν στην Θεσσαλονίκη. Μερικές παραστάσεις επί της θητείας του, όπως οι «Επτά επί Θήβας», λάμπρυναν το ΚΘΒΕ.
Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη θεώρησε σκόπιμο, επειδή, προφανώς, «δεν ήταν δικός της», να κόψει με το μαχαίρι τη δεύτερη τριετή θητεία του Γιάννη Αναστασάκη, καλλιτεχνικού διευθυντή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, στο τέλος του πρώτου χρόνου της. Και τον αντικατέστησε. Έχει ξαναγίνει αυτό -δεν είναι πρωτοφανές. Αλλά υπάρχουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, και κάποια συν -ή, μάλλον, κάποια πλην... Το διέπραξε η υπουργός -που ευαγγελιζόταν τη «συνέχεια»- χωρίς ούτε μια προηγούμενη επαφή μαζί του, χωρίς ούτε ένα τηλεφώνημα, χωρίς ούτε μια προειδοποίηση, χωρίς να του εκφράσει ούτε ένα, τυπικό έστω, ευχαριστώ. Μ’ ένα στεγνό, ξερό, άκομψο δελτίο Τύπου που ανακοίνωνε τη «νέα διοίκηση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος». Λίγες ώρες μετά το χαιρετισμό της, στα εγκαίνια της έκθεσης «Ελληνική Μόδα-100 χρόνια έμπνευσης και δημιουργίας», στον «Ελληνικό Κόσμο», όπου ανενδοίαστα, ανερυθρίαστα, χωρίς κανένα πρόσχημα και χωρίς καμιά αναστολή, είχε, άνευ λόγου, βρει την ευκαιρία ν’ αναφερθεί -σλουρπ, σλουρπ...-στη «διεθνούς απήχησης επιχειρηματικότητα της Μαρέβας Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη, που βασίζεται στη νεωτεριστική αντίληψη για την παράδοση». Τόση αγένεια, τόση χυδαιότητα, τόση γαϊδουριά, τόση έλλειψη πολιτισμού από υπουργό αρμόδια για τον ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ μας δε μου ’χει ματατύχει. Μωρέ, μπράβο...
Ο Γιάννης Αναστασάκης κι η Μαρία Τσιμά, άνθρωποι ζεστοί, ήμεροι, σεμνοί, ευγενικοί, αποχωρούν απ’ το ΚΘΒΕ με το κεφάλι ψηλά. Η κυρία υπουργός μάλλον θα ’πρεπε να το σκύψει, αλλά μπαααα...
Τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει στον τόπο αυτό, τίποτα...
Κάθε επιτυχία εύχομαι στον αντικαταστάτη, νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ, συνταξιούχο ηθοποιό του ΚΘΒΕ Νίκο Κολοβό -ο γιος του, απ’ την επίσης ηθοποιό Λίνα Λαμπράκη που δεν υπάρχει πια, Γιώργος Κολοβός, ηθοποιός κι αυτός, ανήκει στο δυναμικό του ΚΘΒΕ, αυτόν τον καιρό, μάλιστα, παίζει στο «Μόλι Σουίνι», το αριστούργημα του Μπράιαν Φριλ που ’χει ανεβάσει η Γλυκερία Καλαϊτζή στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Α, μια κι είπαμε για Μαρέβα Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη... ΕΙΔΑΤΕ τις νέες στολές των ταξιθετών/-τριών της Λυρικής, χορηγία της «Zeus and Dione»;;;; Αν δεν τις είδατε, χάνετε. Αλλά, αν δεν τις είδατε, και τα λόγια είναι φτωχά για να σας τις περιγράψουν...
Πάω στην «Εναλλακτική Σκηνή», στην «Αμίλητη», βλέπω κάτι σερβιτόρους, με κάτι λευκά κρουαζέ πουκάμισα, κάτι που πέφτουν σαν πανιά τσαλακωμένα στην πλάτη, λέω «κάτι της σκηνοθεσίας θα ’ναι». Ή κάποια δεξίωση χορηγού, τώρα θα πάρουν και τους δίσκους με τα σουβλάκια να μας τρατάρουν. Μπα! Οι ταξιθέτες ήταν! Speachless, που λέμε...
Πάω στην «Υπνοβάτιδα», στην Σκηνή «Νιάρχος», που ’χα συνέλθει κάπως απ’ το πρώτο σοκ, τους πρόσεξα καλύτερα: μάλλον προς μαρμιτόνια φέρνουν (απ’ τον παλιό «Βαπτιστικό» της Λυρικής έχω μάθει τη λέξη -«μπαλέτο με τα μαρμιτόνια», σε χορογραφία Άγγελου Γριμάνη-, για τους παραμάγειρους πρόκειται). Ένας φίλος πάλι μου ’πε πως νοσοκόμες χειρουργείου τού θύμισαν. Τι να πω;
Κάνω υπομονή να δω και τα σακάκια που δεν τα ’χαν φορέσει ακόμα -δεν ήταν, λέει, έτοιμα... Εύχομαι υπομονή και στα παιδιά που τους τη φόρεσαν τη χορηγούμενη στολή...
Εγράφησαν, μεταξύ άλλων, δια χειρός καλλιτέχνη, παρακαλώ, και νυν δημάρχου για την απομυθοποιητική παρέμβαση/«παρέλαση», στην «ηρωική και πένθιμη» σχολική παρέλαση του Δήμου του, την 28η Οκτωβρίου, της ομάδας κοριτσιών: «[...] μερίδα γελοίων υποκειμένων [...]» και «[...] Η ταυτοποίηση αυτών των αξιολύπητων νεαρών κοριτσιών έχει ξεκινήσει καθώς ο Δήμος υποχρεούται να υπερασπιστεί στο ακέραιο την αξιοπρέπειά του» (την ποιαααα;). Δε διευκρινίζεται, εφόσον και όταν ταυτοποιηθούν, αν θα εκτελεστούν. Ίσως στο χώρο του πρώην στρατοπέδου της ΕΣΑ, στην Νέα Φιλαδέλφεια; Συμβολικά, ε; Είναι μια ιδέα. Αξιολύπητη, δε λέω.
Έκανε λάθος -το πρώτο του, ελπίζω και το τελευταίο- και νομίζω χοντρό ο Δημήτρης Λιγνάδης. Με την ονοματοδοσία, αμέσως μόλις ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, της Αίθουσας του Ισόγειου του «Rex» σε Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη».
Εδώ και χρόνια, μετά τη μετονομασία της Νέας Σκηνής, στο «Τσίλερ», σε Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», με δεδομένο ότι το Εθνικό διέθετε, ήδη, στο «Rex», Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» -δικαίως, καθώς η Κοτοπούλη, αν και μόνο μια φορά συνεργάστηκε με το Εθνικό (Κλυταιμνήστρα στην «Ορέστεια» του ’49 του Ροντήρη), εκείνη ήταν που δημιούργησε το θέατρο αυτό, το «Rex»- και Σκηνή «Κατίνα Παξινού», επίσης δικαίως, σκεφτόμουνα και το ’χα γράψει, πως υπήρχαν πρόσωπα που πέρασαν και τίμησαν το Εθνικό απ’ τα πόστα του σκηνοθέτη, του καλλιτεχνικού διευθυντή, του ηθοποιού, του ενδυματολόγου... και που ’γραψαν ιστορία εκεί: Φώτος Πολίτης, Δημήτρης Ροντήρης, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Αιμίλιος Βεάκης -ο μέγιστος-, Ελένη Παπαδάκη, Βάσω Μανωλίδου, Αλέξης Μινωτής, Αντώνης Φωκάς... Δε θα ’πρεπε να προηγηθούν;
Δεν το κατάλαβε ο Δημήτρης Λιγνάδης ότι η κίνηση αυτή θα μετρούσε πολιτικά κι όχι καλλιτεχνικά; Το Εθνικό έχει κι άλλες Σκηνές χωρίς όνομα, φουαγιέ, αυλή, θέατρο κι αίθουσες στη δραματική σχολή του... Δε θα μπορούσαν να πάρουν τα ονόματα κι άλλων;
Ο Δημήτρης Λιγνάδης βιάστηκε. Κι απ’ όλους αυτούς επέλεξε -δικαίως, δε λέω, ήταν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες και τις φωτογραφίες που ’χουν σωθεί, σπουδαία ηθοποιός, έχει γράψει, το ’πα, ιστορία στο Εθνικό- την Ελένη Παπαδάκη, χωρίς μια έξυπνη, «εξισορροπητική» κίνηση.
Ήταν-δεν ήταν πολιτική η επιλογή του, έγινε αφορμή, πριν καλά-καλά ξεκινήσει τη θητεία του, για έναν πόλεμο που ξεσηκώθηκε. Και που τον πυροδότησε μια επαίσχυντη ανακοίνωση του Δ.Σ. του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, που ζητάει ανάκληση (!!!) της ονοματοδοσίας, στεγνά και στυγνά, προσβάλλοντας τη μνήμη τεθνεώτος: « [...] παρότι ταλαντούχα καλλιτέχνιδα, αποτελεί έως τις μέρες μας μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα». (Ας μην πιάσουμε τα ονόματα παλαιών που άσκεπτα αναφέρει γιατί κι εκεί θα βρούμε «αμφιλεγόμενες προσωπικότητες»...). Ακολούθησε και συνεχίζεται μια αναμόχλευση των εμφύλιων παθών συνοδευόμενη από αμετροέπεια, ανακρίβειες, ψέματα, βρισιές, χυδαιολογίες... ΚΑΙ από τις δυο πλευρές. Που διεκδικούν το αλάθητο. Και αναρωτιέμαι: ο Εμφύλιος δεν έχει τελειώσει το 1949; Εβδομήντα χρόνια δεν ειν’ αρκετά;
Θέλω να πιστεύω πως ο Δημήτρης Λιγνάδης που ανήκει στους σεβαστικούς ανθρώπους δε θα μείνει αποκλειστικά στην ονοματοδοσία αυτή. Και πως θα συνεχίσει στον ίδιο δρόμο, αποδεικνύοντας ότι τιμάει τους ανθρώπους του παρελθόντος του Εθνικού, με κριτήρια καλλιτεχνικά κι όχι πολιτικά. Πολλούς θ’ αποστομώσει έτσι.
Σπουδαία ηθοποιός. Η Μάνια Παπαδημητρίου. Στην πρώτη γραμμή -κι όχι μόνο της γενιάς της. Με γκάμα απεριόριστη -κάνει άριστα από τραγωδία και δράμα μέχρι μπουλβάρ και κωμωδία, όπου και είναι απολαυστική. Απορώ, και πάλι, πώς το Εθνικό θέατρο -τόσοι και τόσοι καλλιτεχνικοί διευθυντές έχουν περάσει...- δεν την έχει καλέσει στους κόλπους του...
Γι άλλη μια φορά διαπίστωσα τις ικανότητές της και το μέγεθός της και τον ψυχισμό της βλέποντάς την στο «Τόπος Αλλού». Να ερμηνεύει -για δεύτερη σεζόν- Κυρία Φρόλα στο «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε, διαφορετικά κάντε ένα Google», δραματουργική επεξεργασία του Νίκου Καμτσή, που υπέγραφε και τη σκηνοθεσία, στο έργο του Λουίτζι Πιραντέλο «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε».
Καθαρή παράσταση, δε λέω, ενδιαφέρον έργο, έχω αρχίσει ν’ αναθεωρώ τις απόψεις μου για «ξεπερασμένο Πιραντέλο» αλλά δεν κατάλαβα γιατί ο διασκευαστής/σκηνοθέτης, για να ερμηνεύσει τη φιλοσοφία του Πιραντέλο, έμπλεξε, ντε και καλά, τη Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν. Ναι, μπορούν να συσχετιστούν, αλλά το βρήκα πληκτικό κι αντιθεατρικό ο Λαουντίζι του έργου, κάθε τόσο, να διακόπτει τη ροή για να επεξηγήσει «επιστημονικά» το συσχετισμό.
Κι οι υπόλοιποι της διανομής μπορεί να προσπαθούσαν αλλά μπροστά στην Μάνια Παπαδημητρίου φαίνονταν σα φιλότιμοι μαθητές.
«Αντιγόνη / αυτό τουλάχιστον το μπορώ» θα ’ναι ο τίτλος της παράστασης που ετοιμάζει ο Κώστας Μπάρας με την ομάδα του «Hashart Theater Group» για το Κ(έντρο)Ε(λέγχου)Τ(ηλεοράσεων).
Η παράσταση θα βασίζεται σε µια συλλογή κειµένων που, με άξονα την Αντιγόνη, εκφράζουν διαφορετικές απόψεις κοινωνικής κριτικής και µέσα απ’ τα οποία ο Σοφοκλής και ο Ανούιγ συναντιούνται µε τον Κοκτό, τον Μπρεχτ, τον Κεμάλ Ντεμιρέλ -τούρκο συγγραφέα που ’χει, επίσης, γράψει μια «Αντιγόνη»-, τον Γιάννη Ρίτσο κι άλλους.
«Μέσα απ’ τη μίξη των διαφόρων και διαφορετικών υλικών θέλουμε», σημειώνεται απ’ την ομάδα, «να δώσουμε μια όψη του σύγχρονου δυτικού κόσμου που, αν και φαίνεται ότι κρατιέται ακέραιος, στην ουσία τρώει τις σάρκες του παλεύοντας να μην καταρρεύσει. Αυτό το γενναίο κορίτσι δεν είναι μια φιγούρα σε βάθρο ήρωα. Είναι ανθρώπινη, φοβάται το θάνατο, παλεύει με τον εαυτό της και μιλάει για όλες τις αποχρώσεις της ψυχής της σπαρακτικά. Αλλά η ανθρώπινη φύση μπορεί να εμπεριέχει την υποταγή, ευτυχώς, όμως, και την επανάσταση.
Αυτός ο κόσμος της απάτης, της διαφθοράς, της λεηλασίας είναι έργο των ανθρώπων και όσοι τολμούν να του αντισταθούν βρίσκονται στο έλεος μιας απόλυτης κι ανελέητης εξουσίας. Η Αντιγόνη είναι τραγική όχι γιατί θα πεθάνει, αλλά γιατί δεν έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει την πορεία των γεγονότων. Η λύτρωση είναι ανέφικτη αλλά το μήνυμα είναι σαφές και διαρκές. Επαναστατεί επειδή ασφυκτιά σ’ έναν κόσμο που δεν την αφήνει να ζήσει ανθρώπινα. Αρνείται όχι απλά να υποταχτεί στην εξουσία, αλλά και να παίξει το παιχνίδι της, να γίνει μέρος ενός σάπιου συστήματος. Η νεότητα και το γήρας, η ομορφιά κι η ασχήμια, η δύναμη κι η αδυναμία, το δίκαιο και το άδικο αντιπαραβάλλονται για να ξεσκεπάσουν μια κοινωνία φοβισμένη, βουτηγμένη στον ατομικισμό και τη διαφθορά, μια κοινωνία σε σημείο μηδέν.
H ‘Αντιγόνη’ σήμερα, από μια μεριά, λειτουργεί σαν ένα μνημείο. Είναι μια αξεπέραστη τραγωδία που μιλάει και θα μιλάει σ’ όλους τους ανθρώπους που γνωρίζουν κι αποδέχονται τη δημοκρατία ως ένα δίκαιο πολίτευμα. Απ’ την άλλη μεριά, σε μαύρες περιόδους βαθύτατου εκφασισμού, που πλησιάζουν εφιαλτικά πια, είναι ήδη στην Ευρώπη, πολλά απ’ τα θέματα που τίθενται στην τραγωδία δεν είναι καθόλου αυτονόητα, όπως, για παράδειγμα, αν ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα ν’ αντιδράσει σ’ αυτό που θεωρεί άδικο ή είναι τελεσίδικα υπόδουλος σε κάθε μορφής οικονομική κι ολιγαρχική εξουσία».
Τη δραματουργία υπογράφει η ομάδα, τα σκηνικά και τα κοστούμια ο Γιώργος Λυντζέρης, τους φωτισμούς ο Παναγιώτης Μανούσης και τις χορογραφίες ο Φώτης Νικολάου. Παίζουν: Ηλέκτρα Κομνηνίδου, Ελένη Κουταλώνη, Σταύρος Λιλικάκης, Τρύφων Μπάρκας.
Η πρεμιέρα, στις 11 Ιανουαρίου (Φωτογραφία 2: Yannis Priftis).
Γιατί ν’ ανεβάσουν τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν»; Γιατί το έργο το ’χει γράψει ο Μπρεχτ; Είδα την παράσταση στο «Θησείον» -παίζεται, επίσης, για δεύτερη σεζόν, σκηνοθεσία Νικορέστης Χανιωτάκης. Μου φάνηκε τόσο πρόχειρη, τόσο αντιμπρεχτική, τόσο χύμα, με μια διανομή καθόλου προσεκτικά συγκροτημένη, με την Πέγκυ Τρικαλιώτη, ηθοποιό με ικανότητες, να παίζει την Σεν Τε ζορισμένα, με υπερδραματικές κραυγές και στην τονικότητα «ξεφωνίζω» να ’ναι κουρδισμένος όλος ο θίασος. Μόνον ο Νίκος Πουρσανίδης-Γιανγκ Σουν δείχνει να ξεφεύγει απ’ την παγίδα (Φωτογραφία: Αγγελική Κοκκοβέ).
Γι άλλη μια φορά θα βρεθώ απέναντι στην πλειονότητα -τη συντριπτική πλειονότητα. Μακριά απ’ το... αγριεμένο πλήθος. Κοινού, κριτικής, δημοσιογράφων...
Δεν έχω βρει πολλούς που δεν τους άρεσε ο τσεχοφικός «Θείος Βάνιας» που ανέβασε, πέρσι, στο ΚΕΤ, η Μαρία Μαγκανάρη και, φέτος, «υιοθετημένος» απ’ το «Θέατρο του Νέου Κόσμου», μεταφέρθηκε και παίζεται στο «Bios» («Main»). Βρήκα την παράσταση σεβαστική αλλά επιφανειακή, μ’ αστοχίες στη διανομή, εύκολη. Κι η μεταμοντέρνα αισθητική της καθόλου δε με κέρδισε
-εκείνο το μαύρο κοντοπαντέλονο του Βάνια-Κώστα Κουτσολέλου, συνδυασμένο με μαύρα μποτάκια και μαύρες καλτσούλες, αποτρεπτικό το βρήκα... Στη διανομή υπάρχουν καλοί/καλές ηθοποιοί που εκτιμώ αλλά να πω ότι κάποιος μ’ ενθουσίασε, ψέματα θα πω.
Με κορυφαίο λάθος, πιστεύω, να χρησιμοποιηθεί η -έξοχη- μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη για τη δεδομένη γραμμή και διανομή. Πώς ν’ αποδεχτώ ν’ ακούω και να βλέπω την ίδια την Μαρία Μαγκανάρη, νένα Μαρίνα -μαύρο παντελόνι φόρμας, με ρίγες στο πλάι κι άνιμαλ πριντ μπλουζάκι- να μονολογεί «με σφάζουν τα πόδια μου...» ή ν’ αποκαλεί τον περίπου συνομήλικό της, μπορεί και μεγαλύτερό της Γιωργή Τσαμπουράκη-Άστροφ «γιε μου»;
Με κορυφαίο λάθος, πιστεύω, να χρησιμοποιηθεί η -έξοχη- μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη για τη δεδομένη γραμμή και διανομή. Πώς ν’ αποδεχτώ ν’ ακούω και να βλέπω την ίδια την Μαρία Μαγκανάρη, νένα Μαρίνα -μαύρο παντελόνι φόρμας, με ρίγες στο πλάι κι άνιμαλ πριντ μπλουζάκι- να μονολογεί «με σφάζουν τα πόδια μου...» ή ν’ αποκαλεί τον περίπου συνομήλικό της, μπορεί και μεγαλύτερό της Γιωργή Τσαμπουράκη-Άστροφ «γιε μου»;
Αλλά τι να λέω τώρα; Η -συντριπτική- πλειοψηφία έχει ήδη μιλήσει.
(Παιδιά, συγγνώμη, αλλά έχω δει τον «Θείο Βάνια» του Λευτέρη Βογιατζή, την, κατά τη γνώμη μου, ελληνική παράσταση-μοντέλο «κωμωδίας» του Τσέχοφ, έχω δει και τον «Θείο Βάνια» του Αντρέι Κοντσαλόφσκι στο σινεμά, οπότε βαρύνομαι με παλιές, ασήκωτες «αμαρτίες»...).
Εξαιρετικός ηθοποιός ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης. Γκραν ρολίστας της νεότερης γενιάς. Έχω σιγουρευτεί πια. Η πεποίθηση μου ενισχύθηκε βλέποντάς τον στο «104» να κρατάει -για δεύτερη σεζόν, η παράσταση επαναλαμβάνεται-, αδρά, δυναμικά, ουσιαστικά το ρόλο-άξονα του Αλεξέι Ιβάνοβιτς στον «Παίκτη». Ηθοποιός πλήρης, μεστός. Δε θα μπορούσα να πω το ίδιο για την παράσταση της Σοφίας Καραγιάννη. Τη θεατρική συμπύκνωση της νουβέλας μάλλον ως συρρίκνωση την εισέπραξα. Με τους υπόλοιπους ηθοποιούς να προσπαθούν αλλά χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Κι αυτή η μιζέρια στην όψη... Ξέρω: με τι λεφτά; Αλλά έχω κουραστεί πια (Φωτογραφία: Χριστίνα Φυλακτοπούλου).
Έχω διαβάσει το μεταφρασμένο απ’ τον Ηλία Μαγκλίνη βιβλίο -μια φίλη αγαπημένη μάς το χάρισε- του Αμερικανού Ντέιβιντ Πλαντ «Ο αγνός εραστής» -χρονικό της ερωτικής σχέσης του με τον έλληνα ποιητή κι εκδότη Νίκο Στάγκο, γραμμένο μετά το θάνατο του δεύτερου, στη μνήμη του οποίου μοιάζει να ’ναι ταμένος ο Ντέιβιντ Πλαντ. Ένα βιβλίο ειλικρινές, κάποιες στιγμές βαθιά συγκινητικό, κάποιες στιγμές αμήχανο κι εύκολο.
Στο «Δώμα» του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου», ο Άρης Λάσκος θέλησε να το μεταφέρει στη σκηνή -παίζεται για δεύτερη σεζόν. Το βιβλίο είναι ανεβασμένο με συγκίνηση, μοιρασμένο σε τέσσερις «φωνές»/ηθοποιούς, όμως φοβάμαι ότι αποδυναμώνεται απ’ την απόφαση οι δυο απ’ τις φωνές να ’ναι γυναικείες -κι ας είναι η Κατερίνα Πατσιάνη, κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη απ’ τους τέσσερις. Ναι, «η αγάπη είναι πέρα από φύλα και χρόνους», αλλά νομίζω ότι η απόφαση μετατοπίζει το κέντρο βάρους του βιβλίου.
No comments:
Post a Comment