«Tristia» του Φιλίπ Ερσάν / Σύνολο της Ορχήστρας «musicAeterna» και Χορωδία «musicAeterna» / Μουσική διεύθυνση: Θεόδωρος Κουρεντζής.
Το Φεστιβάλ «Σκιές και Φώτα», στο Αβαείο του Κλερβό, στη βορειοανατολική Γαλία, που για πολλά χρόνια είχε μετατραπεί σε φυλακή μέχρι που οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν σε παρακείμενο κτίριο, ανέθεσε σε συνθέτες να γράψουν χορωδιακά έργα πάνω σε στίχους φυλακισμένων συνδέοντας, με αυτόν τον τρόπο, τους ιστορικούς σταθμούς του Αβαείου -της έδρας του. Ανάμεσά τους, ο Γάλος Φιλίπ Ερσάν. Έτσι προέκυψε το έργο του (2013)
«Στιγμές όρια». Ο έλληνας αρχιμουσικός Θεόδωρος Κουρεντζής που το άκουσε ζήτησε από το συνθέτη να το επεκτείνει με ποιήματα ρόσων κρατουμένων, είτε του ποινικού δικαίου είτε κρατουμένων πολιτικών, εκτοπισμένων από το σταλινικό καθεστώς -μερικοί, διακεκριμένοι ποιητές, όπως ο Όσιπ Μαντελστάμ που πέθανε σε
στρατόπεδο ή ο Βαρλάμ Σαλάμοφ που επέζησε. «Tristia» («Πένθιμα άσματα») είναι ο τίτλος της νέας εκδοχής (2016) του έργου. Χρησιμοποιώντας ένα ορχηστρικό σύνολο μικρό αλλά μία μεγάλη, μεικτή χορωδία ο Φιλίπ Ερσάν, με αναφορές του τις «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων» του Ντοστογιέφσκι και τη μεταφορά του μυθιστορήματος σε όπερα, με τον ίδιο τίτλο, από τον Γιανάτσεκ, έχει συναρμόσει στιχάκια απλοϊκά αλλά συγκινητικά στην αλήθεια τους και εκ βαθέων με, επίσης, εκ βαθέων υψηλή ποίηση,
ακολουθώντας σύγχρονα μουσικά ιδιώματα, σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον είδος ορατορίου που, χωρισμένο, όπως η «Κόλαση» του Ντάντε, σε έξι κύκλους, αποπνέει μελαγχολία, θλίψη, νοσταλγία, πόθο για ελευθερία. Ο μαέστρος Θεόδωρος Κουρεντζής, με ένα μικρό σύνολο από την Ορχήστρα του «musicAeterna» και με τη μεγάλη μεικτή Χορωδία «musicAeterna», έδωσε φτερά στο έργο: δεν το διηύθυνε, το σκηνοθέτησε. Διότι περί σκηνοθεσίας επρόκειτο. Στην οποία ο αρχιμουσικός είχε φροντίσει και την κίνηση και τους φωτισμούς. Σε διαρκή κινητικότητα, χορωδοί και μουσικοί κατέβαιναν στους διαδρόμους της πλατείας, έτρεχαν γύρω από τον μαέστρο, συγκεντρώνονταν γύρω του, αραίωναν, διακτινίζονταν στα θεωρεία, γκρουπάρονταν, κεράκια στα χέρια, σλάιντς από
φωτογραφίες σήμανσης κρατουμένων, πανώ ΑΔΗΣ στα χέρια, ορμούσαν μετωπικά στο προσκήνιο, μέσα στο ημίφως ή, ξαφνικά, μέσα σε άπλετο φως, με τους προβολείς να μας τυφλώνουν -«εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω»... Αλλά, πάντα, ακολουθώντας τους ρυθμούς του Ερσάν, πάντα στο πνεύμα των στίχων -μία συνεχής ροή. Δεν έρεε μόνον η μουσική, έρεε το όλο σκηνικό, παραστασιακό αποτέλεσμα. Θα μπορούσα επί ώρα να μιλώ για τον υπέροχο ήχο των οργάνων, θα μπορούσα να μιλώ για τον ήχο, τον ζεστό, τον ρόσικο, τον μεστό της χορωδίας (διευθυντής, ο Βιτάλι Πολόνσκι), για την εσωτερικότητα που έχει κατακτήσει, για τον ψίθυρο των ημιτονίων της. Ο Θεόδωρος Κουρεντζής που δημιούργησε αυτή την ορχήστρα και αυτή τη
χορωδία από το πλούσιο υλικό που διαθέτει, βέβαια, η Ροσία αλλά ουσιαστικά εκ του μηδενός, στο μακρινό, παγωμένο Βλαντιβοστόκ, ένας εμπνευσμένος και μεγάλης πνοής, ιδιαίτερος αρχιμουσικός, μπορεί πλέον να απολαμβάνει την επιτυχία του -το κοινό τούς αποθέωσε σε ένα έργο άγνωστό του και καθόλου «εύκολο», που, ίσως, με άλλες συνθήκες, θα το έβρισκε αδιάφορο- και εμείς απολαύσαμε μία συναρπαστική, μαγική «σκηνοθετημένη» συναυλία.
«Στιγμές όρια». Ο έλληνας αρχιμουσικός Θεόδωρος Κουρεντζής που το άκουσε ζήτησε από το συνθέτη να το επεκτείνει με ποιήματα ρόσων κρατουμένων, είτε του ποινικού δικαίου είτε κρατουμένων πολιτικών, εκτοπισμένων από το σταλινικό καθεστώς -μερικοί, διακεκριμένοι ποιητές, όπως ο Όσιπ Μαντελστάμ που πέθανε σε
στρατόπεδο ή ο Βαρλάμ Σαλάμοφ που επέζησε. «Tristia» («Πένθιμα άσματα») είναι ο τίτλος της νέας εκδοχής (2016) του έργου. Χρησιμοποιώντας ένα ορχηστρικό σύνολο μικρό αλλά μία μεγάλη, μεικτή χορωδία ο Φιλίπ Ερσάν, με αναφορές του τις «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων» του Ντοστογιέφσκι και τη μεταφορά του μυθιστορήματος σε όπερα, με τον ίδιο τίτλο, από τον Γιανάτσεκ, έχει συναρμόσει στιχάκια απλοϊκά αλλά συγκινητικά στην αλήθεια τους και εκ βαθέων με, επίσης, εκ βαθέων υψηλή ποίηση,
ακολουθώντας σύγχρονα μουσικά ιδιώματα, σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον είδος ορατορίου που, χωρισμένο, όπως η «Κόλαση» του Ντάντε, σε έξι κύκλους, αποπνέει μελαγχολία, θλίψη, νοσταλγία, πόθο για ελευθερία. Ο μαέστρος Θεόδωρος Κουρεντζής, με ένα μικρό σύνολο από την Ορχήστρα του «musicAeterna» και με τη μεγάλη μεικτή Χορωδία «musicAeterna», έδωσε φτερά στο έργο: δεν το διηύθυνε, το σκηνοθέτησε. Διότι περί σκηνοθεσίας επρόκειτο. Στην οποία ο αρχιμουσικός είχε φροντίσει και την κίνηση και τους φωτισμούς. Σε διαρκή κινητικότητα, χορωδοί και μουσικοί κατέβαιναν στους διαδρόμους της πλατείας, έτρεχαν γύρω από τον μαέστρο, συγκεντρώνονταν γύρω του, αραίωναν, διακτινίζονταν στα θεωρεία, γκρουπάρονταν, κεράκια στα χέρια, σλάιντς από
φωτογραφίες σήμανσης κρατουμένων, πανώ ΑΔΗΣ στα χέρια, ορμούσαν μετωπικά στο προσκήνιο, μέσα στο ημίφως ή, ξαφνικά, μέσα σε άπλετο φως, με τους προβολείς να μας τυφλώνουν -«εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω»... Αλλά, πάντα, ακολουθώντας τους ρυθμούς του Ερσάν, πάντα στο πνεύμα των στίχων -μία συνεχής ροή. Δεν έρεε μόνον η μουσική, έρεε το όλο σκηνικό, παραστασιακό αποτέλεσμα. Θα μπορούσα επί ώρα να μιλώ για τον υπέροχο ήχο των οργάνων, θα μπορούσα να μιλώ για τον ήχο, τον ζεστό, τον ρόσικο, τον μεστό της χορωδίας (διευθυντής, ο Βιτάλι Πολόνσκι), για την εσωτερικότητα που έχει κατακτήσει, για τον ψίθυρο των ημιτονίων της. Ο Θεόδωρος Κουρεντζής που δημιούργησε αυτή την ορχήστρα και αυτή τη
χορωδία από το πλούσιο υλικό που διαθέτει, βέβαια, η Ροσία αλλά ουσιαστικά εκ του μηδενός, στο μακρινό, παγωμένο Βλαντιβοστόκ, ένας εμπνευσμένος και μεγάλης πνοής, ιδιαίτερος αρχιμουσικός, μπορεί πλέον να απολαμβάνει την επιτυχία του -το κοινό τούς αποθέωσε σε ένα έργο άγνωστό του και καθόλου «εύκολο», που, ίσως, με άλλες συνθήκες, θα το έβρισκε αδιάφορο- και εμείς απολαύσαμε μία συναρπαστική, μαγική «σκηνοθετημένη» συναυλία.
11 Νοεμβρίου 2019.
Κοντσέρτο για χορωδία του Άλφρεντ Σνίτκε / Χορωδία «musicAeterna» και Βυζαντινή Χορωδία «musicAeterna» / Μουσική διεύθυνση: Θεόδωρος Κουρεντζής.
Η δεύτερη συναυλία ανήκε, σύμφωνα με το πρόγραμμα, αποκλειστικά στην Χορωδία «musicAeterna». Το αποκλειστικό έργο του προγράμματος ήταν το τετραμερές Κοντσέρτο για (μικτή) χορωδία (1984-1985, πρώτη πλήρης εκτέλεση 1986) του Γερμανοσοβιετικού Άλφρεντ Σνίτκε. Ακολουθώντας τη φόρμα θρησκευτικής μουσικής -το χορωδιακό κοντσέρτο- που ευδοκίμησε στην Ροσία από το μέσο του 17ου αιώνα, μετά την εισπήδηση της δυτικής μουσικής πολυφωνίας στην ορθόδοξη -βυζαντινή- παράδοση της ροσικής εκκλησιαστικής μουσικής δημιουργώντας μία καινούργια παράδοση, μέχρι την αρχή του 19ου και που τίμησαν και μεταγενέστεροι συνθέτες, ο Σνίτκε έχει συνθέσει ένα κατανυκτικό, βαθιάς πνευματικότητας έργο για χορωδία α καπέλα πάνω σε κείμενα από το μυστικιστικό «Βιβλίο των πένθιμων ασμάτων» του αρμένιου ποιητή του 10ου αιώνα Αγίου Γρηγορίου του Ναρεκηνσίου (Νάρεκ). Ο Θεόδωρος Κουρεντζής οδήγησε, και
στη συναυλία αυτή, τη χορωδία, μέσα από τη λιτότητα, χωρίς σκηνοθετικά ευρήματα, χωρίς κίνηση αυτή τη φορά, σε μία βαθιά, κατανυκτική εκτέλεση -την εκτέλεση που του υπέβαλλε το έργο. Η δεύτερη, όμως, αυτή συναυλία είχε και μία έκπληξη: ένα πρώτο, εκτός προγράμματος, μέρος, όπου ο μαέστρος έφερε στη σκηνή, μαζί με την Χορωδία «musicAeterna» και την επίσης εξαιρετική, νεότευκτη, υπό τον Αντώνιο Κουτρουμπή, Βυζαντινή Χορωδία «musicAeterna», σαν για να εξισορροπήσει τη δυτική πολυφωνία με την παράδοση της ελληνορθόδοξης ψαλτικής τέχνης, και τις πέρασε από (Αγία) Χίλντεγκαρντ (φον Μπίνγκεν) («Ω, δύναμη της αιωνιότητας») στο «Vai Me» («Αλίμονό μου»), και από Γκιόργκι Λιγκέτι («Lux Aeterna») σε «Τεριρέμ» και, κατόπιν, στο «Ave Rex Gentis Anglorum». Μέσα στο απόλυτο, μυστικιστικό σκότος, με αναμμένα μόνο τα φωτάκια των αναλογίων των δύο χορωδιών. Η απόλυτη κατάνυξη! Ένα συναυλιακό διήμερο κατά το οποίο ο Θεόδωρος Κουρεντζής απέδειξε για άλλη μία φορά το μέγεθός του αλλά και την πνευματικότητά του, πορευόμενος στην κατακόρυφα ανοδική πορεία του μέσα από τα δύσκολα. Ας είμαστε περήφανοι! (Φωτογραφίες -όλες από την πρώτη συναυλία: Χάρης Ακριβιάδης).
στη συναυλία αυτή, τη χορωδία, μέσα από τη λιτότητα, χωρίς σκηνοθετικά ευρήματα, χωρίς κίνηση αυτή τη φορά, σε μία βαθιά, κατανυκτική εκτέλεση -την εκτέλεση που του υπέβαλλε το έργο. Η δεύτερη, όμως, αυτή συναυλία είχε και μία έκπληξη: ένα πρώτο, εκτός προγράμματος, μέρος, όπου ο μαέστρος έφερε στη σκηνή, μαζί με την Χορωδία «musicAeterna» και την επίσης εξαιρετική, νεότευκτη, υπό τον Αντώνιο Κουτρουμπή, Βυζαντινή Χορωδία «musicAeterna», σαν για να εξισορροπήσει τη δυτική πολυφωνία με την παράδοση της ελληνορθόδοξης ψαλτικής τέχνης, και τις πέρασε από (Αγία) Χίλντεγκαρντ (φον Μπίνγκεν) («Ω, δύναμη της αιωνιότητας») στο «Vai Me» («Αλίμονό μου»), και από Γκιόργκι Λιγκέτι («Lux Aeterna») σε «Τεριρέμ» και, κατόπιν, στο «Ave Rex Gentis Anglorum». Μέσα στο απόλυτο, μυστικιστικό σκότος, με αναμμένα μόνο τα φωτάκια των αναλογίων των δύο χορωδιών. Η απόλυτη κατάνυξη! Ένα συναυλιακό διήμερο κατά το οποίο ο Θεόδωρος Κουρεντζής απέδειξε για άλλη μία φορά το μέγεθός του αλλά και την πνευματικότητά του, πορευόμενος στην κατακόρυφα ανοδική πορεία του μέσα από τα δύσκολα. Ας είμαστε περήφανοι! (Φωτογραφίες -όλες από την πρώτη συναυλία: Χάρης Ακριβιάδης).
12 Νοεμβρίου 2019.
(Πληρέστατο το έντυπο πρόγραμμα -Τμήμα Εκδόσεων Λητώ Τσεκούρα-, με λαγαρά κείμενα του Τίτου Γουβέλη και τους στίχους των δύο έργων, προσεκτικά μεταφρασμένους, αντίστοιχα, από την Κοραλία Σωτηριάδου και την Έφη Γιαννοπούλου, με την σωστή αίσθηση της ελληνικής γλώσσας που διαθέτουν. Ως υπέρτιτλοι, όμως, ατύχησαν: δυσανάγνωστοι έως αόρατοι για ένα μεγάλο μέρος του κοινού, καθώς προβάλλονταν, υποφωτισμένοι, πίσω από δύο αιωρούμενους προβολείς και με δυσανάλογα μικρά στοιχεία στη δεύτερη συναυλία).
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», Κύκλος «Μεγάλες Ορχήστρες-Μεγάλοι Ερμηνευτές».
(Τις δύο συναυλίες παρακολούθησα ΧΩΡΙΣ τη μεσολάβηση του Γραφείου Τύπου του Μεγάρου Μουσικής).
No comments:
Post a Comment