«Τσε. Πρώτο Μέρος: Ο Αργεντίνος» - «Τσε. Δεύτερο Μέρος: Ο Επαναστάτης» / Σκηνοθεσία: Στίβεν Σόντερμπεργκ
Ναι, αυτή ήταν Επανάσταση! Η Κουβανική. Κόντρα σ’ ένα απολύτως διεφθαρμένο δικτατορικό καθεστώς -του Φουλχένσιο Μπατίστα-, υποστηριζόμενο αναφανδόν απ’ τις ΗΠΑ, με τον κουβανικό λαό -ειδικά οι αγρότες- να ζει στην αθλιότητα. Η
Επανάσταση, που ξεκίνησε από μια φούχτα ανταρτών, με τον Φιδέλ Κάστρο αρχηγό, έδωσε το πρώτο της χτύπημα στις 26 Ιουλίου του 1953, για να φουντώσει το 1956, με την απόβαση των ανταρτών -οι οποίοι είχαν καταφύγει στο Μεξικό- στην Κούβα και να ολοκληρωθεί, μετά από ανταρτοπόλεμο, που ορμητήριο είχε τα βουνά της Σιέρα Μαέστρα και που κράτησε πάνω από δυο χρόνια,
με την πτώση της Αβάνα το 1959, είχε, αδιάφορο απ’ τον τρόπο που εξελίχθηκε -όπως όλες οι επαναστάσεις εξελίσσονται, όταν γίνονται εξουσία...-, λαϊκό έρεισμα. Στους κορυφαίους της, πλάι στον Κάστρο, ο νεαρός αργεντίνος, ιδεολόγος μαρξιστής, γιατρός Ερνέστο Γκεβάρα -με το παρατσούκλι Τσε- που πολέμησε πεισματικά, γενναία, παρά τις βασανιστικές κρίσεις του άσθματος το οποίο
τον ταλαιπωρούσε από παιδί. Ο Αμερικανός -με σουιδικές ρίζες- Στίβεν Σόντερμπεργκ τόλμησε (2008) ένα κινηματογραφικό πορτρέτο του Τσε σε δυο μέρη-ταινίες -ένα δίπτυχο: «Τσε: Ο Αργεντίνος» («Che: Part One: The Argentine»)-«Τσε: Ο επαναστάτης» («Che. Part Two: Guerrilla»). Δίπτυχο που προβάλλεται για πρώτη φορά, με δεκάχρονη καθυστέρηση, στην Ελλάδα. Η πρώτη ταινία, που ξεκινάει με την πρώτη συνάντηση του Τσε με τον Φιδέλ Κάστρο, το 1955, στην Πόλη του Μεξικού, όπου αυτοεξόριστοι και οι δυο,
την προσχώρησή του στο «Κίνημα της 26ης Ιουλίου» που ’χε ιδρύσει ο Κάστρο και την αναχώρησή τους με πλοίο για την Κούβα, το ’56, επικεντρώνεται στον επαναστατικό αγώνα για την απελευθέρωση της Κούβας, με τον Τσε ανάμεσα στους μπροστάρηδες, με ασπρόμαυρα φλασφόργουορντ σε συνέντευξη που έδωσε το 1964 σε αμερικανίδα δημοσιογράφο αλλά και στη δυνατή ομιλία του, την ίδια χρονιά, στην Νέα Ιόρκη, στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, όπου, υπουργός Βιομηχανίας στην
κυβέρνηση Κάστρο, κατακεραύνωσε τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, με αυτοεξόριστους Κουβανούς να τον αποδοκιμάζουν έξω απ’ το Μέγαρο του ΟΗΕ. Με ντοκιμενταρίστικη τεχνική που αποφεύγει τους ψυχολογισμούς, όπου ο Τσε, τρυφερός άνθρωπος και φιλεύσπλαχνος αλλά και σκληρός πολεμιστής, με ψύχραιμη, ισχυρή προσωπικότητα, είναι ένας ανάμεσα στους πολλούς -θυμήθηκα, τηρουμένων των αναλογιών, τον «Salvatore Giuliano» («Τζουλιάνο ο αρχιληστής») του Φραντσέσκο Ρόζι-, ο Σόντερμπεργκ, βασισμένος στο
ελλειπτικό σενάριο του Πίτερ Μπάκμαν ο οποίος, για το Δεύτερο Μέρος συνεργάστηκε με τον Μπέντζαμιν Α. βαν ντερ Βιν, σενάριο που ’χει αντλήσει απ’ το αυτοβιογραφικό βιβλίο του ίδιου του Τσε -απάνθισμα άρθρων του- «Μνήμες του κουβανικού επαναστατικού πολέμου» (1963). Στο Δεύτερο Μέρος ο Σόντερμπεργκ επικεντρώνεται στα μετά την παραίτησή του απ’ τη θέση του υπουργού Βιομηχανίας το 1965, την αποκοπή του απ’ την πολιτική ζωή της Κούβας και την άκαρπη προσπάθειά του να ενισχύσει με την παρουσία του, τους αντάρτες του, τότε, Κονγκό-
Λεοπολντβίλ -πρώην Βελγικού Κονγκό και κατοπινού Ζαΐρ. Στην μυστική άφιξή του, δηλαδή, το 1966, μεταμφιεσμένου και με πλαστό διαβατήριο, στην Βολιβία και την οργάνωση στη ζούγκλα αντάρτικου εναντίον του καθεστώτος του προέδρου στρατηγού Ρενέ Μπαριέντος, με στόχο την «εξαγωγή» της κουβανικής
επανάστασης. Προσπάθεια άκαρπη που οδήγησε στη συντριβή του κινήματος, στη σύλληψη του Τσε και στην εν ψυχρώ δολοφονία του, στις 9 Οκτωβρίου του 1967, στα 39 του χρόνια. Ο Σόντερμπεργκ αποφεύγει, και στα δυο μέρη, τη συγκινησιακή φόρτιση και τα «εύκολα», τα αναμενόμενα και κρατάει μια «απόσταση», μια «διακριτικότητα», χωρίς να καταφεύγει σε κορώνες και σε προσωπικές στιγμές. Το Πρώτο τελειώνει ΠΡΙΝ απ’ τη θριαμβευτική είσοδο των επαναστατών στην Αβάνα -η πορεία προς το θρίαμβο- και το Δεύτερο -η πορεία προς το θάνατο- χωρίς να δείξει την πασίγνωστη εικόνα του νεκρού Τσε, που μοίρασε η βολιβιανή κυβέρνηση για να επιβεβαιώσει την εξολόθρευσή του, χωρίς καν να δείξει την εκτέλεσή του παρά μόνο
μέσα από ήχους και μέσα από -συγκλονιστικά- υποκειμενικά πλάνα. Ισορροπημένες οι δυο ταινίες, με την πρώτη να υπερτερεί και τη δεύτερη να πλατειάζει κάπως στο πρώτο μέρος της αλλά να κερδίζει τις εντυπώσεις στο μελαγχολικό φινάλε. Με το σκεπασμένο πτώμα του Τσε να μεταφέρεται μ’ ελικόπτερο -οι παριστάμενοι χωριάτες οι οποίοι κρύβουν, με τα καπέλα, τα πρόσωπά τους για ν’ αποφύγουν τη σκόνη που σηκώνει,
συναρπαστικό εύρημα- και μ’ ένα σύντομο φλας μπακ στο πλοίο που τον έφερε, το 1956, έντεκα χρόνια νωρίτερα, στην Κούβα, αυτόν τον «ξένο» που πολέμησε για να την ελευθερώσει απ’ το ζυγό, με τον Τσε να γυρίζει και να κοιτάζει το φακό -να μας κοιτάζει- κατάματα πριν το πλάνο σβήσει και με υπόκρουση την Μερσέδες Σόσα, τη Φωνή της Λατινικής Αμερικής, ν’ ακούγεται, μέχρι και τους τίτλους τέλους, στο μελαγχολικό, υπέροχο «Balderrama». Ο Σόντερμπεργκ έχει κάνει δυο, κατά τη γνώμη μου, πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες που αγαπούν αλλά δεν αγιοποιούν τον Τσε. Με τον Μπενίθιο δελ Τόρο να δίνει μια μετρημένη αλλά συγκλονιστική ερμηνεία.
Κινηματογράφος «Άστορ», «Τσε: Ο Αργεντίνος» και «Τσε: Ο Επαναστάτης», 18 Σεπτεμβρίου 2018.
εξαιρετικό!
ReplyDelete