July 21, 2017

Tip: «Αποτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό μου»


(Εξαιρετικά) επιτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό του 


Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κουρτάκης δεν εμφανίζεται συχνά στα θεατρικά μας πράγματα -είναι μία εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση. Οι «Αποτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό μου» είναι μόλις η τρίτη παράστασή του σε δεκατρία χρόνια. Αλλά από την αγρανάπαυση αυτή προέκυψε σοδιά εντυπωσιακή. Ο Δημήτρης Κουρτάκης, μαζί με την Ελένη Παπάζογλου και την Αναστασία Τζέλλου, ανθολόγησαν σπαράγματα από το πεζογραφικό έργο του Σάμιουελ Μπέκετ, τα επεξεργάστηκαν δραματουργικά και δημιούργησαν μία σύνθεση -ένα κολάζ. Ο σκηνοθέτης -που ήταν και ο σκηνογράφος της παράστασης- έκτισε έναν ερειπιώνα -ένα ρημαγμένο διώροφο σπίτι, με ξεφτισμένους, σαπισμένους τοίχους, με χαλάσματα, με γκρεμίδια, με σκαλιά που δεν οδηγούν πουθενά, με ορύγματα, με λιγοστά, άθλια έπιπλα, όλα στο εσωτερικό του σκηνικού, όχι ορατά από το θεατή, και με μία συγκλονιστική κατακόρυφη ρωγμή, από πάνω μέχρι κάτω, και στους δύο βασικούς τοίχους του, δύο ρωγμές που παραπέμπουν στο «…και ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη από άνωθεν έως κάτω» αφήνοντας μία βιβλική, μία συμπαντική αίσθηση-, 


«εγκιβώτισε» στο ρημαδιό τον Άρη Σερβετάλη -μαζί και τον Ζερεμί Μπερναέρ, χειριστή της βιντεοκάμερας που συμπρωταγωνιστεί στην περφόρμανς-, και του παρέδωσε -με καλλιτεχνική συνεργάτρια την Έφη Μπίρμπα- τη σύνθεση αυτή. Ο Άρης Σερβετάλης, ιδανική μπεκετική φιγούρα αλλά και ιδανικός μπεκετικός ερμηνευτής -από αυτούς τους τραγικούς, απεγνωσμένους «κλόουν» του Μπέκετ, ο οποίος θυμίζει, με την αγέλαστη και «ανέκφραστη» φάτσα του, τον Μπάστερ Κίτον (μην ξεχνούμε, άλλωστε, πως, ειδικά γι αυτόν ο Μπέκετ έγραψε το «Φιλμ», τη μικρού μήκους ταινία (1965) που σκηνοθέτησε o Άλαν Σνάιντερ), το παιχνίδι με την πόρτα της ντουλάπας που διαρκώς την κλείνει αλλά εκείνη διαρκώς ανοίγει και με την καρέκλα η οποία δεν στέκεται στη θέση που τη βάζει δεν είναι τυχαίο, στον βωβό κινηματογράφο παραπέμπει…-, άδραξε το κείμενο αυτό και, με τη σωματικότητα που τον διακρίνει -όχι άσκοπα εδώ-, έρπει, σέρνεται, κρεμιέται, γαντζώνεται, σκαρφαλώνει, τσουλάει, ισορροπεί, αρπάζεται από τοίχο σε τοίχο, από σκαλί σε σκαλί, από έπιπλο σε έπιπλο -κάτι σαν τον Γκρέγκορ Σάμσα-κατσαρίδα της καφκικής «Μεταμόρφωσης»- υλοποιώντας με μία ασθματική κίνηση, με μία ασθματική εκφορά του λόγου, με ένα σώμα στρεβλωμένο, γωνιασμένο, αναποδογυρισμένο, την υπαρξιακή του απόγνωση. Όχι, δεν αιωρείται. Αλλά, ναι, την παράσταση την απογειώνει. Ο λόγος τον οποίο ο Άρης Σερβετάλης μασάει, καταπίνει προς τα μέσα και δεν προβάλλει προς τα έξω -ελάττωμά του σε κανονικές συνθήκες- εδώ γίνεται προτέρημα, έστω κι αν κάποιες λέξεις χάνονται. Το βίντεο 
στα χέρια του χειριστή, κάποτε και στα δικά του, καταγράφει όλες του τις κινήσεις, καταγράφει λεπτομέρειες που προβάλλονται στους δύο τοίχους του ερείπιου με τη ρωγμή, προς τη μεριά των θεατών που είναι μοιρασμένοι εκατέρωθεν του σκηνικού, απέναντι από τον κάθε τοίχο, βλέποντας το βίντεο, κυρίως, αλλά και, μέσα από τα χαλάσματα, ζωντανά, ηθοποιό και χειριστή του βίντεο. Σπαράγματα κειμένων -που κάποια, απομονωμένα, πέφτουν σαν τίτλοι, εμβληματικά, στους δύο τοίχους-, σπαράγματα της ζωντανής βιντεοσκόπησης, σπαράγματα ζωντανά της δράσης, δεμένα με τις εκπληκτικές -και πάλι- μουσικές και τους ήχους του Δημήτρη Καμαρωτού, εξαιρετικά φωτισμένα -σκοτάδια και αστραπές που αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο- δημιουργούν, πλάθουν ένα ιδανικό μπεκετικό σύμπαν. Τις λέξεις, βασικό μοτίβο του Μπέκετ, δεν τις εικονοποιεί ο σκηνοθέτης αλλά τον εμπνέουν. Τις παίρνει ως αφορμή για να γεννήσει καταστάσεις, για να γεννήσει ήχους -τα χέρια που ξύνουν τους τοίχους, οι ανάσες…- που, μεγεθυμένοι από τα μικρόφωνα, ενεργά συμμετέχουν. Το φινάλε, με τον Σερβετάλη να ανασκάπτει τον τάφο του, να χώνεται μέσα και να σκεπάζεται με τις πέτρες λίγο πριν γίνει σκοτάδι -παραπομπή στο μπεκετικό «Ξεγεννάνε καβάλα σ’ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή κι ύστερα πάλι σκοτάδι» του «Περιμένοντας τον Γκοντό»-, συγκλονιστικό. Ο Δημήτρης Κουρτάκης με την παράσταση αυτή -για να παραφράσω τον 


Μπέκετ - «προσπάθησε ξανά, πέτυχε ξανά, πέτυχε καλύτερα». Έχω δει σχεδόν όλες τις ελληνικές παραστάσεις Μπέκετ από το 1973 -στην Αθήνα τουλάχιστον. Νομίζω πως αυτή, μαζί με τις «Ευτυχισμένες μέρες» της Χριστίνας Τσίγκου σε σκηνοθετική επιμέλεια Ροζέ Μπλεν, είναι οι δύο καλύτερες. Ο κύκλος των τριών παραστάσεων της περφόρμανς που τίμησε το Φεστιβάλ Αθηνών, κλείνοντας θριαμβευτικά τις εκδηλώσεις στην «Πειραιώς 260», έκλεισε αλλά, από ό,τι πληροφορούμαι, θα επαναληφθεί. Την είδα δύο φορές -τη δεύτερη μου άρεσε ακόμα περισσότερο. Όταν ξαναπαιχτεί, θα την ξαναδώ. Να είστε και εσείς εκεί. Αυτά -προσέξτε!- δεν τα χάνει κανείς. Είναι γεγονότα.

No comments:

Post a Comment