Το έργο. Ο Οιδίπους, γέροντας και τυφλός, σέρνοντας την αδυσώπητη μοίρα του -ακούσια, καθώς δεν γνώριζε ποιοι είναι, σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μάνα του από την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά-, έχοντας χάσει, όταν όλα αποκαλύφθηκαν, το θρόνο του και εξόριστος, ως μίασμα, από την
Θήβα, αφού περιπλανηθεί επί δέκα χρόνια, φτάνει, με οδηγό και συμπαραστάτρια την κόρη του Αντιγόνη, στην Αθήνα -στον Κολωνό, στο ιερό άλσος των Ευμενίδων. Και ζητάει από τον βασιλέα της, τον Θησέα, να τον αφήσει να πεθάνει ήσυχος εκεί, με αντάλλαγμα, καθώς ο Απόλλων έχει χρησμοδοτήσει, ο τάφος του, εξαγνισμένου πια, άλλοτε βασιλέα της Θήβας να ευλογήσει την πόλη που τον δέχτηκε στα σπλάχνα της και να την εξασφαλίσει από μελλοντικές εχθρικές επιβουλές.
Από την Θήβα φτάνουν, πρώτα, η δεύτερη κόρη του Οιδίποδος, η Ισμήνη -που του αναγγέλλει πως οι δύο γιοί του είναι έτοιμοι να πολεμήσουν για το θρόνο στον οποίο ανήλθε ο μικρότερος, ο Ετεοκλής αλλά δεν τον παρέδωσε, όταν επέστη ο χρόνος, καθώς είχαν συμφωνήσει να τον μοιράζονται, στον πρεσβύτερο Πολυνείκη ο οποίος ξεσήκωσε από το Άργος, όπου ζούσε, στράτευμα εναντίον του αδελφού του και της πατρίδας του και πως υπάρχει χρησμός πως την εξουσία θα εξασφαλίσει όποιος έχει με το μέρος του τον Οιδίποδα- και, κατόπιν, ο γυναικάδελφός του, ο Κρέων, αδελφός της μάνας /συζύγου του Ιοκάστης η οποία έχει αυτοκτονήσει, σταλμένος από
την Θήβα, να τον φέρει πίσω, για να τον εγκαταστήσει έξω, μεν, από τα τείχη της, ως μιασμένο, αλλά για να κερδίσει η πόλη, σύμφωνα με το χρησμό, την ευδαιμονία που θα της εξασφαλίσει, όταν αυτός πεθάνει, ο τάφος του. Ο Οιδίπους αρνείται, ο Κρέων τον εκβιάζει αρπάζοντας τις δύο κόρες του αλλά ο Θησεύς τις ελευθερώνει, διώχνει τον Κρέοντα και αποδέχεται το αίτημα του ικέτη Οιδίποδος.
Ο Πολυνείκης που έρχεται, οδηγώντας τα στρατεύματα των Αργείων κατά της Θήβας, για να ζητήσει την υποστήριξη του Οιδίποδος, δεν εξασφαλίζει παρά μόνο την κατάρα του -κατάρα και στους δύο γιους του να αλληλοεξοντωθούν.
Όταν φτάσει η στιγμή του μυστηριακού θανάτου του, ο Οιδίπους χάνεται, εν μέσω κεραυνών, μέσα στο άλσος, μόνος, με τον Θησέα στον οποίο αποκαλύπτει το μυστικό που θα εξασφαλίσει την ευδαιμονία της Αθήνας, και πεθαίνει αποθεούμενος. Οι δύο κόρες του, τις οποίες εμπιστεύεται στον Θησέα, ζητούν από τον βασιλέα της Αθήνας την άδεια να φύγουν για την Θήβα, μήπως και προλάβουν την αλληλοεξόντωση των δύο αδελφών τους.
Με τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», την ύστατη τραγωδία του (εικάζεται ότι έχει γραφτεί το 406 π.Χ, λίγο πριν από το θάνατο του Σοφοκλή, παρουσιάστηκε από τον συνώνυμο εγγονό του το 401 π.Χ.), ο Σοφοκλής, στην πλήρη ωριμότητά του πια και στη δύση της ζωής του, έχει γράψει ένα έργο χωρίς ιδιαίτερη δράση αλλά βαθιά φιλοσοφημένο και υπέροχα λυρικό -έξοχο το χορικό-ύμνος για την Αθήνα- καθαίροντας τον Οιδίποδα από τα -αθέλητα- αμαρτήματά του -αν και όχι από την έπαρσή του, ίσως για να διατηρήσει το μέγεθος του τραγικού ήρωα- και εξαγιάζοντάς τον μέσα από όσα υπέστη.
Η παράσταση. Ο Σταύρος Σ. Τσακίρης που ανέλαβε τη σκηνοθεσία έριξε το βάρος σε δύο σημεία. Στη μουσική, πρώτα, την οποία ανέλαβε ο Μίνως Μάτσας -αναθέτοντας σε τέσσερις, βασικά, ψάλτες αλλά και στον πενταμελή Χορό α καπέλα, σαφώς βυζαντινίζοντα, χωρίς λόγια, φωνητικά που, άρτια διδαγμένα από την Βαλέρια Δημητριάδου, δένουν με τη τελετουργική, μυστηριακή ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης τραγωδίας- με θετικά αποτελέσματα, έστω και αν σε κάποια σημεία ένοιωσα κάποια επαναληπτικότητα που καταλήγει στη μονοτονία.
Το δεύτερο σημείο ήταν η επέκταση και η κατακυρίευση της παράστασης από το ρόλο του Ξένου. Ο μικρός ρόλος του Προλόγου επεκτάθηκε με ένα πρόσθετο προοίμιο -λίγο ως σύνδεση με τα… προηγούμενα επεισόδια-, με την ανάθεση σ’ αυτόν του 90% περίπου των στάσιμων ενώ επωμίστηκε και το ρόλο του Αγγελιοφόρου σε σημείο που ο άξονας του έργου να μετακινηθεί από τον Οιδίποδα στον Ξένο της παράστασης, μετατρέποντάς τον σε έναν παντοδύναμο αφηγητή. Καθότι επελέγη για την παράσταση ο -κυρίαρχος πια- τρόπος της αφηγηματικότητας. Και γι αυτό, συν τοις άλλοις, του έχουν προστεθεί σύντομα «συνδετικά/επεξηγηματικά» κείμενα.
Κατά τα άλλα, ο σκηνοθέτης έχει επιλέξει το προσφιλές του στιλιζάρισμα και το μετωπικό στήσιμο που δεν βοηθάει, πάντως, εδώ, τη στατικότητα του έργου ενώ προσπαθεί να αιφνιδιάσει/παραξενίσει κάποιες στιγμές -όπως η έξοδος της
Ισμήνης για τις χοές καθαρμού στις Ευμενίδες που, ξαφνικά, γίνεται με κίνηση η οποία παραπέμπει σε τρόπους του ινδικού θεάτρου και χορού ή ο θάνατος του Οιδίποδος που επέρχεται ενώπιόν μας, επί της ορχήστρας, στο κάθισμά του.
Η παράσταση δηλώνει ότι ακουμπάει στην καινούργια μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη -ένα ενδιαφέρον αλλά με λογιωτατισμούς κείμενο. Αλλά το περίεργο είναι ότι η μετάφραση αυτή δεν τηρείται στην παράσταση -διάβασα για επεξεργασία
κειμένου από το σκηνοθέτη και την Δήμητρα Πετροπούλου. Την παρακολούθησα με το βιβλίο στο χέρι και, εκτός από τις πολύ εκτεταμένες περικοπές -θέρισμα…- και τις μετατοπίσεις κάποιων κειμένων -ως δραματουργός αναφέρεται η Λουίζα Αρκουμανέα-, άκουσα, εκτός των κομματιών του Ξένου όπου ακουγόταν, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, το πρωτότυπο της μετάφρασης, το υπόλοιπο -κυρίως τα μέρη του Οιδίποδα- να εκφέρεται με… συνώνυμα.
Ο Κένι Μακ Λέλαν υπογράφει ένα -φωτισμένο από τον Αλέκο Γιάνναρο- μη σκηνικό: απόλυτα λιτό, σχεδόν ανύπαρκτο αλλά και χωρίς χαρακτήρα που τον αποκτά μόνον όταν από τις κούτες ξεχύνονται στο δάπεδο της ορχήστρας τα κόκκινα ρόδια της αφθονίας.
Τα κοστούμια της Θάλειας Ιστικοπούλου υποθέτω ότι επιδίωξαν να καταγράψουν τη διαχρονικότητα της τραγωδίας. Εγώ πιστεύω πως, απλώς, ατύχησαν. Είδα τον Κρέοντα με φράκο με γαλάζια ζακέτα με επωμίδες και με στεφάνι μακεδονικής δυναστείας στο κεφάλι, από το οποίο να κρέμονται τριγύρω αλυσίδες α λα Θεοδώρα του Βυζαντίου στο ψηφιδωτό της Ραβένας. Είδα Χορό με περικεφαλαίες με ψεύτικα μουστάκια καρναβαλικές και μπαστουνάκια του μιούζικ χολ στα χέρια, ακόλουθους του Κρέοντα με ημι-μπούργκες, Οιδίποδα με καλπάκι, Πολυνίκη της Σχολής Ευελπίδων αλλά με περικεφαλαία μυκηναϊκή, Αντιγόνη με αραβικό κάλυμμα κεφαλής, Κρέοντα με γκρενά καπαρντίνα συνδυασμένη με κατακόκκινα γαντάκια και… και…
Νομίζω πως όλα αυτά καθόλου δεν δένουν, τελικά, σε ένα στερεό παραστασιακό αποτέλεσμα.
Οι ερμηνείες. Η παράσταση δεν ευτυχεί και εδώ. Ο σκηνοθέτης, προφανώς, δεν κατάφερε να δέσει το καλό υλικό της διανομής.
Ο Κώστας Καζάκος έχει όλο το μέγεθος για να υπερασπιστεί ένα ρόλο όπως του Οιδίποδος. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, του λείπει η εσωτερικότητα. Παίζει με εύκολα, συναισθηματικά, εξωτερικά δραματικά κολπάκια και συχνά στομφάρει ενώ και ο όγκος του δεν τον βοηθάει. Η Κόρα Καρβούνη, ηθοποιός, επίσης, ικανή για το είδος έχει υιοθετήσει -ή οδηγηθεί σε- μία ιδιότυπη, στακάτη εκφορά του λόγου, ιδίως στην αρχή, που δεν την ακολουθεί άλλος από τους ηθοποιούς, μένοντας έκθετη. Άπειρη η Τζένη Κόλλια, χωρίς να εκτίθεται, απλώς διεκπεραιώνει. Δεν βρήκα επιτυχημένους ούτε τον Θησέα του Άρη Τρουπάκη, ούτε τον Κρέοντα του Δημήτρη Ήμελλου -που είδε το ρόλο περισσότερο κωμικά παρά ειρωνικά, όπως, νομίζω, ήθελε η σκηνοθεσία-, ούτε, κυρίως, τον Πολυνείκη του Δημήτρη Λάλου -ηθοποιών που, όλους σχεδόν, τους εκτιμώ πολύ.
Η παράσταση είναι, τελικά, ο Δημήτρης Λιγνάδης. Αρνητικά, με την έννοια ότι -αντιδεοντολογικά, κατά τη γνώμη μου- του ανατέθηκε να την επωμιστεί ολόκληρη ως -υπερενισχυμένος- Ξένος υπερκεράζοντας τον Οιδίποδα. Θετικά, με την έννοια ότι πρόκειται, αυτή τη στιγμή, για τον έναν από τους δύο σπουδαίους ρολίστες της γενιάς τους που διαθέτουμε στην αρχαία τραγωδία -ο άλλος είναι ο Αιμίλιος Χειλάκης. Στη χρυσή ωριμότητά του, με απόλυτη γνώση των δυνατοτήτων του, ελεγχόμενος, εκφραστικότατος, με κύρος σκηνικό, με υψηλή τεχνική, με μέτρο, με αυτοέλεγχο, με αυτοσυγκράτηση, με φωνητικό μέταλλο ισχυρό, ζεστό, παλλόμενο αλλά σταθερό, που δεν εκτρέπεται στο μελόδραμα, με λόγο γερά καρφωμένο, με μέσα, φαινομενικά μόνον, απλά, χωρίς ίχνος στόμφου κατεβάζει στο κοίλον με αξιομνημόνευτο τρόπο το κείμενο, χωρίς, εδώ, ουσιαστικά να έχει ρόλο να χειριστεί και να «ερμηνεύσει». Η απορία μου: εφόσον η παράσταση σχεδιάστηκε έτσι, πάνω στον Λιγνάδη, γιατί δεν ανέβαζαν μία τραγωδία ΓΙΑ τον Λιγνάδη -τον «Οιδίποδα τύραννο», παραδείγματος χάριν, για τον επώνυμο ρόλο του οποίου είναι έτοιμος και στην κατάλληλη στιγμή.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση χωρίς χαρακτήρα, νομίζω, ανάκατη, που αξίζει να τη δείτε για να απολαύσετε το λόγο και τον τρόπο του Δημήτρη Λιγνάδη (Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης).
Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 7 Ιουλίου 2017.
No comments:
Post a Comment