Οι λάκκοι με τα δάχτυλα…
Θεωρώ περισσότερο από θεμιτό μία κρατική Όπερα να διατηρεί στο ρεπερτόριό της κάποιες παραστάσεις: το θεωρώ επιβεβλημένο. Ειδικά τις επιτυχημένες. Άσχετα επί ποιας καλλιτεχνικής διεύθυνσης ανέβηκαν. Γι αυτό έκρινα ως πολύ σωστή την απόφαση του Γιώργου Κουμεντάκη η Λυρική Σκηνή να παρουσιάσει στο καινούργιο της κτίριο, στο ΚΠΣΙΝ, τον περασμένο χειμώνα, στην πρώτη δοκιμαστική περίοδό της, τον «Μάκβεθ» του Βέρντι, στη σκηνοθεσία του Λορέντσο Μαριάνι -μία, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετική παράσταση του 2014. Αλλά απόρησα με την απόφασή του να ξαναπαρουσιάσει το καλοκαίρι, στο Ηρώδειο και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, την «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι, στη σκηνοθεσία του Ούγκο ντε Άνα, παράσταση του
2013, αλλά ΚΑΙ τον «Τροβατόρε», στη σκηνοθεσία του Στέφανο Πόντα, παράσταση του 2012. Όχι μόνο γιατί αυτή η ανακύκλωση, τα τελευταία χρόνια, στο Ηρώδειο, των ίδιων και των ίδιων έργων του «δημοφιλούς», ιταλικού κυρίως, ρεπερτορίου του 19ου αιώνα απλώς αμηχανία φανερώνει και αποκλειστικά ωφελιμιστική
σκοπιμότητα -«γεμίζουν το Ηρώδειο και ‘τα φέρνουν’»-, αποκλείοντας κάθε σκέψη ότι ένα κρατικό λυρικό Θέατρο -και, μάλιστα, εφόσον είναι το μοναδικό στη χώρα- οφείλει να έχει και κάποιους εκπαιδευτικούς στόχους. Όχι μόνο γιατί ΚΑΙ οι δύο παραστάσεις της Λυρικής στο Φεστιβάλ είναι επαναλήψεις. Όχι μόνο γιατί και οι δύο είχαν -έχουν- την ίδια πρωταγωνίστρια -τη σοπράνο Τσέλια Κοστέα. Αλλά -κυρίως- γιατί η Λυρική επανήλθε σε δύο κακές παραστάσεις. Εξ ιδίων κρίνω βέβαια -είναι δυνατόν αυτό να είναι το κριτήριο; Αλλά μπορεί και το κριτήριο να είναι ότι το κοινό «γέμισε το θέατρο», «μαγεύτηκε» και «καταχειροκρότησε»; Όταν γνωρίζουμε καλά πως το κοινό του Ηρωδείου «γεμίζει το θέατρο», «μαγεύεται» και «καταχειροκροτεί» αδιακρίτως -πάντα; (Με απόγνωση διάβασα πως για το επόμενο καλοκαίρι στο Ηρώδειο έχουν προγραμματιστεί και πάλι «Ναμπούκο» του Βέρντι και «Κάρμεν» του Μπιζέ…).


πρωταγωνιστές και χορωδοί, ντυμένοι με κάτι άθλια δερμάτινα, μαύρα, σαν ράσα, και με κάτι γελοία κράνη στο κεφάλι σαν αυτά που φορούν οι Κινέζοι όταν οδηγούν μηχανάκι. Και, μετά, με κάτι μάσκες-κεφάλια σαν ζόμπι -tribute στον πρόσφατα εκλιπόντα Τζορτζ Ρομέρο;-, με κάτι υψωμένα, στα χέρια τους, παλούκια-δόρατα που στην κορυφή έχουν καρφωμένα και πάλι χέρια με δάχτυλα -τι εμμονή κι αυτή… Το χορωδιακό των Τσιγγάνων -και όχι μόνον αυτό- να εκτελείται με κίνηση τύπου πρωινές ασκήσεις γυμναστικής -που να πέφτεις κάτω από τα γέλια. Η Λεονόρα (η καθόλου σε φόρμα Τσέλια Κοστέα) με κάτι ξώβυζα. Και, στη
σκηνή του μοναστηριού, οι μοναχές στα λευκά, χωρίς ντεκολτέ, με κάτι τουρμπάνια στο κεφάλι, σαν φολκλορικό συγκρότημα από την Ακτή του Ελεφαντοστού ενώ η δόκιμη Λεονόρα στα λευκά επίσης αλλά με ντεκολτέ ξώβυζο πάντα. Και όλοι να κινούνται αργά, αργά, αργά, αργά… μέσα στα σκοτάδια. Και στη λίμνη με το

οι πρωταγωνιστές να υποχρεώνονται να μπουν -για να δροσιστούν κι αυτοί;- στους λάκκους και να τσαλαβουτήσουν στα νερά -με ξεπέρασαν οι συμβολισμοί… Και ένας σιτεμένος -αλλά με ρωμαλέα ακόμα, ομολογώ, φωνή- ιταλός τενόρος, ο Βάλτερ Φρακάρο, να παίζει σαν ιταλός τενόρος -για την πάρτη του μόνο. Και η ορχήστρα, υπό τον
Μίλτο Λογιάδη, όχι στην καλύτερή της μέρα, με περίεργα επιλεγμένα τέμπι και με προβληματική, κάποιες στιγμές, τη συμπόρευση με τους άδοντες. Και μέσα στην απερίγραπτη κακογουστιά, με μία Αζουτσένα -η ρουμάνα μέτζο Έλενα Κασιάν- συμπαθητική, ουσιαστικά να σώζονται μόνον ο Φεράντο του Τάσου Αποστόλου -δίνει φωνητικό και υποκριτικό κύρος σε όποιον ρόλο και αν του ανατεθεί- και, φυσικά, η σπουδαία φωνή του Δημήτρη Πλατανιά που δικαίως πήρε και το δυνατότερο χειροκρότημα -συγκλονιστικός στην καμπαλέτα «Per me, ora fatale». Είναι, όμως, αρκετά αυτά ώστε να μιλούμε για φεστιβαλική παράσταση;
Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Εθνική Λυρική Σκηνή, Φεστιβάλ Αθηνών, 24 Ιουλίου 2017.