Το Τέταρτο Κουδούνι / 2 Μαρτίου 2017
(ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΑΡΙΘΜΟ ΕΜΦΑΝΙΣΕΩΝ)
(ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΑΡΙΘΜΟ ΕΜΦΑΝΙΣΕΩΝ)
Δεν ξέρω αν βιάζομαι να ενθουσιαστώ, αλλά κατάθεση, στη χτεσινή πρώτη συνέντευξη Τύπου της Λυδίας Κονιόρδου, μιας τόσο σφαιρικής και τεκμηριωμένης και με γνώση μελέτης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του πολιτισμού μας δεν έχω ματαδεί από υπουργό Πολιτισμού. Εύχομαι οι ελπίδες μου να μη διαψευστούν.
Ναι, επισκέφτηκα την έκθεση «GR80S/Η Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη» στο Γκάζι. Εξαιρετική δουλειά, καλά ψαγμένη, και τι δε θυμήθηκα, και τι δεν ένοιωσα -καθοριστική για μένα ήταν η δεκαετία αυτή: γέλιο, συγκίνηση, δέος, ντροπή, απέχθεια… -όλα μαζί. Αλλά, μέσα σ’ όλα αυτά, εμβρόντητος ανακάλυψα πως μουσική, κινηματογράφος, αρχιτεκτονική, εικαστικά, βιβλίο, ναι, τη δεκαετία του ’80 έδωσαν -και δίνουν στην έκθεση- το «παρών». Αλλά θέατρο, χορός, όπερα, αυτή τη δεκαετία, στην Ελλάδα δεν υπήρχαν -είχαν εκλείψει. Κατά τους επιμελητές, τουλάχιστον. Εκτός από δυο φωτογραφίες μακετών νέων θεάτρων -το «Οδού Κυκλάδων» κι ακόμα ένα που δεν συγκράτησα-, το θέατρο, ο χορός, η όπερα απόντα. Από έκθεση και κατάλογο.
Απόν! Το θέατρο! Απόν τη δεκαετία που ιδρύθηκε από ομάδα εκλεκτών η «Σκηνή» η οποία μετεξελίχθηκε στην «νέα Σκηνή» του Λευτέρη Βογιατζή -ο μεγαλύτερος σταθμός στο ελληνικό θέατρο μετά την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου και του «Θεάτρου Τέχνης»-, τη δεκαετία που δημιουργήθηκε το «Εμπρός» από Τάσο Μπαντή, Δημήτρη Καταλειφό, Ράνια Οικονομίδου και Γιώργο Κέντρο, τη δεκαετία που ο Βασίλης Παπαβασιλείου ίδρυσε την «Εποχή» του, τη δεκαετία που η Άννα Κοκκίνου δημιούργησε την «Σφενδόνη» της, τη δεκαετία που η Μπέττυ Αρβανίτη κι ο Βασίλης Πουλαντζάς έστησαν στην «Οδό Κεφαλληνίας» την «Πράξη» τους, τη δεκαετία που ο Τάκης Βουτέρης κι η Αννίτα Δεκαβάλλα άνοιξαν το «Θέατρο Εξαρχείων» και που, όλοι τους, έδωσαν παραστάσεις οι οποίες σημάδεψαν το ελληνικό θέατρο, τη δεκαετία που η Ελλάδα έχασε τον Κάρολο Κουν, τη δεκαετία που χάθηκε ο Αλέξης Μινωτής, τη δεκαετία του «Ορέστη» του Γιώργου Σεβαστίκογλου, τη δεκαετία του σκανδάλου με την «Άλκηστι» του Γιάννη Χουβαρδά στην Επίδαυρο, τη δεκαετία της άλωσης της Επιδαύρου απ’ την Αλίκη Βουγιουκλάκη με την «Λυσιστράτη» της, τη δεκαετία της συγκλονιστικής αναβίωσης των «Ορνίθων» του Κουν, του Τσαρούχη, του Χατζιδάκι και της Νικολούδη απ’ το «Θέατρο Τέχνης», τη δεκαετία του άλλου σκανδάλου στην Επίδαυρο, με τον «Οιδίποδα τύραννο» του Ρόμπερτ Στούρουα, με Τζένη Καρέζη και Κώστα Καζάκο, τη δεκαετία της «Ηλέκτρας» του «Θεσσαλικού», του Κώστα Τσιάνου και του θριάμβου της Λυδίας Κονιόρδου, τη δεκαετία της «Ορέστειας» του Ευαγγελάτου, τη δεκαετία του κεραυνού που εξαπέλυσε -δυο καλοκαίρια!- ο Μικιζίρο Χίρα ενσαρκώνοντας την Μήδεια στην γιαπωνέζικη «Μήδεια» του Γιουκίο Νιναγκάουα...
Απών ο χορός! Τη δεκαετία της ίδρυσης της ιστορικής «Ομάδας Εδάφους», που έθεσε νέες προδιαγραφές για το χορό στην Ελλάδα, απ’ τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, ο οποίος μας έχει δοξάσει διεθνώς, και την Αγγελική Στελλάτου (φωτογραφία: Παναγιώτης Μανούσης).
Απούσα η όπερα! Τη δεκαετία της «Κάρμεν» της Αγνής Μπάλτσα και του Χοσέ Καρέρας στο Ηρώδειο.
Και… και… και… -πρόχειρα άνοιξαν οι κρουνοί και με κατέκλυσαν ολ’ αυτά, σίγουρα πολλούς και πολλά έχω ξεχάσει. Καλά, ΤΙΠΟΤΑ απ’ όλα αυτά δεν έπεσε στην αντίληψη των επιμελητών; Απορώ.
Ασυγχώρητη αμέλεια! Για να μην πω «ντροπή!». Εκτός πια κι αν, μέσα στη σωρεία του παρουσιαζόμενου υλικού, μου διέφυγαν κάποιες αναφορές. Αν ναι, ευχαρίστως να τις φιλοξενήσω.
Και κάτι προσωπικό: στο περιοδικό «Διαβάζω» που, ναι, τη δεκαετία του ’70 ιδρύθηκε, αλλά τη δεκαετία του ’80 ήταν που άνθισε, για να επιζήσει 37 χρόνια, μια ελάχιστη αναφορά, ένα εξώφυλλο δεν του άξιζε; Τόσο εύκολα ξεχάστηκε; Κρίμα. Γιατί ανάμεσα στους επιμελητές υπήρχαν και συνεργάτες του.
Να ’χεις «καρμική σχέση» με το έργο που διάλεξες -όπως δηλώνει ο Αλέξανδρος Ρήγας για τον «Πυγμαλίωνα-Ωραία μου κυρία» του Μπέρναρντ Σο, που ’χει ανεβάσει στο «Pantheon»- και να κάνεις τόσα λάθη διανομής -με ηθοποιούς που, μερικούς, πολύ εκτιμώ και μερικούς ακατάλληλους, γενικώς, κατά τη γνώμη μου- ασύμβατο το βρίσκω. Ναι, ομολογώ, είναι μεγάλη παραγωγή, ναι, ομολογώ, το κείμενο δεν έχει εκχυδαϊστεί στη μετάφρασή του απ’ τον ίδιο το σκηνοθέτη, ναι, ομολογώ, υπάρχουν καλές στιγμές αλλά… έως εκεί. Νομίζω πως μόνον η Μπέτυ Λιβανού ως Μπίατρις Χίγκινς έχει κάποια επαφή μ’ αυτό που λέγεται αγγλικό θέατρο και με Μπέρναρντ Σο.
Πάντα στην πρωτοπορία! Η «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» -του Ιδρύματος Ωνάση. Ούτε λίγο καιρό ξαποσταίνει! Χυδαϊστί, δε βάζει κώλο κάτω. Εξωστρέφεια και σύνδεση με σημαντικούς πολιτιστικούς φορείς του εξωτερικού ήταν και είναι ένας απ’ τους βασικούς στόχους της -στόχος καίριος. Και τον υλοποιεί με σύστημα.
Διάφορες παραγωγές της -το υπέροχο «Still Life» του Δημήτρη Παπαϊωάννου (φωτογραφία: Μίλτος Αθανασίου), το «6 a.m. How to Disappear Completely» των Blitz, οι γλυκύτατες καθαρίστριες της «Καθαρής πόλης» των Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη- συνεχίζουν το ταξίδι τους ανά τον κόσμο, στην Ιαπωνία, στην Γιοκοχάμα, στη διοργάνωση/πλατφόρμα TPAM, συνάντηση καλλιτεχνικών πολιτιστικών οργανισμών απ’ όλο τον κόσμο, έστειλε την Λένα Κιτσοπούλου, την Αργυρώ Χιώτη των «Vasistas» και τον Γιόζεφ Φρούτσεκ των «RootlessRoot», οι «Όρνιθες» του Νίκου Καραθάνου, τον Δεκέμβριο, ήταν στη λίστα με τα «Best of 2016» του διεθνούς αμερικανικού περιοδικού για τη σύγχρονη τέχνη «Artforum»…
Αλλά και στον τομέα της μουσικής η Στέγη δεν πάει πίσω. Μας βάζει, με την υποστήριξη του Προγράμματος «Creative Europe» («Δημιουργική Ευρώπη»), μαζί μ’ άλλες επτά χώρες, στο καινοτόμο διεθνές διαθεματικό σχέδιο «Interfaces»
που σχεδίασε και υλοποιεί σε ρόλο συντονιστή. Σχέδιο που -δύσκολο αλλά όχι ανέφικτο- στόχο του έχει να συνδέσει το -όχι εξοικειωμένο- κοινό με τα σύγχρονα μουσικά ακούσματα. Πολυμέσα, νέα μέσα, ακουστική και ηλεκτροακουστική έρευνα, δράσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα…: πολλά θαυμαστά άκουσα δια στόματος Χρήστου Καρρά, Γενικού Διευθυντή και Καλλιτεχνικού Διευθυντή Μουσικής της Στέγης, και Ντόρας Βουγιούκα, Υπεύθυνης Δικτύωσης και Στρατηγικών Συνεργασιών, οι οποίοι έχουν αναλάβει τη διεύθυνση του έργου (Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος).
Στο πλαίσιο των «Interfaces» κι οι «Open Days». Που η Στέγη τις έχει ήδη καθιερώσει: μια μέρα ολόκληρη, σ’ όλους τους χώρους του κτιρίου της Συγγρού, αφιερωμένη σ’ έναν συνθέτη ή σ’ ένα κίνημα ή μια Σχολή της σύγχρονης μουσικής: Τζον Κέιτζ, Μαουρίτσιο Κάγκελ, Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, Μινιμαλισμός έως τώρα και, φέτος, φτάσαμε στην 5η «Open Day». Την Κυριακή 5 Μαρτίου. Αφιερωμένη στην Μουσική Σχολή της Νέας Ιόρκης. Απ’ τις 4 το απόγευμα μέχρι τις 8 30 το βράδυ, με είσοδο ελεύθερη, παντού στην Στέγη -ακόμα και στους ανελκυστήρες!- και στις 9 συναυλία στην Κεντρική Σκηνή με πάμφθηνο εισιτήριο.
Πλήθος εκλεκτών καλλιτεχνών θα συμμετάσχει. Η σύλληψη, η σύνθεση, η μουσικολογική κι η σκηνοθετική επιμέλεια, οι realisations, οι ενορχηστρώσεις κι η οργάνωση, στους ώμους του Ανάργυρου Δενιόζου ενώ η μουσική διεύθυνση θα ’ναι του Ανδρέα Λεβισιάνου.
Όλη η Στέγη, μια (σύγχρονη μουσική) σκηνή…
Ονειρευόμουνα -επιτέλους!- ένα καινούργιο Ήθος κι ένα καινούργιο Ύφος της καινούργιας -της νεότερης, τέλος πάντων- κριτικής θεάτρου. Μια κριτική μακριά από διαπλοκές μέχρι τα μπούνια, μια κριτική που να μην υποκύπτει στις φιλικές κι επαγγελματικές σχέσεις -ξέρω πόσο δύσκολο είναι…-, μια κριτική που να μη «συναλλάσσεται», μια κριτική χωρίς «υπόγειες διαδρομές» -ως προς το Ήθος. Κι ως προς το Ύφος, μια κριτική, μακριά απ’ την αγοραία αντιμετώπιση, μακριά απ’ τη χυδαιότητα και τις ύβρεις, με στόχο το κρινόμενο αντικείμενο και το παραγόμενο έργο κι όχι τις συνεντεύξεις του καλλιτέχνη ή την όποια φημολογία γι αυτόν, όχι την προσωπική ζωή του και τις σεξουαλικές προτιμήσεις του -μια κριτική που να μη γλύφει αλλά που, τουλάχιστον, να δείχνει ότι αγαπάει κι ότι δεν εχθρεύεται, δε μισεί το αντικείμενό της και δεν επιθυμεί διακαώς την εξόντωση των ανθρώπων που κρίνει, μια κριτική που να μην είναι και ΤΟΣΟ σίγουρη για τον εαυτό της και να μην τον τοποθετεί ΤΟΣΟ αφ’ υψηλού -διότι όλοι κρινόμαστε κι απ’ τα πολύ ψηλά που αυτοτοποθετούμαστε μπορεί και να πέσουμε και να τσακιστούμε... Μια κριτική ΣΕΜΝΗ, βρε αδερφέ, ονειρευόμουνα.
Διαβάζοντας, όμως, πλέον, κριτικές της καινούργιας γενιάς κριτικών θεάτρου, ως προς το Ύφος όλο και συχνότερα απογοητεύομαι, όλο και συχνότερα χαμογελώ, όλο και συχνότερα εκνευρίζομαι, όλο και συχνότερα τρομάζω απ’ την Έπαρση. Αν υποψιαστώ ότι κι ως προς το Ήθος οι «νέοι» ακολουθούν τα χνάρια των παλαιότερων -και βέβαια ανάμεσά τους υπάρχουν κι οι συγκινητικά σεμνοί που ιδιαίτερα εκτιμώ, και βέβαια ανάμεσα στους παλαιότερους υπήρχαν κι υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις, δεν το αμφισβητώ, δεν τους βάζω όλους στο ίδιο σακί…- πολύ θ’ απογοητευτώ. Πάρα πολύ.
«Mamma Mia» -το μιούζικαλ- στο «Ακροπόλ». Είδα την παράσταση, διάβασα και το -αναπόφευκτο, εδώ δισέλιδο μάλιστα…- «σημείωμα του σκηνοθέτη» -η Θέμις Μαρσέλλου εν προκειμένω, που υπογράφει και την απόδοση κειμένου και στίχων- όπου, ανάμεσα σε πολλά μελίρρυτα -αγάπες, λατρείες, γενναιοδωρίες, έπαινοι, ύμνοι, ευχαριστίες, ευλογίες, ένα τεράστιο ροζ…, μα πώς τα γράφουνε;- έπεσε το μάτι μου και σε μια μεγάλη αλήθεια: «Όπως είπε η Δέσποινα (σ.σ. Βανδή, Ντόνα στην παράσταση- ο ρόλος που ’κανε η Μέριλ Στριπ στην ταινία), οι πολύμηνες πρόβες αυτής της παράστασης κύλησαν σαν… πενταήμερη για όλους μας». Ακριβώς! Κι εμένα σα να ’χει ετοιμαστεί σε πενταήμερη, μου φάνηκε, η παράσταση...
Και δυο επισημάνσεις:
Η πρώτη: Όταν επί σκηνής όλοι μαζί ουρλιάζουνε, ξεφωνίζουνε, τσιρίζουνε φορώντας μικρόφωνα-ψείρες -τα οποία, δυστυχώς, και το ελάχιστο, χαριτωμένο, ίσως, ψευδισματάκι που, διαφορετικά, περνάει στο ντούκου, το μεγεθύνουν σε τρανταχτή ψευδισματάρα…-, ο θεατής δεν ακούει τι λένε οι επί σκηνής.
Η δεύτερη: Το υπερθετικό ύψιστος είναι τριγενές και τρικατάληκτο. Δηλαδή, ο ύψιστος, η υψίστη, το ύψιστον. Άρα, «η ύψιστος τέχνη», άκυρο -φάουλ.
Σε κάποιες παλιές -αλλά ισχυρές ακόμα- κουβέντες του Σωκράτη Καραντινού, ιδρυτή, το 1961, και πρώτου καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ, ανέτρεξε η αναπληρώτρια καλλιτεχνική διευθύντρια του ΚΘΒΕ Μαρία Τσιμά στην εκδήλωση «Κάνε Save-Το Δικό σου Θέατρο Δάσους!» η οποία οργανώθηκε στο πλαίσιο της εκστρατείας ενημέρωσης για τις ανάγκες συντήρησης του Θεάτρου Δάσους, που γίνεται σε συνεργασία με την Εθνική Τράπεζα και το πρόγραμμα act4Greece, με συμμετοχική συγκέντρωση πόρων:
«Δε θέλω να γαργαλίσω το κοινό, δε θέλω να το ξιππάσω, δε θέλω να το κερδίσω με εύκολα μέσα. Αν, σαν καλλιτέχνης, έχω μιαν αποστολή επιτακτική, σαν κρατικός λειτουργός την έχω πολλαπλάσια. Γιατί εδώ έρχομαι ως Κράτος και έρχομαι να διδάξω. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου διασκευές. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να κάμει πράματα που τον κόσμο θα τον διασκεδάσουν επιπόλαια και θα τον ξιππάσουν. Όχι. Τον κόσμο πρέπει να τον πάρω κοντά μου όντας σοβαρός. Και τον παίρνω κοντά μου όντας σοβαρός· αυτό είναι η μεγαλύτερη ικανοποίησή μου».
Μωρέ, θα λάνθαναν, φαίνεται, αυτά τα λόγια του Καραντινού και δε θα τα πρόσεξαν κάτι προηγούμενοι καλλιτεχνικοί διευθυντές του ΚΘΒΕ…
Πήγα στο «Vault» για τον «Αυτόχειρα», το διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη, παιγμένο ως μονόλογο, απ’ τον Κώστα Παπακωνσταντίνου που και τον είχε σκηνοθετήσει. Πολύ ελκυστικό κείμενο, κατέβαινε στο κοινό.
Ψάχνοντας είδα πως ο Κώστας Παπακωνσταντίνου τον είχε ανεβάσει και πέρσι -2015/2016- στην Πάτρα, στο θεατράκι «Act», αλλά με ερμηνευτή τον Δημήτρη Γεωργαλά. Κάπου, όμως, σε πατρινό site, διάβασα, γραμμένο με την αφορμή αυτή, πως «πρόκειται για το κλασικό κείμενο του πεζογράφου Μιχαήλ Μητσάκη που δεν έχει ανέβει ποτέ στο θέατρο -όπως και κανένα άλλο έργο του Μητσάκη- και ανεβαίνει για πρώτη φορά».
Ψάχνοντας είδα πως ο Κώστας Παπακωνσταντίνου τον είχε ανεβάσει και πέρσι -2015/2016- στην Πάτρα, στο θεατράκι «Act», αλλά με ερμηνευτή τον Δημήτρη Γεωργαλά. Κάπου, όμως, σε πατρινό site, διάβασα, γραμμένο με την αφορμή αυτή, πως «πρόκειται για το κλασικό κείμενο του πεζογράφου Μιχαήλ Μητσάκη που δεν έχει ανέβει ποτέ στο θέατρο -όπως και κανένα άλλο έργο του Μητσάκη- και ανεβαίνει για πρώτη φορά».
Ε, λοιπόν όχι. Και στην Πάτρα, μάλιστα, θα ’πρεπε να το θυμούνται. Ο «Αυτόχειρ» του Μιχαήλ Μητσάκη ανέβηκε, ως μονόλογος και τότε, στην Πάτρα, το καλοκαίρι του 1988. Εγκαινιάζοντας το «Θεατρικό Αναλόγιο» (τίτλος που για πρώτη φορά χρησιμοποιούνταν κι έκτοτε καθιερώθηκε για τις αναγνώσεις -ημισκηνοθετημένες, σκηνοθετημένες ή και σκέτες αναγνώσεις- θεατρικών κειμένων) το οποίο δημιούργησαν η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο αξέχαστος δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου Βάιος Παγκουρέλης κι ο Βίκτωρ Αρδίττης που υπέγραφε και τη σκηνοθεσία του «Αυτόχειρος». Στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας -στις δόξες του τότε, άνθιζε η Πάτρα- το οποίο είχε ιδρύσει το 1986 ο Θάνος Μικρούτσικος.
Η «ανάγνωση-διαδρομή», όπως είχε χαρακτηριστεί, του «Αυτόχειρος» λάμβανε χώρα μέσα σε πούλμαν που έκανε διαδρομή μέσα στην πόλη όπου ακριβώς διαδραματίζεται το διήγημα, με τους επιβάτες του θεατές/ακροατές εφοδιασμένους με αντίγραφο ενός χάρτη της Πάτρας του 1885 -κοντά στην εποχή του διηγήματος που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1895-, ο οποίος είχε ανασυρθεί απ’ τα αρχεία του Δήμου. Η μουσική που την έντυνε ήταν του Κιθ Τζάρετ που, το ίδιο καλοκαίρι, έδωσε συναυλία στην Πάτρα, επίσης στο πλαίσιο του Φεστιβάλ -άνθιζε, τότε, η Πάτρα, σας λέω. Ερμηνευτής ήταν ένας νέος, στα πρώτα του βήματα τότε, ηθοποιός που διέπρεψε μετά: ο Άρης Λεμπεσόπουλος.
«Το Τέταρτο Κουδούνι« θ’ απουσιάσει τις επόμενες δυο Πέμπτες. Για να μην παραπονιέστε, σας αφήνω σήμερα -μην τρομάξετε...- 2003 λέξεις, να ’χετε να πορεύεστε. Και πάλι μαζί, στις 23 Μαρτίου. Για οτιδήποτε έκτακτο εδώ είμαστε.
τη δεκαετια του 80 βγηκε και η παγκοσμιως βραβευμενη ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΛΕΣΧΗΣ ΒΟΛΟΥ μια παρασταση που εγραψε ιστορια...αλλα δε βαριεσαι
ReplyDeleteΚαι βέβαια κ. Σφυρίδη «δεν βαριέμαι». Και ήμουν «κοντά» στην «Αντιγόνη» του Βραχωρίτη, του Σκυλοδήμου, της Βίκυς Ψαλτίδου και όλων σας, αν θυμάστε. Αλλά δεν έκανα έρευνα, ό,τι πρόχειρο μου ήρθε έγραψα αγανακτισμένος, σίγουρος ότι δεν είναι ΟΛΑ τα σημαντικά της δεκαετίας του 80 στο θέατρο, το χορό, την όπερα. Δεν ήταν δική μου δουλειά ή έρευνα, των επιμενλητών της έκθεσης ήταν
ReplyDeleteΣΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΥΡΙΕ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗ.ΚΑΛΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ.
ReplyDelete