July 28, 2014

Βαρυφορτωμένο συνονθύλευμα



Το έργο. Η Αφροδίτη, η θεά του έρωτα, προσβεβλημένη από τον νεαρό Ιππόλυτο -γιο του βασιλιά της Αθήνας Θησέα που ζει με τη γυναίκα του, την Φαίδρα, εξόριστος στην Τροιζήνα, εκεί όπου μεγάλωσε και ζει και ο γιος του από την Αμαζόνα Ιππολύτη-, επειδή τιμά την Αρτέμιδα, θεά του κυνηγιού, αφιερώνοντάς της την παρθενία του και περιφρονώντας τον έρωτα, τον εκδικείται με τον χειρότερο τρόπο: ρίχνει σε πάθος ερωτικό για τον νέο στη μητριά του Φαίδρα. Ο φλεγόμενη από τον πόθο βασίλισσα εξομολογείται το πάθος της στην Τροφό. Και εκείνη, με την πρόθεση να τη βοηθήσει, εκμυστηρεύεται το θανάσιμο μυστικό στον Ιππόλυτο ζητώντας την κατανόησή του, αφού τον ορκίσει πως δεν θα το φανερώσει. Ο Ιππόλυτος, έξαλλος, αποκρούει την πρόταση. Όταν η Φαίδρα το μαθαίνει αυτοκτονεί. Αλλά, με τη σειρά της, εκδικείται και εκείνη -εκδίκηση μεταθανάτια- αφήνοντας γράμμα στον Θησέα -σώζοντας έτσι και την τιμή της- πως αυτοκτόνησε γιατί ο γιος του τη βίασε.
Ο Θησέας διώχνει από την Τροιζήνα με κατάρες τον Ιππόλυτο που υπερασπίζεται σθεναρά την αθωότητά του αλλά σέβεται τον όρκο που έχει δώσει και δεν ομολογεί το πάθος της Φαίδρας. Οι κατάρες του Θησέα εισακούονται από τον πατέρα του τον Ποσειδώνα. Ο οποίος σηκώνει ενάντια στον Ιππόλυτο κύμα τεράστιο μέσα από το οποίο φανερώνεται ταύρος-τέρας. Τα άλογα του νέου που φεύγει από την Τροιζήνα αφηνιάζουν, το άρμα του συντρίβεται και ο Ιππόλυτος τραυματίζεται θανάσιμα. Πριν ξεψυχήσει κοντά στον πατέρα του όπου τον μεταφέρουν, η από μηχανής θεά Άρτεμις φανερώνεται και φανερώνει όλη την αλήθεια. Ο Θησέας συντρίβεται. Η Αφροδίτη έχει εκδικηθεί.
Ο «Ιππόλυτος» (428 π.Χ.) του Ευριπίδη, από τις σημαντικότερες τραγωδίες του, είναι μία αξιοπρόσεκτη μελέτη στο θέμα έρωτας και ένα ακόμα ιδιαίτερα τολμηρό για την εποχή του γυναικείο πορτρέτο.

Η παράσταση. Η Λυδία Κονιόρδου που αναμφισβήτητα κατέχει σε βάθος και πλάτος το αρχαίο δράμα ανέλαβε τη σκηνοθεσία με μία διάθεση να ελαφρώσει το έργο -αυτό τουλάχιστον κατάλαβα. Κυρίως, όμως, το ανέλαβε αναποφάσιστη -αυτό τουλάχιστον εισέπραξα. Ο «Ιππόλυτος» φλέγεται από ένα πάθος -της Φαίδρας- και παγώνει από μία εμμονή -την εμμονή του Ιππόλυτου στην αγνότητα. Αυτό το σκοτσέζικο ντους δεν το ένοιωσα. Η σκηνοθεσία θέλησε να δει με μία ειρωνική ματιά το πάθος της Φαίδρας. Ο «Ιππόλυτος», βέβαια, δεν ανήκει στις ειρωνικές τραγωδίες του Ευριπίδη. Δεν είναι «Ίων» με τον οποίο η Λυδία Κονιόρδου διέπρεψε πριν από μερικά χρόνια. Αλλά ο κάθε σκηνοθέτης  δικαιούται να έχει άποψη. Το θέμα είναι αν θα την υπερασπιστεί με συνέπεια. Εδώ μου έλειψε η συνέπεια. Η παράσταση ξεκινάει αρκούντως ειρωνικά. Αλλά στο δρόμο επιχειρεί να σοβαρέψει. Πώς να σοβαρέψει όμως με έναν σαχλό Χορό που παραπέμπει -και όχι μόνον αυτός- σε παράσταση θεάτρου για παιδιά;
Αλλά και το ύφος της παράστασης παλινδρομεί μεταξύ ρομπερτγουιλσονικών επιδράσεων, στιλιζαρίσματος και αγοραίου ρεαλισμού. Πώς να δέσουν η μεταξύ Μαντάμ Ορτάνς (του «Ζορμπά») και Μαντάμ Παρής (των «Κόκκινων φαναριών») με ολίγη από καμπαρέ, Αφροδίτη, ο Θεράπων που κινείται διπλωμένος πάνω σε αναπηρικό αμαξίδιο και που μου θύμισε κάτι μεταξύ παραστάσεων του Ταντάσι Σουζούκι και «Άρχοντα των δαχτυλιδιών», η βγαλμένη λες από τις αναγεννησιακές κωμωδίες για να μην πω από τον Μπόγρη, Τροφός, ο Χορός με τις α λα Γουίλσον κομμώσεις που με τις φωνούλες και τα διαρκή γελάκια θυμίζει κινούμενα σχέδια και οι πολεμικές τέχνες και οι κραυγές του Χορού των κυνηγών συνοδών του Ιππόλυτου; Και πώς το αποτέλεσμα να μην είναι ένα κακοχωνεμένο, βαρυφορτωμένο, ισοπεδωμένο συνονθύλευμα;
Επιπλέον η παράσταση δεν υποστηρίχτηκε δυστυχώς και από τους υπόλοιπους -ταλαντούχοι οι περισσότεροι- συντελεστές της: μία καθόλου ευτυχής συγκυρία.
Τη μετάφραση της Νικολέττας Φριντζήλα που χρησιμοποιήθηκε δεν θα μπορούσα να τη θεωρήσω επιτυχή -ακούγεται επίπεδη και χωρίς ποιητικότητα στα λυρικά μέρη. Τον κυρίαρχο τόνο δίνει, όμως, η κίνηση που δίδαξε η Μαριάννα Καβαλλιεράτου: μία άχαρη υπερκινητικότητα, μία κίνηση για την  κίνηση αδικαιολόγητα φορτωμένη, υπερβολική, χύμα, άσκοπη, που σε ζαλίζει -αναποτελεσματική.

Ο Βασίλης Μαντζούκης ανέλαβε τα σκηνικά: από τις σπάνιες φορές στην Επίδαυρο που το βασικό σκηνικό ήταν εμπνευσμένο -κάτι που θα έπρεπε να είναι πάντα το αυτονόητο- από τις υπέροχες καμπύλες του αρχαίου αυτού θεάτρου -ορχήστρας και κοίλου. Το πατάρι-όστρακο που άνοιγε σαν βεντάλια ήταν μία εξαίρετη ιδέα. Αλλά η ιδέα αυτή ατύχησε εντελώς στην υλοποίησή της. Όλος ο περίγυρος -αυτά τα κάγκελα που έκλειναν από πίσω το πατάρι, το τραμπουκέτο/ασανσέρ στην  κορυφή του και η σκάλα πλάι του, το λευκό τεντόπανο που κάλυπτε την ορχήστρα και αποσύρθηκε για να μείνει από κάτω το γαλάζιο/θάλασσα, με αποκορύφωμα τις κρεμασμένες, χοντροκομμένες, ακαλαίσθητες θαλασσί κουρτίνες/πανιά που «έκρυβαν» τα ερείπια της σκηνής- έδινε την αίσθηση -τόσο που απόρησα…- μιας απαράδεκτης προχειρότητας και κακοτεχνίας την οποία δεν μπόρεσαν να διορθώσουν οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.
Σε ατυχέστατη στιγμή βρέθηκε και η ενδυματολόγος Έλλη Παπαγεωργακοπούλου. Οι... αυτόφωτοι -με νέον- σκελετοί των κρινολίνων που φόρεσε στις Τροιζήνιες του Χορού πάνω από μπανιερά/εσώρουχα μπελ επόκ -λίγο σαν κορίτσια μπορντέλου της τσατσάς Αφροδίτης-, η φούξια λιβρέα-απόηχος 17ου-18ου αιώνα του Θησέα, η συνδυασμένη με χρυσαφί αποκριάτικο στέμμα, ο φιόγκος στην πλάτη της Τροφού, η παγιετέ στράπλες τουαλέτα της Αφροδίτης είναι οι αιχμές σε ένα κιτς ενδυματολογικό αποτέλεσμα.
Ο Τάκης Φαραζής, επίσης, έχει φορτώσει την παράσταση με ζωντανές μουσικές όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένες, ενώ τα αδόμενα μέρη, δύσκαμπτα από μόνα τους, δεν τυγχάνουν επαρκούς εκτέλεσης παρά τη μουσική διδασκαλία της -συνήθως επαρκέστατης- Μελίνας Παιονίδου.
Οι ερμηνείες. Η Μάρθα Φριντζήλα, ηθοποιός με τσαγανό και με φωνή έξοχη, δίνει την Αφροδίτη με έναν πληθωρισμό που αγγίζει το αγοραίο. Δεν βρήκα ούτε τον Νίκο Κουρή-Ιππόλυτο που τονίζει λέξη-λέξη, ούτε την Λήδα Πρωτοψάλτη-Τροφό, ούτε τον Θέμη Πάνου-Θησέα ούτε τον Φαίδωνα Καστρή- Θεράποντα να ξεπερνούν τον εαυτό τους: διεκπεραιώνουν τα ζητούμενα όπως και η Φανή Αποστολίδου-Άρτεμις.

Η -αρνητική- έκπληξη ήρθε από την Λυδία Κονιόρδου που τη θεωρούσα το απολύτως σίγουρο χαρτί της παράστασης: η Φαίδρα της είναι ο μόνος, ίσως, ρόλος της στο αρχαίο δράμα που δεν μου άρεσε. Από την Ηθοποιό που θεωρώ την εντελέστερη της νεότερης γενιάς στο αρχαίο δράμα, με μοναδική τεχνική συγκρότηση και συναισθηματικά παλλόμενες εσωτερικές χορδές, περίμενα να πάρει πάνω της τα, κατά τη γνώμη μου, ελαττώματα της παράστασης και να τα αμβλύνει με την ερμηνεία της. Πιστεύω πως δεν το έχει κάνει. Ένοιωσα σαν να προσπαθεί να κολυμπήσει σε ύδατα που δεν γνωρίζει. Απογοητεύτηκα και λυπήθηκα γι αυτό.

Η δεύτερη έκπληξη της παράστασης -θετική όμως- είναι ο Μιχάλης Σαράντης. Ο σχετικά νέος ηθοποιός -ο οποίος τελευταία, εκτός από την εντελώς ιδιαίτερη, θεατρικότατη φάτσα και το ευλύγιστο σώμα-βέλος που διαθέτει, εκτός από την εξαιρετική του κίνηση και την ενέργεια που εκλύει, έχει δώσει σημάδια ουσιαστικής ωρίμανσης και εξέλιξης- εκφωνεί -ερμηνεύει θα ήταν το σωστότερο-, διδαγμένος προφανώς από τη σκηνοθέτρια, την αγγελική ρήση με τρόπο που σπάνια έχω δει και ακούσει: με μέσα άκρως λιτά, χωρίς κραυγές και θεατρινισμούς και τους συνήθεις στόμφους αλλά με έξυπνες μεταπτώσεις και χρωματισμούς διαρκώς εναλλασσόμενους και με εσωτερικότητα κρατάει την προσοχή αμείωτη -καθηλώνει, εισπράττεις όλο το κείμενο- στο πιο δύσκολο σήμερα να παιχτεί μέρος του αρχαίου δράματος -την εξαγγελία. Ένα επίτευγμα!
Το συμπέρασμα. Μία άτυχη, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά, στιγμή της Λυδίας Κονιόρδου και των συνεργατών της με τη φωτεινή εξαίρεση του Μιχάλη Σαράντη-Άγγελου που θα άξιζε να τον δείτε και να τον ακούσετε.

Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, Εθνικό Θέατρο, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 25 Ιουλίου 2014.

2 comments:

  1. O Nικος Κουρης ΠΟΤΕ δε καταφερε να σταθει στο υψος των ρολων που του εμπιστευτηκαν στην Επιδαυρο! Γιατι συνεχιζουν να τον χρηζουν πρωταγωνστη?

    ReplyDelete
  2. Γιατί, όμως, να σχολιάζετε με ψευδώνυμο; (Η προηγούμενη απάντηση ως Unknown ήταν δικό μου λάθος)

    ReplyDelete