Το Τέταρτο Κουδούνι / 16 Ιουλίου 2014
Πετάει ο γάιδαρος; Αμ, δεν πετάει…
Το δελτίο Τύπου που ’φτασε ανήγγελλε την καινούργια παράσταση στο θέατρο «Αθηνά»: «Δεν πετάω, δεν πετάω» του Αιμίλιου Κοέν, λέει. Σε σκηνοθεσία Βασίλη Θωμόπουλου. Δεν τον είχα ακουστά το συγγραφέα. Λέω κάποιο καινούργιο ταλέντο θα ’ναι. Διαβάζω παρακάτω την υπόθεση, μωρέ, κάτι μου θυμίζει αυτό, κάτι μου θυμίζει. Μωρέ, ίδιο, τάλε κουάλε, το «Boeing-Boeing», το παλιό (1960) μπουλβάρ του Μαρκ Καμολετί, που ’χε ανεβάσει πρώτος εδώ ο Δημήτρης Χορν ως «Κορίτσια στον αέρα» κι αργότερα παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε, δεν είναι; Αυτό που ’χει γίνει και ταινία με Τζέρι Λούις και Τόνι Κέρτις;
Περί συμπτώσεως θα πρόκειται αντέτεινε ο καλοπροαίρετος εαυτός μου. Πριν προλάβω να γράψω έστω και μια αράδα, πριν καν αλέκτορα φωνήσαι, διαβάζω πως η πρεμιέρα της παράστασης έγινε στις 3 Ιουλίου αλλά το έργο δεν πέταξε, δεν πέταξε -αυτό θα πει προφητικός τίτλος κι αυτό θα πει ανώμαλη προσγείωση… Το κατέρριψαν, λέει -δηλαδή το κατέβασαν-, την επομένη -«ο εις μίαν μόνην ώραν (σ.σ. ημέραν στη δεδομένη περίπτωση) την γην παίξας, την γην χάσας εις του Βατερλώ την χώραν»…- οι έχοντες τα δικαιώματα. Ποια δικαιώματα; Του Αιμίλιου Κοέν; Μάλλον ο καλοπροαίρετος εαυτός μου θα λάθεψε. Αλί, πάντως, στους ηθοποιούς που ’μειναν στον άσο.
Αμ, δεν πετάει ο γάιδαρος… Απλώς αναρωτιέμαι: τόση βλακεία; Ή τόσο θράσος;
«Έχουμε καλούς νέους μαέστρους. Ταλαντούχους και με δυνατότητες για καριέρα έξω από τα σύνορά μας. Αλλά ο Θεόδωρος Κουρεντζής νομίζω ότι είναι από τη στόφα των Μεγάλων. Και πιστεύω ακράδαντα- στοιχηματίζω- ότι πολύ σύντομα θα μιλάμε γι’ αυτόν και θα καμαρώνουμε όπως μιλάμε και καμαρώνουμε -κι ας θεωρηθεί ασέβεια- για έναν Δημήτρη Μητρόπουλο» έγραφα, μεταξύ άλλων, στα «Νέα», στις 29 Ιουνίου 2007, για την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στην Ελλάδα -στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Έχουν περάσει εφτά χρόνια. Κάθε φορά που ξανάρχεται εδώ και μου επιβεβαιώνει εκείνη την πρώτη εκτίμηση, το θυμάμαι το κείμενο αυτό. Θέλω να το θυμάμαι. Γιατί χαίρομαι.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Να θυμίσω πως το μιούζικαλ-τζουκμπόξ (αν δεν το θεωρήσουμε απλώς «έργο με τραγούδια») «Πιαφ» της Παμ Γκεμς που επέλεξε ν’ ανεβάσει (γιατί άραγε;) το Εθνικό Θέατρο με Ελεωνόρα Ζουγανέλη το χειμώνα έχει παρουσιαστεί ήδη στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του 1981 -προ 33ετίας- στο τότε «Αθηναϊκό Κηποθέατρο» -στο Πεδίο του Άρεως, απ’ την πλευρά της Μαυροματαίων, το καταβρόχθισε ο «Πανελλήνιος» κατόπιν… Σε σκηνοθεσία Γιάννη Τσιώλη και με την Τάνια Τσανακλίδου στο ρόλο της Πιαφ. Με μεγάλη αποτυχία -κατέβηκε άρον-άρον, άντεξε, δεν άντεξε ένα μήνα. Αλλά ευτυχώς διασώθηκε η ερμηνεία των τραγουδιών. Στα οποία –όχι, όμως, και στις πρόζες…- ήταν συγκλονιστική η Τάνια Τσανακλίδου. Και διασώθηκε γιατί κυκλοφόρησαν σε δίσκο LP -οι ελληνικοί στίχοι, του Άρη Δαβαράκη που ’χε κάνει και τη μετάφραση.
Μια κίνηση που ρέει. Σαν ένα πλατύ ποτάμι με πεντακάθαρο νερό, που κυλάει ήρεμα: οι χορογραφίες της Τρίσα Μπράουν που είδαμε «Πειραιώς 260», στο Φεστιβάλ Αθηνών, απ’ την Ομάδα Χορού Τρίσα Μπράουν. Σε γαλήνευαν.
Δρέπει δάφνες, διαβάζω, στο «Ολντ Βικ» ο Κέβιν Σπέισι, -επιτυχημένος- καλλιτεχνικός διευθυντής απ’ το 2003 (θα κρατήσει τη θέση μέχρι το 2015) του λονδρέζικου Θεάτρου, με το μονόλογο του Ντέιβιντ Ρίντελζ «Κλάρενς Ντάροου» -«ομιλεί» ένας αμερικανός δικηγόρος-τζιμάνι που, ενεργός απ’ το τέλος της δεκαετίας του 1870 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1930, έγινε -αμερικάνικος…- θρύλος. Η Ιωάννα Μπλάτσου, αυτόπτης μάρτυς, μας ενημέρωσε άριστα στην «Καθημερινή». Διάβασα πως το χειμώνα θα τον ανεβάσει κι εδώ, στο «Χορν», ο Σταμάτης Φασουλής.
Να θυμίσω πως το μονόλογο αυτό του 1974, που τον πρωτόπαιξε στο Μπρόντγουέι ο Χένρι Φόντα, πρωτοπαρουσίασε στην Ελλάδα, τη σεζόν 1976/1977, με τον τίτλο «Ο δικηγόρος μας», ο Γιώργος Φούντας σε σκηνοθεσία του. Θυμάμαι να τον έχω δει στην «Στοά» και την επόμενη χρονιά στον «Ακάδημο» ενώ στη συνέχεια τον παρουσίαζε σε περιοδεία. Είκοσι χρόνια μετά, τη σεζόν 1996/1997, τον έπαιξε κι ο Τίτος Βανδής σε σκηνοθεσία Μπέττυς Βαλάση -ήταν ο τελευταίος του ρόλος στη σκηνή.
Έβλεπα τον ανατρεπτικό μοτσάρτειο «Ντον Τζοβάνι» του Γιάννη Χουβαρδά με την Λυρική στο Ηρώδειο. Και πέρασε απ’ το μυαλό μου το παλαιότερο -θεατρικό- έργο με τον ίδιο ήρωα «Δον Χουάν, ο απατεώνας της Σεβίλης» του Τίρσο Δε Μολίνα που ’χε ανεβάσει, ανατρεπτικά και πάλι, ο ίδιος σκηνοθέτης στο Εθνικό το ’89 (στη φωτογραφία Γιώργος Μοσχίδης και Αντώνης Θεοδωρακόπουλος). Και συνειρμικά σκέφτηκα: τι θα ’γραφε τώρα εκείνος ο κριτικός θεάτρου που -στις μεγάλες δόξες του τότε- είχε δώσει, ήθος ποιών και με λεπτότητα ιδιαίτερη, στην κριτική του τον αξέχαστο πηχυαίο τίτλο «Δον Χουβαρδάς ο αποπατών δημοσία δαπάνη»;
Δροσερή στιγμή απ’ το Ηρώδειο της Νάνας Μούσχουρη.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...
Διάβασα, μ’ αφορμή την «Κολεξιόν» του Πίντερ που ’χε ανεβάσει η Ελένη Σκότη στο «Εμπορικόν» με Δημήτρη Καταλειφό, Αλέξανδρο Μαυρόπουλο, Λουκία Μιχαλοπούλου και Δημήτρη Μοθωναίο -ομολογώ πως δε μου άρεσε και τόσο η παράσταση, νομίζω πως εκείνο που ξέρει άριστα η Ελένη Σκότη είναι να πατάει γερά στο ρεαλισμό, η αφαίρεση του Πίντερ δεν της πηγαίνει, πολύ το ’χε «γειώσει» το τόσο ενδιαφέρον έργο…-, πως στην Ελλάδα είχε παιχτεί δυο μόνο φορές και με τον τίτλο «Επίδειξη μόδας»: στην Θεσσαλονίκη, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και σε σκηνοθεσία που υπέγραφε ο Μίνως Βολανάκη, το 1975 -η πρώτη παρουσίαση του έργου σ’ ελληνικό έδαφος- και στην Αθήνα το 1999, στο «Θέατρο της Άνοιξης», απ’ το θίασο «Νέος Λόγος» σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή.
Να διορθώσω πως ο Βολανάκης το ’χε ανεβάσει -μαζί με το επίσης πιντερικό «Ασήμαντος πόνος» και υπό τον γενικό τίτλο «Δύο απιστίες»- στο ΚΘΒΕ το 1976 -σεζόν 1975/’76, είχαμε δει την παράσταση και στην Αθήνα, στα «Ολύμπια» της Λυρικής Σκηνής.
Και να συμπληρώσω, με τη βοήθεια, κυρίως, του αφιερωμένου στον Πίντερ τεύχους 46 του πολύτιμου περιοδικού «Θεατρικά Τετράδια», έκδοσης της θεσσαλονικιώτικης Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης», πως στην Ελλάδα το μονόπρακτο δεν είναι και τόσο ολιγοπαιγμένο. Έχει ανεβεί άλλες τρεις φορές -τώρα, δηλαδή, ήταν η έκτη, αν κάτι δε μου διαφεύγει: στην Θεσσαλονίκη επίσης, το 1982, απ’ την «Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης» της Ρούλας Πατεράκη σε σκηνοθεσία της και με τον τίτλο «Κολεξιόν», στην Αθήνα, στο «Ελυζέ», το 1991 -σκηνοθέτης και πάλι ο Μίνως Βολανάκης- απ’ το θίασο Κατερίνας Βασιλάκου, με τον τίτλο «Επίδειξη μόδας», μαζί με το μονόπρακτο του Πίντερ «Νάνοι», κάτω απ’ τον γενικό τίτλο «Δύο αινίγματα», και γι άλλη μια φορά στην Θεσσαλονίκη, στο ΚΘΒΕ όμως, το 2012 -σκηνοθέτησε η Μαρίνα Χατζηιωάννου- με τον τίτλο «Συλλογή».
Αν κάτι ψάχνετε απ’ το παρελθόν του ιστολογίου, αναζητήστε στη δεξιά στήλη, πάνω-πάνω, το Search To Tetarto Koudouni. Βάλτε μέσα στο λευκό κουτάκι που ’ναι ακριβώς από κάτω μια ή κάποιες λέξεις απ’ το στοιχείο που ψάχνετε, κάντε κλικ πλάι, στο Search, και θα σας βγάλει όλες τις αναρτήσεις στις οποίες περιλαμβάνεται.
Θα με βρείτε πάλι εδώ με «Το Τέταρτο Κουδούνι» στις 31 Ιουλίου - κανονικά αυτή τη φορά, Πέμπτη.
Τώρα εσείς κάνετε σοβαρά κριτική? "Ομολογώ πως δε μου άρεσε η παράσταση"?
ReplyDeleteόλος ο κόσμος που σας διαβάζει ένα κορόιδο...