Το έργο. Η
Ελένη ήταν αθώα! Δεν υπέπεσε στο αμάρτημα της μοιχείας. Δεν ακολούθησε τον Πάρι
όταν εκείνος πήγε στην Σπάρτη και την άρπαξε, καθώς του την είχε επιδικάσει η
Αφροδίτη ως αμοιβή δια παρασχεθείσας υπηρεσίας Η Ωραία που ο Πάρις
απήγαγε, ένα ομοίωμα, ένα είδωλο, μία ρέπλικα, ένα πουκάμισο αδειανό ήταν. Η Ήρα το δημιούργησε δυσαρεστημένη από την κρίση του νεαρού βασιλόπουλου της Τροίας και έστειλε, εξαπατώντας τον Πάρι, την
αθώα, αμόλυντη πραγματική Ελένη, με τον Ερμή, στην Αίγυπτο για να τη διαφυλάξει εκεί, ως κόρην οφθαλμού, ο βασιλιάς της, ο Πρωτεύς. Ο οποίος τη σεβάστηκε. Όταν όμως ο Πρωτεύς πεθαίνει
ο καινούργιος βασιλιάς, ο γιος του Θεοκλύμενος, θέλει να την κάνει δική του.
Οι Έλληνες, στο μεταξύ, μακελεύτηκαν
δέκα χρόνια στην Τροία για χάρη της και για χάρη του Μενέλαου. Που, όταν η
Τροία έπεσε, πήρε πίσω αυτή που θεωρεί Ελένη του και γυρίζουν στην Σπάρτη με το καράβι του.
Το καράβι τους, όμως, μετά από πολλές περιπλανήσεις και περιπέτειες, θα
ναυαγήσει. Και μάλιστα στις ακτές της Αιγύπτου. Στο σωστό… τάιμινγκ. Όταν η
Ελένη, απελπισμένη από τα ψεύτικα νέα που της έχουν φτάσει πως ο Μενέλαος
πνίγηκε, αν και έχει καταφύγει ικέτισσα στον τάφο του Πρωτέως, αντιλαμβάνεται
πως δεν θα τα καταφέρει να γλιτώσει από τον Θεοκλύμενο και ετοιμάζεται
να δώσει, η άσπιλη, με τα ίδια της τα χέρια τέλος στη ζωή της.
Οι δύο σύζυγοι συναντιούνται, αναγνωρίζονται,
το Ελένης είδωλον που ο Μενέλαος είχε κρύψει σε μία σπηλιά μαθαίνουν πως εξαερώθηκε
και προσπαθούν να επιτύχουν τη φυγή τους με δόλο. Η Ελένη ανακοινώνει στον Θεοκλύμενο,
αφού εξασφαλίσει τη σιωπή της μάντισσας Θεονόης, της αδελφής του, ότι ο Μενέλαος
πνίγηκε σε ναυάγιο, όπως την πληροφόρησε ο ανώνυμος ξένος που είναι πλάι της
και που δεν είναι παρά ο ίδιος, και πως είναι πια ελεύθερη να τον παντρευτεί. Αλλά
πρέπει πρώτα να αποδώσει νεκρικές τιμές στον πρώτο της σύζυγο: του ζητά γι αυτό
ένα καράβι με πενήντα κωπηλάτες, στο οποίο θα επιβιβαστούν με τον ξένο και θα
απομακρυνθούν από την ακτή για να αποδώσουν τις τιμές. Στο καράβι τούς ακολουθούν
και όσοι από το πλήρωμα του Μενέλαου σώθηκαν. Όταν ξανοίγονται στο πέλαγος
πετάνε στη θάλασσα τους Αιγύπτιους και βάζουν πλώρη για την Ελλάδα.
Ο Θεοκλύμενος, όταν το
μαθαίνει, ανίκανος να αντιδράσει, ζητάει εξιλαστήριο θύμα: ετοιμάζεται να
θανατώσει τη συνένοχο Θεονόη. Οι από μηχανής θεοί Διόσκουροι, όμως, αδέλφια της
Ελένης, επεμβαίνουν, κατευνάζουν τα πάθη και τον πείθουν να ηρεμήσει. Όλα πια,
μέλι γάλα.
Ο Ευριπίδης στην «Ελένη» του (412
π.Χ.) έχει χρησιμοποιήσει μία νεότερη εκδοχή του μύθου της απαγωγής της Ωραίας
Ελένης, που εκφράζει απόλυτα την εποχή του, μία εποχή όπου η αμφισβήτηση έχει
αρχίσει να εμφιλοχωρεί, κυρίως μέσα από το κίνημα των σοφιστών. Το έργο τυπικά
κατατάσσεται στις τραγωδίες αλλά πόρρω απέχει πια από τις τραγωδίες του
Αισχύλου και του Σοφοκλή. Και αν οι φιλόλογοι μιλούν, βασισμένοι στην υφολογική
ποικιλία του, για άλλη μία «ειρωνική τραγωδία» του, η «Ελένη», με τους σημερινούς όρους,
θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως δραματική κομεντί. Η ουσία, πάντως, πέρα από
τις ετικέτες, είναι πως ο Ευριπίδης, αν και υποχρεωμένος να ακολουθήσει τις
καθιερωμένες φόρμες, προχωρεί το θέατρο όχι ένα αλλά πολλά βήματα μπροστά.
Η παράσταση.
Τρία ήταν τα βασικά μελήματα του σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά. Να τονίσει τα
κωμικά στοιχεία του έργου, να του προσδώσει μία χορικότητα -έξυπνη κίνηση,
δεδομένης της απειρίας του θιάσου του- και να ακολουθήσει μία μεταμπρεχτική
γραμμή.
Ως προς το πρώτο, βασισμένος
στη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη -λιτή, διαυγή αλλά με κάποια ολισθήματα-,
ξεπέρασε τα όρια της ειρωνείας και πέρασε στα χωράφια της παρωδίας. Κάποιες
στιγμές έμοιαζε, ειδικά μέσα από τη σχεδόν αγχωτική κίνηση των ηθοποιών (επιμέλεια
Σταυρούλα Σιάμου), που παρέπεμπε σε κινούμενα σχέδια και σε κούκλες-νευρόσπαστα,
να χάνει τον έλεγχο -και να χάνονται οι ισορροπίες- αλλά γρήγορα τον ανακτούσε.
Το ουσιώδες είναι πως δεν θέλησε να εξυπνακίσει. Και ακριβώς γι αυτό κέρδισε,
τελικά, τις εντυπώσεις.
Η χορικότητα και η εναλλαγή διαφορετικών
ηθοποιών στον ίδιο ρόλο λειτούργησε θετικά δίνοντας στο αποτέλεσμα το χαρακτήρα
ομαδικής προσπάθειας αλλά κάποιες στιγμές προκαλούσε σύγχυση ως προς την
ταυτότητα των ομιλούντων. Όμως ο Δημήτρης Καραντζάς προσπάθησε και κατάφερε να
ξεκαθαρίσει κάπως το παραστασιακό τοπίο και να το κάνει λιγότερο συγκεχυμένο
και θολό απ’ όσο ήταν όταν πρωτοδοκίμασε με την «Ελένη» τον προπέρσινο χειμώνα
στο Εθνικό Θέατρο, σε μία παράσταση ίδιας γραμμής, που απευθυνόταν σε έφηβους.
Νομίζω πως ακριβώς για να το
πετύχει αυτό διάλεξε την αποστασιοποίηση -«η Ελένη λέει:», «ο Μενέλαος λέει:», «ο
Χορός λέει:»… Για να βοηθήσει το κοινό να μην πελαγοδρομεί μέσα στη χορικότητα
και τις αλλαγές.
Ουσιώδες, επίσης, είναι πως
σεβάστηκε το λόγο και, παρά τις συχνές συνεκφωνήσεις, τον άφησε να ακουστεί καθαρά
και να φτάσει στο κοίλον, Ούτε «χάθηκε» στο χώρο της Επιδαύρου, τον οποίο
αντιμετώπιζε για πρώτη φορά.
Το αποτέλεσμα, παρά τα
επιμέρους ελαττώματα και τις επιμέρους αντιρρήσεις μου, ήταν μία ανάλαφρη παράσταση,
ένα σκηνικό παιχνίδι με πολύ χιούμορ που με χάρη αλλά και διακριτικότητα έκλεινε
το μάτι σε προλήψεις για το αρχαίο δράμα -παλαιολιθικές υποκριτικές, «πλαστικές»
πόζες, ο «σεβασμός στη θυμέλη»…- χωρίς να χάσει το μέτρο και να γίνει έπαρση.
Ένα παιχνίδι που άνοιξε και έκλεισε ανεπαισθήτως μελαγχολικά. Σε ένα ύφος συνεπές μέχρι το τέλος.
Η σκηνογραφική επιμέλεια -ολόγυμνη
σκηνή- και τα απέριττα κοστούμια -λευκά ή σε πολύ παλ χρώματα- της Ιωάννας
Τσάμη και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου που αναπλήρωναν την έλλειψη
σκηνικού συνταυτίστηκαν με τη σκηνοθετική άποψη. Αλλά θα σταθώ περισσότερο στις
μουσικές του Ανρί Κεργκομάρ: χωρίς να κραυγάζουν, διακριτικές, σχεδόν
υποτονικές, δέθηκαν απόλυτα με τα επί σκηνής τεκταινόμενα δημιουργώντας ένα
ιδανικό κέλυφος και αποδεικνύοντας στους φλύαρους και θορυβώδεις των σκηνικών
μουσικών πως ουκ εν τω πολλώ το ευ...
Η διανομή.
Οι ηθοποιοί, με το δρόμο που επέλεξε ο σκηνοθέτης, δεν είναι εύκολο να κριθούν -δεν
ξέρεις καν ποιος είναι ποιος. Νέοι και άπειροι, με ελαττώματα, ακόμα και με
προβλήματα άρθρωσης συντονίστηκαν εν τούτοις πολύ καλά και σ’ αυτούς εν πολλοίς οφείλεται
το θετικό αποτέλεσμα. Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Χαρά Ιωάννου, Γιάννης Κλίνης,
Ιωάννα Κολλιοπούλου, Θύμιος Κούκιος, Άρης Μπαλλής, Αντώνης Πριμηκύρης, Ελίνα
Ρίζου, Δημήτρης Σαμόλης, τα ονόματά τους.
Το συμπέρασμα.
Μία παράσταση που, παρά τα κάποια ελαττώματά της, σε κέρδιζε προοδευτικά με τη φρεσκάδα της αποδεικνύοντας, στο τέλος, πως ήταν, όντως, μία συνεπής, επιτυχημένη ανανεωτική προσπάθεια
στον πολύπαθο χώρο του αρχαίου δράματος.
Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 5 Ιουλίου 2014.
Βρίσκω και αυτό το κείμενό σας και σχεδόν ΟΛΕΣ τις παρατηρήσεις σας ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ.
ReplyDelete