July 10, 2014

Πες τα στην Τάνια, να τ’ ακούσει η νύφη… ή Ο Ροντήρης πέθανε το 1981



Το Τέταρτο Κουδούνι / 10 Ιουλίου 2014


Πώς το ’πε, για το Φεστιβάλ Επιδαύρου, αυτή η κ. Παναγιώτα -που ακούει στο Τάνια- Ιακωβίδου, βουλευτίνα της Νέας Δημοκρατίας -ψάξτε πληροφορίες για το άτομο…-, που μπήκε πρόσφατα στην Βουλή μετά από διπλή καραμπόλα; Ότι «ρέπει», λέει, «επικίνδυνα προς έναν αμοραλιστικό ελιτισμό»; Και πώς ακριβώς το συνέδεσε το Φεστιβάλ Επιδαύρου με ξενοδοχεία, εστιατόρια (μεταξύ των οποίων, προφανώς, και ταβέρνες που δεν κόβουν τιμολόγια, αν τους ζητήσεις, γιατί «έχει πάρει το μπλοκ ο λογιστής»…), πρατήρια καυσίμων, παντοπωλεία και μέσα μεταφοράς; Που «επλήγησαν», λέει, «από αυτή την παράλογη απόφαση η οποία αποκόπτει την όποια αναπτυξιακή δυνατότητα της περιοχής της Επιδαύρου».
Μόνο πως πέσανε οι τιμές στα κοκορέτσα λόγω των επιλογών του Φεστιβάλ δεν αναφέρει η ερώτηση που κατέθεσε στην Βουλή η ερίτιμος βουλευτίνα καταλήγοντας πως το ενδεδειγμένο είναι -νάτο, νάτο, το λουκουμάκι… -ν’ αναλάβει, λέει, το Φεστιβάλ το Εθνικό θέατρο. Μάαααλιστα. Μωρέ γι αυτό κάτι μου θύμιζε, κάτι μου θύμιζε αυτή η φρασεολογία -πες τα στην πεθερά, να τ’ ακούσει η νύφη…
Έλα, όμως, που η Παπαδάκη έχει δολοφονηθεί απ’ το ’44, η Παξινού έχει πεθάνει απ’ το ’73, ο Χουρμούζιος απ’ το ’73 ωσαύτως, ο Ροντήρης απ’ το ’81, ο Μινωτής απ’ το ’90, ο Σολομός απ’ το 2012 και η κυρία Συνοδινού είναι πια στα 87 και στο νοσοκομείο (περαστικά της!)… Σα να μην το ’χουνε καταλάβει μερικοί. Και σα να μην το σφυρίξανε στην κυρία Τάνια που μπορεί και να τους θεωρεί ζώντες. Της βλακείας ουκ έσται τέλος…






Ο Άγης Εμμανουήλ, ο Νίκος Γεωργάκης -που θα συμπρωταγωνιστήσει στο ΚΘΒΕ και στον «Κάτω Παρθενώνα» του Μηνά Βιντιάδη, όπως σας έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 26 Ιουνίου- κι η Ειρήνη Μουρελάτου θα κρατήσουν τους τρεις ισότιμους πρωταγωνιστικούς ρόλους στην «Προδοσία» του Χάρολντ Πίντερ, που θ’ ανεβάσει η Γλυκερία Καλαϊτζή για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στο Νέο Υπερώο του θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών τον Δεκέμβριο, σε μετάφραση Εύας Γεωργουσοπούλου. 
Το έργο -που το θέμα του ο Πίντερ το άντλησε απ’ την πολυτάραχη προσωπική ζωή του και που  κανε πρεμιέρα το 1978 στο Λονδίνο, στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Πίτερ Χολ- περιγράφει την πεντάχρονη εξωσυζυγική ερωτική σχέση της -παντρεμένης με τον Ρόμπερτ- Έμα με τον επίσης παντρεμένο Τζέρι, στενό φίλο του άντρα της, παρακολουθώντας τους απ’ το 1968 μέχρι το 1977 -δυο χρόνια μετά τη λήξη της σχέσης- αλλά σε αντεστραμμένη χρονολογική σειρά -απ’ το 1977 μέχρι το 1968. Πέρα απ’ το συγκεκριμένο εξαιρετικό εύρημα που φωτίζει θαυμαστά τη σχέση, η «Προδοσία», που ανήκει στη δεύτερη συγγραφική περίοδο του Πίντερ, των «Έργων Μνήμης», αναμφίβολα κατατάσσεται, με τις λεπτές, ειρωνικές, βαθύτατα διεισδυτικές πινελιές της, στα αριστουργήματά του.
Στην Ελλάδα η «Προδοσία» πρωτοπαρουσιάστηκε τη σεζόν 1980/’81 απ’ το «Θέατρο Τέχνης» και τον Κάρολο Κουν, σε σκηνοθεσία του, με Αντώνη Θεοδωρακόπουλο, Μίμη Κουγιουμτζή και Ρένη Πιττακή στους τρεις βασικούς ρόλους. Το πιο πρόσφατο ελληνικό ανέβασμα του έργου έγινε στο θέατρο «Σημείο» το χειμώνα του 2011/2012 σε σκηνοθεσία Νίκου Διαμαντή με Γεράσιμο Δεστούνη, Ιωάννα Μακρή κι Αυγουστίνο Ρεμούνδο.
Στο ΚΘΒΕ θ’ ανεβεί απ’ την Γλυκερία Καλαϊτζή με σκηνικά Ευαγγελίας Κιρκινέ, κοστούμια Μαρίας Καραδελόγλου και φωτισμούς Κώστα Σιδηρόπουλου.
Ας σημειωθεί ότι το έργο -που το 1983 έγινε και ταινία απ’ τον Ντέιβιντ Τζόουνς με Τζέρεμι Άιρονς, Μπεν Κίνγκσλεϊ και Πατρίσια Χοτζ- αναβίωσε και πάλι στη σκηνή του Μπρόντγουέι πρόσφατα -μόλις την περασμένη σεζόν 2013/2014- με Ντάνιελ Κρεγκ, τη γυναίκα του Ρέιτσελ Βάις και Ρέιφ Σπαλ σε σκηνοθεσία Μάικ Νίκολς, σε μια παράσταση που δε συζητήθηκε μόνο για τα μεγάλα ονόματά της αλλά έγινε και θερμά δεκτή απ’ την κριτική.




Η παράσταση άρχισε βαρετά, κατά τη γνώμη μου: ένα κρυπτικό κείμενο του Γιάννη Μαυριτσάκη κι ο Θάνος Παπακωνσταντίνου να ’χει ανεβάσει την «Μετατόπιση προς το ερυθρό» με την «Helter Scelter Company» του για το Φεστιβάλ Αθηνών -«Πειραιώς 260»- με ακρίβεια και υψηλή αισθητική -πολλά, πολλά «αστέρια» στα σκηνικά και, κυρίως, στα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού- αλλά αργά, μακρόσυρτα, βασανιστικά. Κουράστηκα στις δυο πρώτες απ’ τις συνολικά τέσσερις, εντελώς διαφορετικού ύφους, σκηνές.

Και ξαφνικά έρχεται η τρίτη: ο μονόλογος μιας καταστροφής, μιας Αποκάλυψης, που κινείται με άκρα τολμηρότητα ανάμεσα στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και τον Χάουαρντ Μπάρκερ του «Ύστατου σήμερα» και στο «Άλιεν» και την επιστημονική φαντασία. Συγκλονιστικός μονόλογος. Και μια Αλεξία Καλτσίκη, βουτηγμένη στα αίματα -η μόνη διασωθείσα της καταστροφής-, ηθοποιός εξ ορισμού εξαίρετη, να τον αναδεικνύει με τρόπο α-πο-κα-λυ-πτι-κό. Τι ρυθμός! Τι ακρίβεια! Τι μέτρο! Τι εμβάθυνση! Τι δεξιοτεχνία! Τι υποδειγματικός χειρισμός του λόγου! ΤΟ μοντέλο ερμηνείας μονολόγου -να σε κρατάει με κομμένη την ανάσα.

Κι απανωτά η τέταρτη σκηνή: αυτό το υπέροχο πλάσμα του θεάτρου με την απεριόριστη γκάμα, η Αμαλία Μουτούση, τυλιγμένη, «σφιγμένη» μέσα σ’ ένα συναρπαστικό ταφταδένιο πορφυρό κοστούμι με μια μακριά, τεράστια γκοφρέ ουρά, ο ίδιος ο νεαρός σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου (ο οποίος λίγο προς Κιάνου Ριβς μου φέρνει) πλάι της, δύσκαμπτος στην κίνησή του αλλά στο λόγο του εύπλαστος, καίριος, με κύρος αξιομνημόνευτο, ξαπλωμένος, μισόγυμνος στην αγκαλιά της α λα Πιετά, κι εκείνη -απολαυστική, σαρκαστική, με χιούμορ που σπάει κόκαλα- μετά από ένα διάλογο που φλερτάρει με το μπουλβάρ, σε μια εντελώς σαντική μεταστροφή, να τον ταΐζει σκατά -στο τέλος και δικά της.
Δυο σκηνές που μ’ έκαναν ν’ αναθεωρήσω τις μέχρι τότε εντυπώσεις μου, να δέσω τις ετερογενείς σκηνές και να δικαιολογήσω αυτόν το λάκκο, τον σκαμμένο στη σκηνή, τον γεμάτο λάσπες που τελικά δεν ήταν παρά σκατά και στον οποίο βουτούσαν οι απεγνωσμένοι, παρά τα «κολλημένα» στις φάτσες τους χαμόγελα, ήρωες αυτού του «τσίρκου» του κόσμου.


Ακύρωσε το ΚουΘουΒουΕ τις παραστάσεις στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης του μιούζικαλ «Godspell» που ανέβασε και που ’κανε την πρεμιέρα του στο Δημοτικό Θέατρο του Κήπου. Παραστάσεις που ’χε ανακοινώσει δυο μέρες πριν. Γιατί, λέει, «ο χώρος πραγματοποίησης των παραστάσεων κρίθηκε ακατάλληλος για τις τεχνικές-ηχητικές προδιαγραφές και την ποιότητα που το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος οφείλει να παρέχει στο κοινό του» (το τελευταίο, υπογραμμισμένο στο σχετικό δελτίο Τύπου). Μήπως, όμως, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, εκτός απ’ τις τεχνικές-ηχητικές προδιαγραφές και την ποιότητα, οφείλει να παρέχει στο κοινό του και μεγαλύτερη σοβαρότητα; Και λιγότερη επιπολαιότητα; Διότι μόνο σοβαρότητα δεν προδίδει το γεγονός πως στις 7 Ιουλίου εξήγγειλε παραστάσεις σε χώρο που στις 8 Ιουλίου ανακάλυψε -και ανακοίνωσε, ακυρώνοντας τις παραστάσεις, στις 9, ανήμερα της πρεμιέρας- πως είναι ακατάλληλος. Δεν τον είχαν ψάξει το χώρο νωρίτερα; Τουλάχιστον ας μη βγαίνουν κι από πάνω με μάθημα δεοντολογίας.




«Είναι μια από τις καλύτερες παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας που θα έχουν παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια στην Επίδαυρο και ειδικά στον ελλαδικό χώρο. Με βάση την εξωστρέφεια που χαρακτηρίζει πλέον το ΚΘΒΕ μπορώ χωρίς ενδοιασμούς να σας πω ότι, ναι, αυτή η τραγωδία μπορεί να μας εκπροσωπήσει και στο εξωτερικό επάξια». Αυτή την αμετροεπή δήλωση έκανε ο καλλιτεχνικός Διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, Γιάννης Βούρος στη σχετική συνέντευξη Τύπου για τους «Πέρσες» του Αισχύλου που ανεβάζει η Νικαίτη Κοντούρη -και στην Επίδαυρο- για λογαριασμό του ΚΘΒΕ.
Μακάρι! Προσωπικά, πολύ θα χαρώ. Αλλά, ναι, να διαφημίζουμε το προϊόν μας. Ναι, να προσπαθήσουμε να προκαταλάβουμε το κοινό. Όχι όμως κι έτσι. Όχι ο ίδιος ο διευθυντής του Θεάτρου να κάνει -θριαμβευτική- κριτική πριν ακόμα απ’ την πρεμιέρα της παράστασης. Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβαφτίσαμε… Το ξέρω πως -γενικώς, όχι ειδικώς- το μέτρο έχει προ πολλού χαθεί. Και πως τα φρένα δεν ελέγχονται. Αλλά ας είμαστε περισσότερο σεμνοί. Περισσότερο προσγειωμένοι. Και λιγότερο επιπόλαιοι. Ας δούμε κι εμείς, το κοινό, την παράσταση και μετά ας θριαμβολογήσει ο κ. Βούρος όσο θέλει. Διότι, διαφορετικά, μπορεί και να παρεξηγηθεί.


Άκουσα στο Ηρώδειο και τη συναυλία «Εντεύθεν» του Γιάννη Μαρκόπουλου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Δυο έχω να κρατήσω: την εξαιρετική φόρμα στην οποία βρίσκεται ακόμα η φωνή του Γιώργου Νταλάρα και, κυρίως, τη βαθιά μουσικότητα -αλλά και τη διακριτικότητα- με την οποία ο Vassilikos ερμήνευσε τραγούδια του συνθέτη αγαπημένα, όπως το «Χρώματα κι αρώματα», αψηφώντας τις πρώτες εκτελέσεις που συνήθως σημαδεύουν τα τραγούδια τα οποία καθιερώνονται. Πάντα μου αφήνει την αίσθηση πως νοιώθει άβολα στη σκηνή ο Vassilikos. Αλλά πάντα, τελικά, με κερδίζει ολοκληρωτικά μ’ αυτό που εκπέμπει μέσα απ’ τη φωνή και την παρουσία του.
Και να επανέλθω σε μια εμμονή μου -θεατρικής προέλευσης: πόσο πολύ θα ’θελα να τον άκουγα να τραγουδάει Βάιλ/Μπρεχτ. Νομίζω πως η ιδιαίτερη φωνή του είναι φτιαγμένη για τα τραγούδια αυτά, για το ύφος αυτό.


«Δημιουργούνται δυνατότητες, για την επόμενη γενιά, σημαντικών επενδύσεων» δήλωσε ο πρωθυπουργός μας Αντώνης Σαμαράς. Δήλωση η οποία ανταποκρίνεται ακριβώς σ’ αυτό που λέγανε στο στρατό: «Του Αγίου Πούτσου ανήμερα». (Νομίζω πως έχω αρχίσει να γίνομαι χυδαίος. Αλλά η ζωή μ’ έχει κάνει έτσι…).
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...

No comments:

Post a Comment