Το «γράμμα» αυτό είναι εντελώς ανεπίκαιρο. Γράφτηκε τον Ιούλιο του 2005 _ πριν από εφτά χρόνια _, μετά από μια παράσταση του «Οιδίποδα τύραννου» που είδα στην Πετρούπολη. Είναι ένα «βλέμμα» ευθυμογραφικό. Δε δημοσιεύτηκε ποτέ. Λόγω έκτασης και για λόγους ευνόητους… Κυκλοφόρησε ως σαμιζντάτ _ σε εκτυπώσεις, δηλαδή, και με mail _ μεταξύ φίλων. Τώρα που υπάρχει το blog αποφάσισα να το δώσω στη δημοσιότητα. Μπορεί και να σας κάνει να χαμογελάσετε. Το χαμόγελο είναι πάντα επίκαιρο.
Αφιερωμένο στην… Ρένα, αυτόπτη μάρτυρα
Κυρία Ευαγγελία Βασιλάτου
Παραλία Κύμης, Εύβοια
Αγαπημένη μου θεία Ευαγγελία
Κάθομαι να σου γράψω ένα γράμμα γιατί η μαμά μου, λέει, καλό τώρα στις διακοπές το πλέι στέισον όλη μέρα, καλά και τα ιμέιλ αλλά πιάσε και κανα μολύβι να γράψεις στη θεία σου, να ξεστραβωθείς λίγο, μπας και πάρεις του χρόνου πάνω από εφτά στην έκθεση.
Θεία είμαι καλά και έχω κάνει εννιά μπάνια. Χτες μας πήγε ο μπαμπάς μου τη μαμά μου κι εμένα και τη φίλη μου την Ρένα και τη μαμά της την κυρία Χρύσα στη συναυλία του Γιώργου Νταλάρα που τη λέγανε «Εδίπος τύρανος».
Σε τραγουδία θα σας πάω έλεγε ο μπαμπάς μου, όχι σε συναυλία αλλά, αφού τραγουδούσε ο Γιώργος Νταλάρας, τραγουδία, συναυλία το ίδιο είναι. Και μας πήγε σ’ ένα νταμάρι που το λένε Πετρούπολις και που έχει ένα θέατρο τσιμεντένιο και τσακώθηκε με μια ωραία που είχε κρατημένες δώδεκα θέσεις γιατί περίμενε το σόι της και της είπε εμείς ήρθαμε πρώτοι κι αυτή του είπε εγώ είμαι απ’ τις εφτά κι εκείνος της είπε ναι αλλά εμείς ήρθαμε τώρα, πριν απ’ τους δώδεκα που περιμένετε, άρα δικαιούμαστε να καθίσουμε κι εκείνη του είπε αυτό είναι θράσος και ο μπαμπάς μου της είπε ότι θράσος είναι το δικό της που κρατάει δώδεκα θέσεις και μετά καθίσαμε και μας πήρε και τσιπς και νερά και στη φίλη μου τη Ρένα της πήρε κοκακόλα λάιτ γιατί κοκακόλα λάιτ πίνει επειδή έχει παχύνει λέει αλλά σαν ρέγκα είναι.
Ήτανε κάτι πατάρια εκεί, με τρύπες και με ένα πηγάδι και με κάτι γκουμούτσες μπροστά και με κάτι γκουμούτσες πάνω, σαν καναπέδες αρχαίους, και δύο πολυθρόνες σαν αυτές της γιαγιάς. Όλα πολύ μαύρα, σαν καμένα όπως μια φορά που ξέχασε η μαμά μου τις μπριζόλες στο γκριλ κι ο μπαμπάς μου την έβριζε. Και πίσω ένα σαν παλάτι από μπροστά με πόρτες και με αγάλματα και με κολώνες. Αλλά ώσπου να το ανεβάσουν στην Πετρούπολις τους έσπασε και ήτανε χάλια και έγερνε και είχανε βάλει κάτι σκαλωσιές γυαλιστερές να το κρατούνε να μην πέσει κι απάνω είχανε κρεμασμένα και τα ηχεία.
Και μετά βγήκε μια που ήτανε ντυμένη αγοράκι με χωρίστρα και μπλε κουστούμι σαν τον Κωνσταντίνο στα γενέθλιά του και κάτι έκανε. Και μετά βγήκανε κάτι σαν σαολίν κουνγκ φου και ο μπαμπάς μου είπε αυτοί είναι οι Χορός. Και μαζί ένας ντυμένος καλόγερος όπως στο σκετς για το κρυφοσχολειό που παίξαμε στις 25 Μαρτίου. Και μετά άρχισε να τραγουδάει ο Γιώργος Νταλάρας και όλοι χειροκροτούσαμε όταν καταλάβαμε ότι είναι ο Γιώργος Νταλάρας που είχε βάλει τα καλά του γιατί ήτανε τραγουδία και φόραγε κουστούμι γυαλιστερό και από πάνω φουλάρι ασορτί με τα πανιά που φορούσαν οι Χορός και είχε και κολλημένο στο στόμα ένα μικρόφουνο. Γιατί είναι κορυφαίος είπε ο μπαμπάς μου. Και βέβαια είναι κορυφαίος είπε η μαμά μου που της αρέσει ο Νταλάρας. Ο πρώτος και ο κορυφαίος. Και μετά τραγούδησε και η Αρετούλα που τραγουδάει με τον Γιώργο Νταλάρα και είπε ο μπαμπάς μου έχουν και σαπόρτ.
Και μετά βγήκε ένας κύριος που κούτσαινε, με μπαστούνι γιατί είχε πάει μικρός στον Κιθαιρώνα τον χτύπησαν τα παπούτσια και του μεινε το κουσούρι. Κι αυτός ήτανε ο Κινούλης αλλά ήταν και ο Εδίπος. Και φορούσε καλό πατελόνι και άσπρο πουκάμισο και από πάνω φορούσε τη ρόμπα του. Και είπε η μαμά μου ωραία ρομπ ντε σαμπρ και είπε ο μπαμπάς μου σκάσε, μας ακούνε. Και ο Γιώργος Νταλάρας δεν έφευγε γιατί ήταν κορυφαίος αλλά περίμενε υπομονετικά πάνω σε μια απ’ τις γκουμούτσες και όταν ο Κινούλης τελείωνε ξανατραγουδούσε. Σουξεδάρα έλεγε η μαμά μου και ο μπαμπάς μου έλεγε σκάσε, στάσιμο είναι, χορικό, αυτό που λένε οι Χορός. Αλλά οι Χορός δεν μιλούσαν, μόνο κουνιόντουσαν και έδειχναν πολύ στεναχωρημένοι. Γιατί δεν τους άφηναν να τραγουδήσουν κι αυτοί, φαίνεται.
Και ο μπαμπάς μας εξήγησε ότι δεν τους άρεσαν τα χορικά που έχει το έργο και τα κάνανε καλοκαιρινά γιατί βάλανε την Λίνα Νικολαροπούλου να τους γράψει άλλα, με στιχάκια και μετά κανόνισε η ετερία να γράψει τη μουσική ένας Γιουγκοσλάνος που λέγεται Πέρκοβιτς για να γίνουν τα καινούργια χορικά σουξέ και να πουλήσει το σιντί γιατί αλλιώς δεν πουλάνε πια τα σιντί. Αλλά εγώ δεν κατάλαβα τίποτα, ούτε ποια είναι η ετερία ούτε τι είναι στάσιμα. Γιατί μας κάνανε και οι από πίσω σσσσττ.
Και μετά βγαίνανε διάφοροι και κάτι λέγανε στον Εδίπου και φωνάζανε και βριζόντουσαν αλλά εγώ δεν πρόσεχα γιατί περίμενα τον Γιώργο Νταλάρα να τραγουδήσει που μου αρέσει γιατί αρέσει και στη μαμά μου.
Φέρανε μετά και τον Τερεζία που ήταν μάντης και είχε μια πατσαβούρα κολλημένη στη μούρη. Δεν είναι πατσαβούρα τυφλός είναι είπε ο μπαμπάς μου. Αλλά εγώ έχω δει τυφλούς. Αφού το είπε όμως ο μπαμπάς μου. Και επειδή είναι τυφλός ο Τερεζίας φαίνεται ότι έπεσε και έσπασε τα μούτρα του και τα πόδια του και τον φέρανε σε καροτσάκι. Και φώναζε και ο Τερεζίας και φώναζε και ο Κινούλης που ήταν Εδίπος και μετά ο Τερεζίας του είπε «το μίασμα είσαι εσύ» και παίζανε τα πιάνα βρουμ, βρουμ, βρουμ από πίσω και μετά έφυγε έξαλλος ο Τερεζίας και είπε και άλλο τραγούδι ο Γιώργος Νταλάρας και κάτι του έλεγε ανάμεσα ο Κινούλης αλλά ο Νταλάρας βαριότανε να του απαντήσει και του απαντούσανε οι Χορός.
Και ύστερα βγήκε η Ιογκάστη, μια κυρία πολύ ξανθιά με πολλά μαλλιά κότσο και με φόρεμα βυσινί πολύ γυαλιστερό χωρίς ώμους και είπε η κυρία Χρύσα στη μαμά μου: Νίκη σαν αυτό που είχες φορέσει στο χορό του Συλλόγου Βολιωτών Αθήνας. Αλλά η μαμά μου ούτε ουρά μακριά είχε, ούτε πετράδια στα μανίκια ούτε τέτοια σκουλαρίκια ούτε στέμμα στα μαλλιά. Κι αυτή η πόρπη στη μέση σαν κλειδοτάρι κολοκοτρωνέικο είναι. Πώς την έντυσαν έτσι την Νόνικα είπε η μαμά μου που τα προσέχει αυτά.
Και μετά αυτή η κυρία έσουρνε την ουρά που ήταν βαριά και όλο πήγαινε να παραπατήσει κι όλο τη βοηθούσανε κάτι άλλες κυρίες να ανεβεί τα σκαλοπάτια και όλο οι Χορός της ξέμπλεκαν την ουρά που μπλεκότανε στις μαύρες τρύπες.
Και ο Εδίπος να στεναχωριέται και να μουγκρίζει αλλά ο Γιώργος Νταλάρας να μη στεναχωριέται και να τραγουδάει συνέχεια για να πουλήσει το σιντί. Και πήρε κι ένα νταούλι και το βάραγε. Αλλά ανάμεσα, όλο παίζανε θέατρο κι έλεγε η μαμά μου γιατί όλο παίζουνε και δεν τον αφήνουνε να τραγουδήσει;
Και μετά έρχεται ένας και μας λέει ότι η Ιογκάστη κρεμάστηκε και ότι ο Εδίπος έβγαλε τα μάτια του γιατί η Ιογκάστη ήταν και γυναίκα του και μαμά του αλλά δεν κατάλαβα αφού ήτανε μαμά του γιατί ήτανε ξανθιά και νεότερη από το γιο της και η μαμά μου είπε στον μπαμπά μου δεν είναι το έργο που μας έφερες για παιδιά.
Και βγήκε ύστερα ο Εδίπος με άσπρο πουκάμισο με πολλά αίματα παντού και με βγαλμένα τα μάτια και σουρνότανε και μούγκριζε πάλι και έλεγε αχ, αχ Κιθαιρώνα που είχε πάει μικρός, κι εμένα μου άρεσε γιατί εμένα μ’ αρέσουνε αυτά με τα αίματα και η Ρένα είπε θα κάνω ’μετό και η μαμά της είπε καλά να πάθεις, τι την ήθελες την κοκακόλα λάιτ και εγώ πατούσα το ντενεκάκι απ’ την κοκακόλα λάιτ και οι από πίσω κάνανε σσσσττ.
Και μετά σβήσανε τα φώτα και ο κόσμος χτυπούσε παλαμάκια και φώναζε μπράβο Νταλάρα και ο Γιώργος Νταλάρας χάρηκε και πήρε πάλι το νταούλι και είπε ξανά ένα τραγούδι και κάνανε όλοι κέφι και τραγουδούσε και ο Εδίπος που δεν ήτανε πια τυφλός και ο μπαμπάς μου έλεγε αίσχος, αίσχος, τραγουδία ήταν αυτό; Και η μαμά μου έλεγε να αγοράσουμε το σιντί αλλά δεν το πούλαγαν γιατί θα βγει σε λίγες μέρες.
Και όταν βγαίναμε είδαμε μια άλλη φίλη της μαμάς μου την κυρία Κληώ που είναι πιο κουλτουριάρα και μας έλεγε θλίψη σκέτη, θλίψη σκέτη και η μαμά μου της είπε, δεν έχεις δίκιο, ήταν ποιοτικό, δεν είδες που είχε έρθει και η Ρούλα Πατεράκη; Και η φίλη μου η Ρένα πετάχτηκε και είπε ήταν και ο Απόστολος Γκλέτσος που είναι κούκλος και ήτανε και ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης.
Και ο μπαμπάς μου και η μαμά μου τσακωνόντουσαν σ’ όλο το δρόμο και στο σπίτι γιατί της μαμάς μου της είχε αρέσει η συναυλία εκτός από το φόρεμα της Ιογκάστης και του μπαμπά μου δεν του είχε αρέσει και διάβαζε το πρόγραμμα κι έλεγε γαμώ το Νίτσε σου και γαμώ τον Φρόιντ σου και γαμώ τον Λεβί Στρος σου και η μαμά έλεγε, τα τραγούδια του Νταλάρα όμως θα τα τραγουδήσει όλη η Ελλάδα κι άρχισε να κλαίει κι ο μπαμπάς μου είπε σκάσε, θα σε πάω το χειμώνα στο Αθηνών Αρένα να τα ακούσεις σκέτα.
Με αγάπη και καλή αντάμωση
Ο ανηψιός σου
Γιωργάκης
Αφιερωμένο στην… Ρένα, αυτόπτη μάρτυρα
Κυρία Ευαγγελία Βασιλάτου
Παραλία Κύμης, Εύβοια
Αγαπημένη μου θεία Ευαγγελία
Κάθομαι να σου γράψω ένα γράμμα γιατί η μαμά μου, λέει, καλό τώρα στις διακοπές το πλέι στέισον όλη μέρα, καλά και τα ιμέιλ αλλά πιάσε και κανα μολύβι να γράψεις στη θεία σου, να ξεστραβωθείς λίγο, μπας και πάρεις του χρόνου πάνω από εφτά στην έκθεση.
Θεία είμαι καλά και έχω κάνει εννιά μπάνια. Χτες μας πήγε ο μπαμπάς μου τη μαμά μου κι εμένα και τη φίλη μου την Ρένα και τη μαμά της την κυρία Χρύσα στη συναυλία του Γιώργου Νταλάρα που τη λέγανε «Εδίπος τύρανος».
Σε τραγουδία θα σας πάω έλεγε ο μπαμπάς μου, όχι σε συναυλία αλλά, αφού τραγουδούσε ο Γιώργος Νταλάρας, τραγουδία, συναυλία το ίδιο είναι. Και μας πήγε σ’ ένα νταμάρι που το λένε Πετρούπολις και που έχει ένα θέατρο τσιμεντένιο και τσακώθηκε με μια ωραία που είχε κρατημένες δώδεκα θέσεις γιατί περίμενε το σόι της και της είπε εμείς ήρθαμε πρώτοι κι αυτή του είπε εγώ είμαι απ’ τις εφτά κι εκείνος της είπε ναι αλλά εμείς ήρθαμε τώρα, πριν απ’ τους δώδεκα που περιμένετε, άρα δικαιούμαστε να καθίσουμε κι εκείνη του είπε αυτό είναι θράσος και ο μπαμπάς μου της είπε ότι θράσος είναι το δικό της που κρατάει δώδεκα θέσεις και μετά καθίσαμε και μας πήρε και τσιπς και νερά και στη φίλη μου τη Ρένα της πήρε κοκακόλα λάιτ γιατί κοκακόλα λάιτ πίνει επειδή έχει παχύνει λέει αλλά σαν ρέγκα είναι.
Ήτανε κάτι πατάρια εκεί, με τρύπες και με ένα πηγάδι και με κάτι γκουμούτσες μπροστά και με κάτι γκουμούτσες πάνω, σαν καναπέδες αρχαίους, και δύο πολυθρόνες σαν αυτές της γιαγιάς. Όλα πολύ μαύρα, σαν καμένα όπως μια φορά που ξέχασε η μαμά μου τις μπριζόλες στο γκριλ κι ο μπαμπάς μου την έβριζε. Και πίσω ένα σαν παλάτι από μπροστά με πόρτες και με αγάλματα και με κολώνες. Αλλά ώσπου να το ανεβάσουν στην Πετρούπολις τους έσπασε και ήτανε χάλια και έγερνε και είχανε βάλει κάτι σκαλωσιές γυαλιστερές να το κρατούνε να μην πέσει κι απάνω είχανε κρεμασμένα και τα ηχεία.
Και μετά βγήκε μια που ήτανε ντυμένη αγοράκι με χωρίστρα και μπλε κουστούμι σαν τον Κωνσταντίνο στα γενέθλιά του και κάτι έκανε. Και μετά βγήκανε κάτι σαν σαολίν κουνγκ φου και ο μπαμπάς μου είπε αυτοί είναι οι Χορός. Και μαζί ένας ντυμένος καλόγερος όπως στο σκετς για το κρυφοσχολειό που παίξαμε στις 25 Μαρτίου. Και μετά άρχισε να τραγουδάει ο Γιώργος Νταλάρας και όλοι χειροκροτούσαμε όταν καταλάβαμε ότι είναι ο Γιώργος Νταλάρας που είχε βάλει τα καλά του γιατί ήτανε τραγουδία και φόραγε κουστούμι γυαλιστερό και από πάνω φουλάρι ασορτί με τα πανιά που φορούσαν οι Χορός και είχε και κολλημένο στο στόμα ένα μικρόφουνο. Γιατί είναι κορυφαίος είπε ο μπαμπάς μου. Και βέβαια είναι κορυφαίος είπε η μαμά μου που της αρέσει ο Νταλάρας. Ο πρώτος και ο κορυφαίος. Και μετά τραγούδησε και η Αρετούλα που τραγουδάει με τον Γιώργο Νταλάρα και είπε ο μπαμπάς μου έχουν και σαπόρτ.
Και μετά βγήκε ένας κύριος που κούτσαινε, με μπαστούνι γιατί είχε πάει μικρός στον Κιθαιρώνα τον χτύπησαν τα παπούτσια και του μεινε το κουσούρι. Κι αυτός ήτανε ο Κινούλης αλλά ήταν και ο Εδίπος. Και φορούσε καλό πατελόνι και άσπρο πουκάμισο και από πάνω φορούσε τη ρόμπα του. Και είπε η μαμά μου ωραία ρομπ ντε σαμπρ και είπε ο μπαμπάς μου σκάσε, μας ακούνε. Και ο Γιώργος Νταλάρας δεν έφευγε γιατί ήταν κορυφαίος αλλά περίμενε υπομονετικά πάνω σε μια απ’ τις γκουμούτσες και όταν ο Κινούλης τελείωνε ξανατραγουδούσε. Σουξεδάρα έλεγε η μαμά μου και ο μπαμπάς μου έλεγε σκάσε, στάσιμο είναι, χορικό, αυτό που λένε οι Χορός. Αλλά οι Χορός δεν μιλούσαν, μόνο κουνιόντουσαν και έδειχναν πολύ στεναχωρημένοι. Γιατί δεν τους άφηναν να τραγουδήσουν κι αυτοί, φαίνεται.
Και ο μπαμπάς μας εξήγησε ότι δεν τους άρεσαν τα χορικά που έχει το έργο και τα κάνανε καλοκαιρινά γιατί βάλανε την Λίνα Νικολαροπούλου να τους γράψει άλλα, με στιχάκια και μετά κανόνισε η ετερία να γράψει τη μουσική ένας Γιουγκοσλάνος που λέγεται Πέρκοβιτς για να γίνουν τα καινούργια χορικά σουξέ και να πουλήσει το σιντί γιατί αλλιώς δεν πουλάνε πια τα σιντί. Αλλά εγώ δεν κατάλαβα τίποτα, ούτε ποια είναι η ετερία ούτε τι είναι στάσιμα. Γιατί μας κάνανε και οι από πίσω σσσσττ.
Και μετά βγαίνανε διάφοροι και κάτι λέγανε στον Εδίπου και φωνάζανε και βριζόντουσαν αλλά εγώ δεν πρόσεχα γιατί περίμενα τον Γιώργο Νταλάρα να τραγουδήσει που μου αρέσει γιατί αρέσει και στη μαμά μου.
Φέρανε μετά και τον Τερεζία που ήταν μάντης και είχε μια πατσαβούρα κολλημένη στη μούρη. Δεν είναι πατσαβούρα τυφλός είναι είπε ο μπαμπάς μου. Αλλά εγώ έχω δει τυφλούς. Αφού το είπε όμως ο μπαμπάς μου. Και επειδή είναι τυφλός ο Τερεζίας φαίνεται ότι έπεσε και έσπασε τα μούτρα του και τα πόδια του και τον φέρανε σε καροτσάκι. Και φώναζε και ο Τερεζίας και φώναζε και ο Κινούλης που ήταν Εδίπος και μετά ο Τερεζίας του είπε «το μίασμα είσαι εσύ» και παίζανε τα πιάνα βρουμ, βρουμ, βρουμ από πίσω και μετά έφυγε έξαλλος ο Τερεζίας και είπε και άλλο τραγούδι ο Γιώργος Νταλάρας και κάτι του έλεγε ανάμεσα ο Κινούλης αλλά ο Νταλάρας βαριότανε να του απαντήσει και του απαντούσανε οι Χορός.
Και ύστερα βγήκε η Ιογκάστη, μια κυρία πολύ ξανθιά με πολλά μαλλιά κότσο και με φόρεμα βυσινί πολύ γυαλιστερό χωρίς ώμους και είπε η κυρία Χρύσα στη μαμά μου: Νίκη σαν αυτό που είχες φορέσει στο χορό του Συλλόγου Βολιωτών Αθήνας. Αλλά η μαμά μου ούτε ουρά μακριά είχε, ούτε πετράδια στα μανίκια ούτε τέτοια σκουλαρίκια ούτε στέμμα στα μαλλιά. Κι αυτή η πόρπη στη μέση σαν κλειδοτάρι κολοκοτρωνέικο είναι. Πώς την έντυσαν έτσι την Νόνικα είπε η μαμά μου που τα προσέχει αυτά.
Και μετά αυτή η κυρία έσουρνε την ουρά που ήταν βαριά και όλο πήγαινε να παραπατήσει κι όλο τη βοηθούσανε κάτι άλλες κυρίες να ανεβεί τα σκαλοπάτια και όλο οι Χορός της ξέμπλεκαν την ουρά που μπλεκότανε στις μαύρες τρύπες.
Και ο Εδίπος να στεναχωριέται και να μουγκρίζει αλλά ο Γιώργος Νταλάρας να μη στεναχωριέται και να τραγουδάει συνέχεια για να πουλήσει το σιντί. Και πήρε κι ένα νταούλι και το βάραγε. Αλλά ανάμεσα, όλο παίζανε θέατρο κι έλεγε η μαμά μου γιατί όλο παίζουνε και δεν τον αφήνουνε να τραγουδήσει;
Και μετά έρχεται ένας και μας λέει ότι η Ιογκάστη κρεμάστηκε και ότι ο Εδίπος έβγαλε τα μάτια του γιατί η Ιογκάστη ήταν και γυναίκα του και μαμά του αλλά δεν κατάλαβα αφού ήτανε μαμά του γιατί ήτανε ξανθιά και νεότερη από το γιο της και η μαμά μου είπε στον μπαμπά μου δεν είναι το έργο που μας έφερες για παιδιά.
Και βγήκε ύστερα ο Εδίπος με άσπρο πουκάμισο με πολλά αίματα παντού και με βγαλμένα τα μάτια και σουρνότανε και μούγκριζε πάλι και έλεγε αχ, αχ Κιθαιρώνα που είχε πάει μικρός, κι εμένα μου άρεσε γιατί εμένα μ’ αρέσουνε αυτά με τα αίματα και η Ρένα είπε θα κάνω ’μετό και η μαμά της είπε καλά να πάθεις, τι την ήθελες την κοκακόλα λάιτ και εγώ πατούσα το ντενεκάκι απ’ την κοκακόλα λάιτ και οι από πίσω κάνανε σσσσττ.
Και μετά σβήσανε τα φώτα και ο κόσμος χτυπούσε παλαμάκια και φώναζε μπράβο Νταλάρα και ο Γιώργος Νταλάρας χάρηκε και πήρε πάλι το νταούλι και είπε ξανά ένα τραγούδι και κάνανε όλοι κέφι και τραγουδούσε και ο Εδίπος που δεν ήτανε πια τυφλός και ο μπαμπάς μου έλεγε αίσχος, αίσχος, τραγουδία ήταν αυτό; Και η μαμά μου έλεγε να αγοράσουμε το σιντί αλλά δεν το πούλαγαν γιατί θα βγει σε λίγες μέρες.
Και όταν βγαίναμε είδαμε μια άλλη φίλη της μαμάς μου την κυρία Κληώ που είναι πιο κουλτουριάρα και μας έλεγε θλίψη σκέτη, θλίψη σκέτη και η μαμά μου της είπε, δεν έχεις δίκιο, ήταν ποιοτικό, δεν είδες που είχε έρθει και η Ρούλα Πατεράκη; Και η φίλη μου η Ρένα πετάχτηκε και είπε ήταν και ο Απόστολος Γκλέτσος που είναι κούκλος και ήτανε και ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης.
Και ο μπαμπάς μου και η μαμά μου τσακωνόντουσαν σ’ όλο το δρόμο και στο σπίτι γιατί της μαμάς μου της είχε αρέσει η συναυλία εκτός από το φόρεμα της Ιογκάστης και του μπαμπά μου δεν του είχε αρέσει και διάβαζε το πρόγραμμα κι έλεγε γαμώ το Νίτσε σου και γαμώ τον Φρόιντ σου και γαμώ τον Λεβί Στρος σου και η μαμά έλεγε, τα τραγούδια του Νταλάρα όμως θα τα τραγουδήσει όλη η Ελλάδα κι άρχισε να κλαίει κι ο μπαμπάς μου είπε σκάσε, θα σε πάω το χειμώνα στο Αθηνών Αρένα να τα ακούσεις σκέτα.
Με αγάπη και καλή αντάμωση
Ο ανηψιός σου
Γιωργάκης
No comments:
Post a Comment