33ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Διευθυντών
Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη» της Μπίτολα και Κυριακή, η πρώτη μου μέρα στις
αίθουσες. Μια έκπληξη _ ευχάριστη _ με περιμένει.
«Μακεδονικό Πανόραμα» / Πρόγραμμα Ταινιών Μικρού Μήκους. «Το τέλος του κόσμου» του Γιάνι
Μπογιατζί, «Πόρτες» του Μικέλε ντε Άντζελις, το καλόγουστο, στιλιζαρισμένο,
ασπρόμαυρο «Πρόσωπο» του Στέφαν Σίντοβσκι, «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» του
Φίλιπ Μάτεβσκι ο οποίος δίνει μια δική του, παιδεραστική εκδοχή του παραμυθιού
του Άντερσεν, το ρουμανόφωνο «Ματάσαρι» του Ίλια Πιπέρκοσκι, που αρχίζει δυνατά
αλλά κάνει ένα... βρυκολακιασμένο, αποτρεπτικό φινάλε, και «Μακεδόνες στην
Ιστανμπούλ» της Ελιζαμπέτα Κόνεσκα, ένα ντοκιμαντέρ για την διαρκώς συρρικνούμενη
_ κάτι μου θυμίζει αυτό… _ μακεδονική παροικία της Κωνσταντινούπολης. Υπάρχουν
ενδιαφέροντα στοιχεία αλλά δεν ξεχωρίζω κάτι.
«Θάνατος ενός άνδρα
στα Βαλκάνια» του Μίροσλαβ Μομτσίλοβιτς (Σερβία / Πρόγραμμα «Νέα Οράματα»).
Η έκπληξη που σας έλεγα. Ο 43χρονος σέρβος σκηνοθέτης στήνει την κάμερά του
ψηλά, στη γωνιά ενός μικρού διαμερίσματος _ κύριο δωμάτιο, στο βάθος μια
συνεχόμενη κουζίνα και ο διάδρομος που οδηγεί στην εξώπορτα _, την ακινητοποιεί,
της δίνει το ρόλο της webcam,
της συνδεδεμένης μ’ ένα κομπιούτερ, που έχει μείνει ανοιχτή και αφηγείται την
ιστορία που ο ίδιος έχει γράψει, με δύο μόνον πλάνα _ ένα εισαγωγικό και το κυρίως
_ που κρατούνε 80 συνολικά λεπτά. Μέσα από έναν ευρυγώνιο φακό που πιάνει ένα
μεγάλο μέρος του διαμερίσματος αλλά δίνει και μια γκροτέσκα αίσθηση σε όσα θα
διαδραματιστούν: ένας νέος άντρας, που κατόπιν μαθαίνουμε πως ήταν συνθέτης,
κλαίει μπροστά στην κάμερα, μετά παίρνει στα χέρια του ένα περίστροφο, σκοτάδι,
ένας πυροβολισμός ακούγεται και, όταν γίνεται φως, ένας γείτονας _ ένας πατωματζής
_ θα ορμήσει από την ανοιχτή πόρτα για να δει τι συμβαίνει και θα αντικρίσει το
εκτός πλάνου _ δεν θα το δούμε ποτέ _ πτώμα.
Στο διαμέρισμα θα συγκεντρωθούν άλλος ένας γείτονας _ που
έχει φάει φασόλια… _, οι γυναίκες των δύο _ η μία τρέχει να φτιάξει τα μαλλιά
της «γιατί θα ’ρθει η τηλεόραση», η άλλη φέρνει στον άντρα της το φαγητό που άφησε
στη μέση για να αποσώσει… _, ο υπάλληλος ενός γραφείου κηδειών, ο οποίος φτάνει,
βέβαια, πριν από το ασθενοφόρο που έχουν καλέσει, ο οδηγός του ασθενοφόρου το
οποίο έχει αργήσει «γιατί είχε κίνηση» και η νοσοκόμος του που ψάχνει να βρει
πρίζα για να φορτίσει το κινητό της, ο ειδικός εγκληματολόγος της αστυνομίας,
δύο αστυφύλακες που ο ένας τους τσακώνεται με τη γυναίκα του στο κινητό, ένας
πιτσαδόρος που φέρνει την πίτσα την οποία είχε παραγγείλει ο μακαρίτης πριν
αυτοπυροβοληθεί και που, τελικά, την τρώνε ο ένας αστυφύλακας με τον ένα
γείτονα και ένας μεσίτης στον οποίο ο μακαρίτης είχε αναθέσει να πουλήσει το
σπίτι και ο οποίος επιμένει να το δείξει σε μια πελάτισσα που έχει φέρει μαζί
του για να μην τη χάσει. Τρέλα!
Ο Μομτσίλοβιτς ξεκινάει από μια τραγική αφετηρία για να
αναπτύξει μια σπαρταριστή, καθηλωτική σάτιρα. Οι παρόντες, επικαλούμενοι ακριβώς
το αντίθετο, αρχίζουν να δείχνουν την αδιαφορία και την αναισθησία τους,
βγάζουν απωθημένα, προσπαθούν να επωφεληθούν μέχρι να ανακαλύψουν πως η webcame τους
κατέγραφε και να αλλάξουν ρότα _ στροφή 180ο…: μια ιστορία α λα
Τσέχοφ και ένα χιούμορ σλάβικο _ βαλκανικό θα ήταν το σωστότερο _ που σπάει
κόκκαλα.
Ο σκηνοθέτης κουρδίζει το σύνολο με ακρίβεια _ θα πρέπει να
έγιναν εξαντλητικές πρόβες για το τεράστιο αυτό μονοπλάνο το οποίο δεν είναι ο
πρώτος που το επιχειρεί αλλά το χειρίζεται άψογα _ και βγάζει εξαίρετες ερμηνείες
από όλους τους ηθοποιούς του _ διαλεγμένοι ένας κι ένας. Αλλά την παράσταση
κλέβει η Μιριάνα Καράνοβιτς (στη φωτογραφία), μια σπουδαία ηθοποιός που ανήκει στους
πρωταγωνιστές του Κουστουρίτσα αλλά την έχω λατρέψει σε δυο ταινίες κυρίως:
«Φροϊλάιν» και «Σεράγιεβο, σ’ αγαπώ». Με μια σκηνή που δεν κρατάει πάνω από
πέντε λεπτά, σχεδόν βουβή _ η πελάτισσα του μεσίτη, η οποία μένει εμβρόντητη
όταν αντικρίζει μπροστά της το πτώμα ενώ ο μεσίτης συνεχίζει να εκθειάζει το
σπίτι σαν το πτώμα να μην υπάρχει. Ερμηνεία απολαυστική!
Η ταινία, που μοιάζει να βασίζεται σε έργο θεατρικό χωρίς
αυτό να συμβαίνει ή, τουλάχιστον, να αναφέρεται, ελπίζω πως θα παιχτεί και στην
Αθήνα. Και ελπίζω πως κάποιος από τους ανθρώπους του θεάτρου μας θα βρει τρόπο
να τη μεταφέρει στη σκηνή. Αξίζει τον κόπο.
«Ο απλοϊκός Σάιμον»
του Αντρέας Όχμαν (Σουηδία / Πρόγραμμα «Φόκους στη Σουηδική Ταινία»). Όταν
το κορίτσι του Σαμ τον εγκαταλείπει γιατί δεν μπορεί να ανεχτεί τη συμβίωση με
τον Σάιμον, τον ανυπόφορο, εμμονικό έφηβο αδελφό του που πάσχει από το σύνδρομο
Ασπέργκερ _ μια μορφή αυτισμού _ και ο Σαμ πέφτει σε κατάθλιψη, ο Σάιμον βάζει
στόχο να του βρει ένα καινούργιο κορίτσι. Και θα το βρει. Αλλά το κορίτσι
τελικά θέλει τον ανέραστο Σάιμον! Ο Όχμαν κάνει μια ταινία μοντέρνας γραμμής,
ανάλαφρη, στιλάτη αλλά με ένα χιούμορ ψυχρό που δεν μου πάει. Και ο νεαρός
πρωταγωνιστής του _ ο Σάιμόν του _ Μπιλ Σκάρσγκορντ, γιος του Στέλαν Σκάρσγκορντ,
μου φάνηκε πολύ άπειρος, άχαρος και αδέξιος. Προτίμησα τον Μάρτιν Βάλστρομ –
Σαμ.
*** Να θυμίσω, ειδικά σε όσους πιθανόν ενοχληθούν με το όνομα
«Αδελφοί Μανάκη» του Φεστιβάλ, πως πέρσι είχε αντίστοιχο πρόγραμμα «Φόκους στην
Ελληνική Ταινία», όπου προβλήθηκαν οι ταινίες «Κυνόδοντας» του Γιώργου
Λάνθιμου, «Attenberg»
της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη και «Χώρα προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα.
Πνευματικό Κέντρο
της Μπίτολα / 33ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Διευθυντών
Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη» της Μπίτολα, 16 Σεπτεμβρίου 2012.
No comments:
Post a Comment