Μπίτολα, Τρίτη, ο καιρός έφτιαξε, τρίτη μου μέρα στο 33ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Διευθυντών Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη». Με μερικές πολύ δυνατές στιγμές. Αυξάνω τη δόση σήμερα: τέσσερις προβολές.
Μακεδονικό Πανόραμα / Πρόγραμμα Ταινιών Μικρού Μήκους. «Η κυρία Ρούμπιν» του Κόσταντιν Αναστάσοβ και «Λάμψη» του Τόμισλαβ Αλέκσοβ: δεν βρίσκω καμιά τους να είναι ολοκληρωμένη. Η προβολή της «Μαγκνταλένα» ξεκινάει χωρίς ήχο, διακόπτεται ύστερα από λίγα λεπτά και δεν επαναλαμβάνεται. Φαίνεται δεν τον βρήκαν τελικά τον ήχο…
Και περνούν στο ντοκιμαντέρ «Άνθρωποι χωρίς πατρίδα» του Μάρκο Γκιόκοβικ (Μακεδονικό Πανόραμα / Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ). Όλα τα λεφτά! Όχι τόσο ως κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Όσο ως θέμα: οι Μακεδόνες του Αιγαίου, όπως τους αποκαλούν εδώ. Οι Μακεδόνες που ζούσαν ή και ζούνε στην ελληνική Μακεδονία _ την Μακεδονία του Αιγαίου _, στους οποίους από το 1926 είχε απαγορευτεί να μιλούν τη γλώσσα τους, απαγόρευση που υλοποιήθηκε με μεγαλύτερη αυστηρότητα κυρίως επί δικτατορίας Μεταξά. Και πολλοί από τους οποίους έσμιξαν με την ελληνική αντίσταση, πήγαν με το ΕΑΜ στον Εμφύλιο, εντάχτηκαν στον ΕΛΑΣ και κατόπιν στον Δημοκρατικό Στρατό, καποιοι πέρασαν, όταν τα πράγματα στένεψαν, στα μακεδονικά εδάφη της τότε Γιουγκοσλαβίας πριν ο Τίτο κλείσει τα σύνορα ενώ άλλοι απέμειναν να πολεμούν στον Γράμμο και στο Βίτσι και μετά την ήττα πέρασαν στην Αλβανία. Ανάμεσά τους, η Βέρα Φότεβα του ντοκιμαντέρ, που είχε την τύχη και άλλων Μακεδόνων της Ελλάδας: οι Αλβανοί την συνέλαβαν και την έστειλαν στην Σοβιετική Ένωση του Στάλιν όπου σάπισε στις ανακρίσεις και στις φυλακές με την κατηγορία ότι ήταν κατάσκοπος του Τίτο _ Στάλιν και Τίτο τα είχαν σπάσει πια _ και της Ιντέλιτζενς Σέρβις. Δικάστηκε, καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα, στάλθηκε στην Σιβηρία και μόνον όταν ο Στάλιν πέθανε και ανέλαβε ο Χρουστσόφ και τα πράγματα μαλάκωσαν κατάφερε να γυρίσει στην Μακεδονία. Άλλοι ομόεθνοί της παραμένουν στην Ελλάδα χωρίς να τους αναγνωρίζονται _ ας το γνωρίζουμε αυτό _ δικαιώματα μειονότητας ενώ σε όσους ζουν ακόμα στην Δημοκρατία της Μακεδονίας (μόνον ΠΓΔΜ για την Ελλάδα…) και στους απογόνους τους δεν τους αποδίδονται οι περιουσίες τους. Μια Μεγάλη Αδικία την οποία δεν είμαι ούτε ιστορικός ούτε πολιτικός ούτε διπλωμάτης ώστε να αναλύσω εδώ τους λόγους για τους οποίους διαπράχθηκε και διαπράττεται αλλά με την απλοϊκή (;) μου σκέψη το βλέπω πως είναι Μεγάλη Αδικία _ με πνίγει. Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει αποσπάσματα επικαίρων της εποχής _ από Μεταξά μέχρι τέλος του Εμφύλιου _, δραματοποιημένη αναπαράσταση της οδυνηρής περιπέτειας της γυναίκας αυτής στην ΕΣΣΔ _ κομμάτι που χωλαίνει, παρά την καλή ερμηνεία της Βέριτσα Νέντεσκα _ αλλά το γερό του θεμέλιο _ ένα αγκωνάρι πάνω στο οποίο στηρίζεται _ είναι η συγκλονιστική αφήγηση της Βέρα (Ευδοκίας) Φότεβα, μιας ψυχωμένης γυναίκας, μιας Αγωνίστριας. Μια αφήγηση – ντοκουμέντο, με δύναμη και με χιούμορ για τα βάσανα και τις πολλές δύσκολες ώρες τις οποίες πέρασε, που κάνει τη συγκίνηση να αναβλύζει. Ακριβώς γιατί δεν έχει τίποτα το κλαψιάρικο, είναι κατακαθισμένα βιώματα. Γι’ αυτό πάντα πίστευα και πιστεύω πως και ο ηθοποιός δεν πρέπει να αφήνει να δούμε τη συγκίνησή του. Μόνο τότε θα μας συγκινήσει ουσιαστικά. Αυτή, άλλωστε, δεν είναι η σημασία και της μπρεχτικής αποστασιοποίησης; Συγκινήθηκα βαθύτατα _ κι ας της βρήκα ελαττώματα, όπως τις πομπώδεις μουσικές της _ με την ταινία του Γκιόκοβικ. Που είναι ισορροπημένη, μετρημένη και δεν προπαγανδίζει. Απλώς την αλήθεια καταγράφει. Την αλήθεια των ανθρώπων αυτών χωρίς πατρίδα. Πιστεύω πως οφείλουμε να την προβάλουμε στην Ελλάδα. Ποιος όμως θα το τολμήσει;
«Είμαι γυναίκα τώρα» του Μιχίλ φαν Ερπ (Κάτω Χώρες / Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ): η πρώτη γενιά των τρανσέξουαλ, των ανδρών που ήθελαν ν’ αλλάξουν «ριζικά» φύλο και τα κατάφεραν, αρχίζοντας από το τέλος της δεκαετίας του ’50, με τη βοήθεια του γάλλου χειρούργου γυναικολόγου Ζορζ Μπιρού που χειρουργούσε στο Μαρόκο _ στην Καζαμπλάνκα. Ο φαν Ερπ εντόπισε και παρουσιάζει μερικές από τις γυναίκες αυτές, εβδομηντάρες και ογδοντάρες πια, που μιλούν για την εμπειρία τους, τα πριν και, κυρίως, τα μετά την εγχείρηση, για τη ζωή τους και τις σχέσεις τους, με ειλικρίνεια και με το γνώθι σαυτόν. Οι περισσότερες μόνες, μια τους παντρεμένη και ευτυχισμένη, μια άλλη που άλλαξε γνώμη, ξαναγύρισε στο ανδρικό φίλο, έζησε μια σχέση χρόνων με μια Γιαπωνέζα για να επιστρέψει στο γυναικείο φύλο όταν εκείνη πέθανε, μια τρίτη που κανείς δεν θα το φανταζόταν πως υπήρξε άνδρας ταξιδεύει στην Καζαμπλάνκα, αναζητάει και επισκέπτεται την πολυκατοικία στην οποία ήταν το ιατρείο όπου έγινε η εγχείρηση, συγκινημένη γιατί εκεί «γεννήθηκε για δεύτερη φορά», φτάνει μέχρι τον τάφο του γιατρού, μια τέταρτη, μεγαλοπρεπής, που θυμίζει την… βασίλισσα Ελισάβετ, ταξιδεύει στην Κυανή Ακτή και, επίσης συγκινημένη, συναντάει τον γιο του γιατρού… Εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ, αποκαλυπτικό μια και παρουσιάζει αυτές τις «τεχνητές» γυναίκες απόλυτα φυσιολογικές, ήρεμες και ισορροπημένες, καλλιεργημένες, με τις ασχολίες τους, μακράν της εικόνας που πιθανόν έχουμε _ προσωπικά με συμβίβασε μ’ αυτό που σεβόμουν αλλά αντιμετώπιζα ως «τερατώδες». Σίγουρα δεν είναι ο κανόνας και τα δυστυχισμένα άτομα ανάμεσά στις τρανσέξουαλ δεν θα λείπουν αλλά μήπως λείπουν και από ανάμεσά μας;
«Μπάρντο» της Μάρια Άπτσεβσκα (Μακεδονία / Πρόγραμμα Ταινιών Μικρού Μήκους Διαγωνιστικό). Ένα κοριτσάκι που το ξεχνάνε ενώ κηδεύεται ο πατέρας του και που περιπλανιέται στο κοιμητήριο, ένα μπαλόνι που βρίσκεται στα χέρια του και που κάποια στιγμή ξεφεύγει και χάνεται στον ουρανό, μνήμες από «Το κόκκινο μπαλόνι» του Λαμορίς κι ένα διαμαντάκι 14 μόλις λεπτών, τρυφερό, ουσιαστικό και βαθιά συγκινητικό, έξοχα κινηματογραφημένο σε ασπρόμαυρο από τον Βλαντίμιρ Σαμόιλοβσκι (που τιμήθηκε με Ειδική Μνεία Χρυσής Κάμερας 300 για Ταινία Μικρού Μήκους). «Μυστήριο» του Λου Γε (Κίνα / Επίσημο Πρόγραμμα). Ένας νέος άντρας που ζει διπλή ζωή: σύζυγος κι ένα κοριτσάκι, ερωμένη κι ένα αγοράκι, δυο σπίτια αλλά και ξεπέτες με κοπελίτσες στο ξενοδοχείο. Θέμα για φάρσα _ Φεντό. Αλλά ο κινέζος σκηνοθέτης, που δεν έχει και μεγάλη σχέση με την παράδοση του κινέζικου καλλιτεχνικού σινεμά, προτίμησε το μελόδραμα. Η αποκάλυψη της αλήθειας οδηγεί σε φόνο που μοιάζει με ατύχημα, ο φόνος φέρνει και δεύτερο, ένα τραγικό ατύχημα, αστυνομικοί αμερικανίζοντες ψάχνουν _ και λύνουν τελικά _ το μυστήριο, το σενάριο, ήδη τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά, χάνει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και η ταινία, αν και με προτερήματα _ δεν λείπουν κάποιες ντοστογιεφσκικές νύξεις _ εκτροχιάζεται σ’ ένα καλοφτιαγμένο μεν, b movie δε. Δεν άξιζε για επιλογή σε επίσημο πρόγραμμα φεστιβάλ.
«Ταμπού» του Μιγκέλ Γκόμες (Πορτογαλία / Επίσημο Πρόγραμμα). Η Αουρόρα και η Πιλάρ ζουν στην Λισαβόνα, σε διπλανά διαμερίσματα _ η Αουρόρα μαζί με την μαύρη της υπηρέτρια _ και είναι φίλες. Μεγάλης πια ηλικίας η Αουρόρα, με μια κόρη που ζει μακριά της, στον Καναδά, και που όταν έρχεται δεν διαθέτει πολύ χρόνο για τη μητέρα της, με τη μοναξιά να την κυκλώνει, σπαταλάει την περιουσία της στο καζίνο. Όταν πέσει στο κρεβάτι, άσχημα άρρωστη, στο παραλήρημά της θα αναφέρει κάποιον «κύριο Βεντούρα». Η ψυχοπονιάρα Πιλάρ θα τον αναζητήσει. Ο κομψός γέροντας όμως δεν θα προλάβει παρά να παραστεί στην κηδεία της Αουρόρα. Μετά την κηδεία θα τους αφηγηθεί την ιστορία τους. Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, που είναι χωρισμένη σε δυο κεφάλαια _ «Ο χαμένος παράδεισος» και «Ο παράδεισος» _, οι λίγοι διάλογοι είναι «βουβοί». Τους καλύπτει η αφήγηση του κυρίου Βεντούρα _ μόνον ήχοι ακούγονται. Στην Αφρική, όπου ζούσε με τον άντρα της, ήταν που ο Βεντούρα συνάντησε την Αουρόρα. Ο έρωτάς τους εξελίχθηκε σε πάθος. Η Αουρόρα θα μείνει έγκυος, ο σύζυγος που δεν γνωρίζει την αλήθεια θα πιστέψει πως το παιδί είναι δικό του αλλά, όταν εκείνη, σε μια απόδραση με τον εραστή της, γεννήσει σε μια καλύβα, όλα θα αποκαλυφθούν. Ο άντρας της, όμως, θα τη σύρει κοντά του, βεβαρημένη μάλιστα με το φόνο ενός φίλου του Βεντούρα, φόνο που τον καλύπτουν. Ο ξεσηκωμός των μαύρων επίκειται. Η Αουρόρα θα γυρίσει με την οικογένειά της στην Λισαβώνα. Αλλά δεν θα έχει ξεχάσει. Στο πρώτο μέρος της η ασπρόμαυρη ταινία με την αξιοθαύμαστη φωτογραφία μού φάνηκε αργόσυρτη και με κούρασε, το δεύτερο όμως με αποζημίωσε: ένα πραγματικά καλλιτεχνικό δημιούργημα με προσωπικό ύφος.
Πνευματικό Κέντρο της Μπίτολα / 33ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Διευθυντών Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη» της Μπίτολα, 18 Σεπτεμβρίου 2012.
Μακεδονικό Πανόραμα / Πρόγραμμα Ταινιών Μικρού Μήκους. «Η κυρία Ρούμπιν» του Κόσταντιν Αναστάσοβ και «Λάμψη» του Τόμισλαβ Αλέκσοβ: δεν βρίσκω καμιά τους να είναι ολοκληρωμένη. Η προβολή της «Μαγκνταλένα» ξεκινάει χωρίς ήχο, διακόπτεται ύστερα από λίγα λεπτά και δεν επαναλαμβάνεται. Φαίνεται δεν τον βρήκαν τελικά τον ήχο…
Και περνούν στο ντοκιμαντέρ «Άνθρωποι χωρίς πατρίδα» του Μάρκο Γκιόκοβικ (Μακεδονικό Πανόραμα / Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ). Όλα τα λεφτά! Όχι τόσο ως κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Όσο ως θέμα: οι Μακεδόνες του Αιγαίου, όπως τους αποκαλούν εδώ. Οι Μακεδόνες που ζούσαν ή και ζούνε στην ελληνική Μακεδονία _ την Μακεδονία του Αιγαίου _, στους οποίους από το 1926 είχε απαγορευτεί να μιλούν τη γλώσσα τους, απαγόρευση που υλοποιήθηκε με μεγαλύτερη αυστηρότητα κυρίως επί δικτατορίας Μεταξά. Και πολλοί από τους οποίους έσμιξαν με την ελληνική αντίσταση, πήγαν με το ΕΑΜ στον Εμφύλιο, εντάχτηκαν στον ΕΛΑΣ και κατόπιν στον Δημοκρατικό Στρατό, καποιοι πέρασαν, όταν τα πράγματα στένεψαν, στα μακεδονικά εδάφη της τότε Γιουγκοσλαβίας πριν ο Τίτο κλείσει τα σύνορα ενώ άλλοι απέμειναν να πολεμούν στον Γράμμο και στο Βίτσι και μετά την ήττα πέρασαν στην Αλβανία. Ανάμεσά τους, η Βέρα Φότεβα του ντοκιμαντέρ, που είχε την τύχη και άλλων Μακεδόνων της Ελλάδας: οι Αλβανοί την συνέλαβαν και την έστειλαν στην Σοβιετική Ένωση του Στάλιν όπου σάπισε στις ανακρίσεις και στις φυλακές με την κατηγορία ότι ήταν κατάσκοπος του Τίτο _ Στάλιν και Τίτο τα είχαν σπάσει πια _ και της Ιντέλιτζενς Σέρβις. Δικάστηκε, καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα, στάλθηκε στην Σιβηρία και μόνον όταν ο Στάλιν πέθανε και ανέλαβε ο Χρουστσόφ και τα πράγματα μαλάκωσαν κατάφερε να γυρίσει στην Μακεδονία. Άλλοι ομόεθνοί της παραμένουν στην Ελλάδα χωρίς να τους αναγνωρίζονται _ ας το γνωρίζουμε αυτό _ δικαιώματα μειονότητας ενώ σε όσους ζουν ακόμα στην Δημοκρατία της Μακεδονίας (μόνον ΠΓΔΜ για την Ελλάδα…) και στους απογόνους τους δεν τους αποδίδονται οι περιουσίες τους. Μια Μεγάλη Αδικία την οποία δεν είμαι ούτε ιστορικός ούτε πολιτικός ούτε διπλωμάτης ώστε να αναλύσω εδώ τους λόγους για τους οποίους διαπράχθηκε και διαπράττεται αλλά με την απλοϊκή (;) μου σκέψη το βλέπω πως είναι Μεγάλη Αδικία _ με πνίγει. Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει αποσπάσματα επικαίρων της εποχής _ από Μεταξά μέχρι τέλος του Εμφύλιου _, δραματοποιημένη αναπαράσταση της οδυνηρής περιπέτειας της γυναίκας αυτής στην ΕΣΣΔ _ κομμάτι που χωλαίνει, παρά την καλή ερμηνεία της Βέριτσα Νέντεσκα _ αλλά το γερό του θεμέλιο _ ένα αγκωνάρι πάνω στο οποίο στηρίζεται _ είναι η συγκλονιστική αφήγηση της Βέρα (Ευδοκίας) Φότεβα, μιας ψυχωμένης γυναίκας, μιας Αγωνίστριας. Μια αφήγηση – ντοκουμέντο, με δύναμη και με χιούμορ για τα βάσανα και τις πολλές δύσκολες ώρες τις οποίες πέρασε, που κάνει τη συγκίνηση να αναβλύζει. Ακριβώς γιατί δεν έχει τίποτα το κλαψιάρικο, είναι κατακαθισμένα βιώματα. Γι’ αυτό πάντα πίστευα και πιστεύω πως και ο ηθοποιός δεν πρέπει να αφήνει να δούμε τη συγκίνησή του. Μόνο τότε θα μας συγκινήσει ουσιαστικά. Αυτή, άλλωστε, δεν είναι η σημασία και της μπρεχτικής αποστασιοποίησης; Συγκινήθηκα βαθύτατα _ κι ας της βρήκα ελαττώματα, όπως τις πομπώδεις μουσικές της _ με την ταινία του Γκιόκοβικ. Που είναι ισορροπημένη, μετρημένη και δεν προπαγανδίζει. Απλώς την αλήθεια καταγράφει. Την αλήθεια των ανθρώπων αυτών χωρίς πατρίδα. Πιστεύω πως οφείλουμε να την προβάλουμε στην Ελλάδα. Ποιος όμως θα το τολμήσει;
«Είμαι γυναίκα τώρα» του Μιχίλ φαν Ερπ (Κάτω Χώρες / Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ): η πρώτη γενιά των τρανσέξουαλ, των ανδρών που ήθελαν ν’ αλλάξουν «ριζικά» φύλο και τα κατάφεραν, αρχίζοντας από το τέλος της δεκαετίας του ’50, με τη βοήθεια του γάλλου χειρούργου γυναικολόγου Ζορζ Μπιρού που χειρουργούσε στο Μαρόκο _ στην Καζαμπλάνκα. Ο φαν Ερπ εντόπισε και παρουσιάζει μερικές από τις γυναίκες αυτές, εβδομηντάρες και ογδοντάρες πια, που μιλούν για την εμπειρία τους, τα πριν και, κυρίως, τα μετά την εγχείρηση, για τη ζωή τους και τις σχέσεις τους, με ειλικρίνεια και με το γνώθι σαυτόν. Οι περισσότερες μόνες, μια τους παντρεμένη και ευτυχισμένη, μια άλλη που άλλαξε γνώμη, ξαναγύρισε στο ανδρικό φίλο, έζησε μια σχέση χρόνων με μια Γιαπωνέζα για να επιστρέψει στο γυναικείο φύλο όταν εκείνη πέθανε, μια τρίτη που κανείς δεν θα το φανταζόταν πως υπήρξε άνδρας ταξιδεύει στην Καζαμπλάνκα, αναζητάει και επισκέπτεται την πολυκατοικία στην οποία ήταν το ιατρείο όπου έγινε η εγχείρηση, συγκινημένη γιατί εκεί «γεννήθηκε για δεύτερη φορά», φτάνει μέχρι τον τάφο του γιατρού, μια τέταρτη, μεγαλοπρεπής, που θυμίζει την… βασίλισσα Ελισάβετ, ταξιδεύει στην Κυανή Ακτή και, επίσης συγκινημένη, συναντάει τον γιο του γιατρού… Εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ, αποκαλυπτικό μια και παρουσιάζει αυτές τις «τεχνητές» γυναίκες απόλυτα φυσιολογικές, ήρεμες και ισορροπημένες, καλλιεργημένες, με τις ασχολίες τους, μακράν της εικόνας που πιθανόν έχουμε _ προσωπικά με συμβίβασε μ’ αυτό που σεβόμουν αλλά αντιμετώπιζα ως «τερατώδες». Σίγουρα δεν είναι ο κανόνας και τα δυστυχισμένα άτομα ανάμεσά στις τρανσέξουαλ δεν θα λείπουν αλλά μήπως λείπουν και από ανάμεσά μας;
«Μπάρντο» της Μάρια Άπτσεβσκα (Μακεδονία / Πρόγραμμα Ταινιών Μικρού Μήκους Διαγωνιστικό). Ένα κοριτσάκι που το ξεχνάνε ενώ κηδεύεται ο πατέρας του και που περιπλανιέται στο κοιμητήριο, ένα μπαλόνι που βρίσκεται στα χέρια του και που κάποια στιγμή ξεφεύγει και χάνεται στον ουρανό, μνήμες από «Το κόκκινο μπαλόνι» του Λαμορίς κι ένα διαμαντάκι 14 μόλις λεπτών, τρυφερό, ουσιαστικό και βαθιά συγκινητικό, έξοχα κινηματογραφημένο σε ασπρόμαυρο από τον Βλαντίμιρ Σαμόιλοβσκι (που τιμήθηκε με Ειδική Μνεία Χρυσής Κάμερας 300 για Ταινία Μικρού Μήκους). «Μυστήριο» του Λου Γε (Κίνα / Επίσημο Πρόγραμμα). Ένας νέος άντρας που ζει διπλή ζωή: σύζυγος κι ένα κοριτσάκι, ερωμένη κι ένα αγοράκι, δυο σπίτια αλλά και ξεπέτες με κοπελίτσες στο ξενοδοχείο. Θέμα για φάρσα _ Φεντό. Αλλά ο κινέζος σκηνοθέτης, που δεν έχει και μεγάλη σχέση με την παράδοση του κινέζικου καλλιτεχνικού σινεμά, προτίμησε το μελόδραμα. Η αποκάλυψη της αλήθειας οδηγεί σε φόνο που μοιάζει με ατύχημα, ο φόνος φέρνει και δεύτερο, ένα τραγικό ατύχημα, αστυνομικοί αμερικανίζοντες ψάχνουν _ και λύνουν τελικά _ το μυστήριο, το σενάριο, ήδη τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά, χάνει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και η ταινία, αν και με προτερήματα _ δεν λείπουν κάποιες ντοστογιεφσκικές νύξεις _ εκτροχιάζεται σ’ ένα καλοφτιαγμένο μεν, b movie δε. Δεν άξιζε για επιλογή σε επίσημο πρόγραμμα φεστιβάλ.
«Ταμπού» του Μιγκέλ Γκόμες (Πορτογαλία / Επίσημο Πρόγραμμα). Η Αουρόρα και η Πιλάρ ζουν στην Λισαβόνα, σε διπλανά διαμερίσματα _ η Αουρόρα μαζί με την μαύρη της υπηρέτρια _ και είναι φίλες. Μεγάλης πια ηλικίας η Αουρόρα, με μια κόρη που ζει μακριά της, στον Καναδά, και που όταν έρχεται δεν διαθέτει πολύ χρόνο για τη μητέρα της, με τη μοναξιά να την κυκλώνει, σπαταλάει την περιουσία της στο καζίνο. Όταν πέσει στο κρεβάτι, άσχημα άρρωστη, στο παραλήρημά της θα αναφέρει κάποιον «κύριο Βεντούρα». Η ψυχοπονιάρα Πιλάρ θα τον αναζητήσει. Ο κομψός γέροντας όμως δεν θα προλάβει παρά να παραστεί στην κηδεία της Αουρόρα. Μετά την κηδεία θα τους αφηγηθεί την ιστορία τους. Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, που είναι χωρισμένη σε δυο κεφάλαια _ «Ο χαμένος παράδεισος» και «Ο παράδεισος» _, οι λίγοι διάλογοι είναι «βουβοί». Τους καλύπτει η αφήγηση του κυρίου Βεντούρα _ μόνον ήχοι ακούγονται. Στην Αφρική, όπου ζούσε με τον άντρα της, ήταν που ο Βεντούρα συνάντησε την Αουρόρα. Ο έρωτάς τους εξελίχθηκε σε πάθος. Η Αουρόρα θα μείνει έγκυος, ο σύζυγος που δεν γνωρίζει την αλήθεια θα πιστέψει πως το παιδί είναι δικό του αλλά, όταν εκείνη, σε μια απόδραση με τον εραστή της, γεννήσει σε μια καλύβα, όλα θα αποκαλυφθούν. Ο άντρας της, όμως, θα τη σύρει κοντά του, βεβαρημένη μάλιστα με το φόνο ενός φίλου του Βεντούρα, φόνο που τον καλύπτουν. Ο ξεσηκωμός των μαύρων επίκειται. Η Αουρόρα θα γυρίσει με την οικογένειά της στην Λισαβώνα. Αλλά δεν θα έχει ξεχάσει. Στο πρώτο μέρος της η ασπρόμαυρη ταινία με την αξιοθαύμαστη φωτογραφία μού φάνηκε αργόσυρτη και με κούρασε, το δεύτερο όμως με αποζημίωσε: ένα πραγματικά καλλιτεχνικό δημιούργημα με προσωπικό ύφος.
Πνευματικό Κέντρο της Μπίτολα / 33ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Διευθυντών Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη» της Μπίτολα, 18 Σεπτεμβρίου 2012.
No comments:
Post a Comment