«Ο
βασιλικός» (1830) του Αντωνίου Μάτεση είναι ένα από τα έργα που
θεμελίωσαν το νεοελληνικό θέατρο. Η ιστορία του σκληρού, δεσποτικού
αφέντη Δάρειου Ρονκάλα _ το έργο διαδραματίζεται στην Βενετοκρατούμενη
Ζάκυνθο του 1710 _ ο οποίος δεν δίνει την κόρη του, την Γαρουφαλιά, στον
«παρακατιανό» Φιλιππάκη, με τον οποίο αγαπιούνται και που του την
ζητάει με προξενητή, παρά μόνο στο τέλος του έργου, όταν μαθαίνει, προς
απελπισία του, ότι η Γαρουφαλιά περιμένει παιδί απ’ τον νέο, ιστορία που
μπλέκεται με τον, δι’ ασήμαντον αφορμήν, φόνο _ που ο Ρονκάλας
παράγγειλε _ του κλέφτη μιας γλάστρας με βασιλικό απ’ το μπαλκόνι του
αρχοντικού του, φόνο για τον οποίο τη βγάζει καθαρή λόγω της
αριστοκρατικής γενιάς του, είναι μια ρεαλιστική δραματική κωμωδία, ένα
έργο στέρεο δραματουργικά αλλά, βέβαια, παλιωμένο και με κάποιες
φλυαρίες που μπορούν να το κάνουν βαρετό.
Δυστυχώς, ο σκηνοθέτης Σπύρος Α. Ευαγγελάτος, αν και βαθύς γνώστης του θεάτρου αυτού, δεν έκανε τίποτα για να ζωντανέψει το παλιό έργο. Μια συμβατική ανάγνωση της δραματουργικής επεξεργασίας που ο ίδιος επιμελήθηκε, προσοχή στις λεπτομέρειες της γλώσσας, κάποια ψήγματα χιούμορ, άνοστα (μουσική Νίκος Αναστασόπουλος) τραγουδιστικά ιντερμέδια / μασκαράτες _ ψόφια κέφια _ , ολίγον θέατρο σκιών, χιλιοειδωμένες κινησιολογικές λύσεις και το σύνολο βουλιάζει στην πλήξη παρά τις ενδιαφέρουσες και καλαίσθητες σκηνογραφικές λύσεις του Γιώργου Πάτσα.
Χωρίς ουσιαστική καθοδήγηση μοιάζει και η διανομή. Ο Νικήτας Τσακίρογλου έχει το κύρος για να ερμηνεύσει αξιοπρεπώς τον Ρονκάλα ενώ η Κατερίνα Χέλμη αποφεύγει τους πολλούς μανιερισμούς στους οποίους συχνά καταφεύγει αλλά και οι δύο μοιάζουν κάπως ζορισμένοι, χωρίς ενέργεια. Η Μίνα Αδαμάκη ικανοποιητική στον τυπίστικο / καρατερίστικο ρόλο της Οβριάς, σαν να μην της φτάνει όμως η φωνή της.
Επαρκή βρήκα τον Πάνο Σκουρολιάκο αλλά με υπερβολές τον Μιχάλη Μητρούση και, κυρίως, την Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη που μετατρέπει την Λανάρω σε μανιερίστικη καρικατούρα. Υπερβολική και η Γεωργία Καλλέργη που προσπαθεί να επιδείξει ένα κέφι ουσιαστικά απόν. Κοντά στην επιθεώρηση ο Γερο-Νικόλας του Γιώργου Βελέντζα.
Από τους νέους της παράστασης ξεχώρισα την Ευδοκία Ρουμελιώτη που διαθέτει μια ωραία, ευγενική φιγούρα και τον Νικόλα Παπαγιάννη για τον οποίο πολύ χάρηκα που άφησε κατά μέρος τη μανιέρα. Ο Γιωργής Τσαμπουράκης έχει επίσης μια ωραία, ευγενική φιγούρα αλλά του λείπει η ενέργεια: άχρωμος και πλαδαρός, σχεδόν ανύπαρκτος. Ανάλογη πλαδαρότητα, παραδόξως, εντόπισα, αυτή τη φορά, και στον καλό ηθοποιό Θανάση Κουρλαμπά. Εξυπηρετικοί ο Θανάσης Δήμου και ο Λευτέρης Πολυχρόνης.
Καλύτερο της παράστασης βρήκα τον Θοδωρή Κατσαφάδο. Δίνει με συνέπεια τον Μπουσάκα, τον αδρό σέμπρο του Ρονκάλα _ και εκτελεστικό του όργανο.
Εθνικό Θέατρο / Κεντρική Σκηνή, 3 Νοεμβρίου 2011.
Δυστυχώς, ο σκηνοθέτης Σπύρος Α. Ευαγγελάτος, αν και βαθύς γνώστης του θεάτρου αυτού, δεν έκανε τίποτα για να ζωντανέψει το παλιό έργο. Μια συμβατική ανάγνωση της δραματουργικής επεξεργασίας που ο ίδιος επιμελήθηκε, προσοχή στις λεπτομέρειες της γλώσσας, κάποια ψήγματα χιούμορ, άνοστα (μουσική Νίκος Αναστασόπουλος) τραγουδιστικά ιντερμέδια / μασκαράτες _ ψόφια κέφια _ , ολίγον θέατρο σκιών, χιλιοειδωμένες κινησιολογικές λύσεις και το σύνολο βουλιάζει στην πλήξη παρά τις ενδιαφέρουσες και καλαίσθητες σκηνογραφικές λύσεις του Γιώργου Πάτσα.
Χωρίς ουσιαστική καθοδήγηση μοιάζει και η διανομή. Ο Νικήτας Τσακίρογλου έχει το κύρος για να ερμηνεύσει αξιοπρεπώς τον Ρονκάλα ενώ η Κατερίνα Χέλμη αποφεύγει τους πολλούς μανιερισμούς στους οποίους συχνά καταφεύγει αλλά και οι δύο μοιάζουν κάπως ζορισμένοι, χωρίς ενέργεια. Η Μίνα Αδαμάκη ικανοποιητική στον τυπίστικο / καρατερίστικο ρόλο της Οβριάς, σαν να μην της φτάνει όμως η φωνή της.
Επαρκή βρήκα τον Πάνο Σκουρολιάκο αλλά με υπερβολές τον Μιχάλη Μητρούση και, κυρίως, την Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη που μετατρέπει την Λανάρω σε μανιερίστικη καρικατούρα. Υπερβολική και η Γεωργία Καλλέργη που προσπαθεί να επιδείξει ένα κέφι ουσιαστικά απόν. Κοντά στην επιθεώρηση ο Γερο-Νικόλας του Γιώργου Βελέντζα.
Από τους νέους της παράστασης ξεχώρισα την Ευδοκία Ρουμελιώτη που διαθέτει μια ωραία, ευγενική φιγούρα και τον Νικόλα Παπαγιάννη για τον οποίο πολύ χάρηκα που άφησε κατά μέρος τη μανιέρα. Ο Γιωργής Τσαμπουράκης έχει επίσης μια ωραία, ευγενική φιγούρα αλλά του λείπει η ενέργεια: άχρωμος και πλαδαρός, σχεδόν ανύπαρκτος. Ανάλογη πλαδαρότητα, παραδόξως, εντόπισα, αυτή τη φορά, και στον καλό ηθοποιό Θανάση Κουρλαμπά. Εξυπηρετικοί ο Θανάσης Δήμου και ο Λευτέρης Πολυχρόνης.
Καλύτερο της παράστασης βρήκα τον Θοδωρή Κατσαφάδο. Δίνει με συνέπεια τον Μπουσάκα, τον αδρό σέμπρο του Ρονκάλα _ και εκτελεστικό του όργανο.
Εθνικό Θέατρο / Κεντρική Σκηνή, 3 Νοεμβρίου 2011.
No comments:
Post a Comment