«Ένας μαγικός αυλός» είναι ο τίτλος που ο Πίτερ Μπρουκ με εντιμότητα έδωσε στην παράστασή του _ η τελευταία του, δηλώνει _ πάνω στον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ. Ναι, δεν είναι αυτούσιο το έργο του Μότσαρτ. Ο Πίτερ Μπρουκ έκανε κάτι ανάλογο με την «Τραγωδία της Κάρμεν» που ανέβασε το 1981 και που αργότερα την είδαμε και στην Αθήνα.
Οι δεκαοκτώ ρόλοι έχουν γίνει εννιά _ επτά τραγουδιστές και δυο ηθοποιοί _, δεν υπάρχει χορωδία, η ορχήστρα έχει αντικατασταθεί από ένα πιάνο, το λιμπρέτο του Σικανέντερ έχει διασκευαστεί ελεύθερα απ’ τον σκηνοθέτη, απ’ τον Φρανκ Κράβτσικ ο οποίος παίζει και στο πιάνο και την Μαρί - Ελέν Εστιέν και στην μουσική του Μότσαρτ έχουν γίνει πολλές περικοπές και κάποιες προσθήκες. Και όμως! Ο Πίτερ Μπρουκ και οι συνεργάτες του με έναν τρόπο μαγικό δίνουν όλη την ουσία του «Μαγικού αυλού», τόσο όσο μόνον ο Μπέργκμαν την έχει δώσει όταν κινηματογράφησε την όπερα (βρείτε την ταινία και δείτε την!). Ο 85χρονος _ όταν πρωτοανέβασε την παράσταση πέρσι _ σκηνοθέτης προσφέρει ένα δυνατό στην απόλυτη λιτότητά του απόσταγμα του έργου _ που εξάλλου ο ίδιος ο Μότσαρτ το χαρακτηρίζει «singspiel» ήτοι έργο με τραγούδια, φόρμα δημοφιλή στην εποχή του (1791).
Ο πιανίστας και οι φωνητικά έξοχοι _ με πρώτη την Παμίνα της παράστασης _ και υποκριτικά σωστοί νέοι τραγουδιστές δεν μου επέτρεψαν ούτε στιγμή να νοιώσω την έλλειψη του πρωτότυπου _ το αντίθετο! Και η σκηνική λιτότητα _ μερικά καλάμια για σκηνικό και απλούστατα κοστούμια _, η αφαιρετικότητα της παράστασης _ τα εντελώς, εντελώς απαραίτητα _, η μετρημένη κίνηση, ακόμη μια φορά πιστοποιούν πως ο Πίτερ Μπρουκ έχει κατακτήσει τη σοφία όπου το σκηνοθετικό σχεδόν τίποτα ισούται με το άπειρον. Και όπου το μοντέρνο δεν ταυτίζεται με την ασθένεια του σκηνοθετισμού.
Δεν έχω καταφέρει ούτε να πλησιάσω τη σοφία αυτή και η παράσταση που έχει σχεδόν τη μορφή δοκιμής δεν με κατέκτησε απόλυτα. Αλλά τη σέβομαι, τη θαύμασα και υποκλίνομαι. Και σας τη συστήνω.
Μέγαρο Μουσικής, 2 Νοεμβρίου 2011.
Οι δεκαοκτώ ρόλοι έχουν γίνει εννιά _ επτά τραγουδιστές και δυο ηθοποιοί _, δεν υπάρχει χορωδία, η ορχήστρα έχει αντικατασταθεί από ένα πιάνο, το λιμπρέτο του Σικανέντερ έχει διασκευαστεί ελεύθερα απ’ τον σκηνοθέτη, απ’ τον Φρανκ Κράβτσικ ο οποίος παίζει και στο πιάνο και την Μαρί - Ελέν Εστιέν και στην μουσική του Μότσαρτ έχουν γίνει πολλές περικοπές και κάποιες προσθήκες. Και όμως! Ο Πίτερ Μπρουκ και οι συνεργάτες του με έναν τρόπο μαγικό δίνουν όλη την ουσία του «Μαγικού αυλού», τόσο όσο μόνον ο Μπέργκμαν την έχει δώσει όταν κινηματογράφησε την όπερα (βρείτε την ταινία και δείτε την!). Ο 85χρονος _ όταν πρωτοανέβασε την παράσταση πέρσι _ σκηνοθέτης προσφέρει ένα δυνατό στην απόλυτη λιτότητά του απόσταγμα του έργου _ που εξάλλου ο ίδιος ο Μότσαρτ το χαρακτηρίζει «singspiel» ήτοι έργο με τραγούδια, φόρμα δημοφιλή στην εποχή του (1791).
Ο πιανίστας και οι φωνητικά έξοχοι _ με πρώτη την Παμίνα της παράστασης _ και υποκριτικά σωστοί νέοι τραγουδιστές δεν μου επέτρεψαν ούτε στιγμή να νοιώσω την έλλειψη του πρωτότυπου _ το αντίθετο! Και η σκηνική λιτότητα _ μερικά καλάμια για σκηνικό και απλούστατα κοστούμια _, η αφαιρετικότητα της παράστασης _ τα εντελώς, εντελώς απαραίτητα _, η μετρημένη κίνηση, ακόμη μια φορά πιστοποιούν πως ο Πίτερ Μπρουκ έχει κατακτήσει τη σοφία όπου το σκηνοθετικό σχεδόν τίποτα ισούται με το άπειρον. Και όπου το μοντέρνο δεν ταυτίζεται με την ασθένεια του σκηνοθετισμού.
Δεν έχω καταφέρει ούτε να πλησιάσω τη σοφία αυτή και η παράσταση που έχει σχεδόν τη μορφή δοκιμής δεν με κατέκτησε απόλυτα. Αλλά τη σέβομαι, τη θαύμασα και υποκλίνομαι. Και σας τη συστήνω.
Μέγαρο Μουσικής, 2 Νοεμβρίου 2011.
No comments:
Post a Comment