July 24, 2021

Η αξεπέραστη «τσαγκαρική» της Μάγιας Λυμπεροπούλου

 
Δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Να γράψω για την Μάγια Λυμπεροπούλου που έφυγε από τη ζωή προχτές. Ώρες το παλεύω -από προχτές που έμαθα το θάνατό της. Δεν της αξίζουν τα τετριμμένα -«Μεγάλη», και «σπουδαία», και «έφυγε», και «απώλεια», και «γίναμε φτωχότεροι», και «καλό παράδεισο», και «αναντικατάστατη»... Δεν της αξίζει μια αγιογραφία. Ούτε ένα στεγνό βιογραφικό της αξίζει. Δεν μου πάνε, άλλωστε, αυτά. Με απλότητα θέλω να γράψω. Όπως απλά έζησε εκείνη, όπως απλά ντυνόταν, όπως απλά έτρωγε... Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Είναι πολύ δύσκολο, όταν σε πλημμυρίζει η συγκίνηση.
Από το Θέατρο η Μάγια Λυμπεροπούλου δεν θα λείψει. Έλειπε ήδη από το 2015. Οι νεότεροι δεν την ξέρουν -ελάχιστες ταινίες έκανε, σχεδόν δεν έκανε τηλεόραση. Δεν ήταν αυτό που λέμε «δημοφιλής», «λαοφιλής», «γνωστή στο πανελλήνιο»... Την ήξερε ο χώρος της και την ήξερε το
θεατρόφιλο κοινό -ένα κοινό που ξέρουμε ότι είναι περιορισμένο. Η αύρα της, όμως, θα συνεχίσει να μας δροσίζει, να μας ευεργετεί. Όσους την είδαμε στη σκηνή, όσους τη γνωρίσαμε. Και όταν εμείς θα έχουμε φύγει, ο απόηχός της θα φτάνει στους επερχόμενους. Μαζί με τα ονόματα του Κουν, του Λαζάνη, του Κουγιουμτζή... Αυτών που στέριωσαν το «Θέατρο Τέχνης» και δεν υπάρχουν πια. Έστω κι αν δεν τα έχουν ακούσει τα ονόματα αυτά. Η αύρα δεν έχει όνομα.
Στο «Θέατρο Τέχνης», στο Υπόγειο, το 1969 γνώρισα την Ηθοποιό Μάγια Λυμπεροπούλου. Την είχα, ήδη, δει, προφανώς, το καλοκαίρι του ’66, στον Βόλο, στους «Βάτραχους» του Αριστοφάνη, που είχε φέρει στο αρχαίο
θέατρο της Δημητριάδος, ο Κάρολος Κουν, με το «Θέατρο Τέχνης» -ήταν Πρώτη Μύστις στο Χορό των Μυστών αλλά δεν τη θυμάμαι. Τότε, στο «Θέατρο Τέχνης», όλοι έπαιζαν όλα, ανάλογα με τις ανάγκες της παράστασης -από ρόλους πρωταγωνιστικούς μέχρι και στο μπούγιο. Η Μάγια (Μαρία, γεννημένη στις 11 Μαρτίου 1940, ένα κορίτσι του Κολεγίου, με σπάνια ομορφιά, αριστοκρατικότητα και φινέτσα, από οικογένεια μεγαλοαστική και καλλιεργημένη -η μικρότερη αδελφή της Νερίνα, πρώτη σύζυγος του Κώστα Καζάκου και, κατόπιν, του αρχιτέκτονα Αντώνη Κιτσίκη, η οποία πέθανε το 2003, στα 61 της, από καρκίνο, γεγονός που επηρέασε πολύ την Μάγια,
ήταν ζωγράφος-, φίλη αχώριστη με τη συγγραφέα και εικονογράφο παιδικών βιβλίων Σοφία Ζαραμπούκα) είχε πρωτοπατήσει το σανίδι, στο Υπόγειο, το 1959. Ο Κουν την είχε ρίξει να κολυμπήσει στα βαθιά, μόλις, ακόμα, ξεκινούσε το δεύτερο έτος της σχολής, με άδεια «εξαιρετικού ταλέντου» από την ειδική επιτροπή -τότε υπήρχε ακόμα η άδεια για τους
ηθοποιούς: Κάθριν στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τενεσί Γουίλιαμς. Σαν κεραυνός να έπεσε στο Θέατρο. Ο Άγγελος, ένας παλιός φίλος που δεν υπάρχει πια, μου έλεγε πως ήταν ένα πλάσμα βγαλμένο λες από άλλους κόσμους. Έκτοτε και τι δεν έπαιξε εκεί... Το ’69, που πρωτοπήγα, έπαιζε Ισαβέλα στο «Με το ίδιο μέτρο» του Σέξπιρ πλάι στον Γιώργο Λαζάνη-Άγγελο -σύζυγό της τότε, η σχέση τους, όταν είχε γίνει γνωστή από κάποιον καλοθελητή που την κάρφωσε στον Κουν, κλόνισε εκ θεμελίων το «Θέατρο Τέχνης» που είχε ορισμένα ταμπού και ο Κουν την είχε προσωρινά απομακρύνει από το θίασο. Θυμάμαι ένα αιθέριο πλάσμα, ένα μίσχο, με λαιμό κύκνου. 
Μετά την έχασα -δεν είχα προλάβει την Αηδόνα της στους «Όρνιθες», δεν είχα προλάβει την Αγγέλα της στο έργο του Σεβαστίκογλου, δεν είχα προλάβει την κατατονική της που παίζει την Σαρλότ Κορντέ στην «Δολοφονία του Ζαν Πολ Μαρά» του Βάις, το ’71 έφυγε στο Παρίσι. Ξαναγύρισε μετά τη χούντα, το ’76 και εντάχτηκε -ιδρυτικό στέλεχος- στο «Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο» που ίδρυσε ο Λεωνίδας Τριβιζάς. Και παράλληλα άρχισε να διδάσκει στη δραματική σχολή του. Στη σκηνή του «Πορεία» («Οι γάμοι των μικροαστών» του Μπρεχτ, «Ρωμέικο πανόραμα» του Βαγγέλη Γκούφα...) άρχισα να αντιλαμβάνομαι τις τεράστιες δυνατότητές της. Δεν κατάφερα να δω -ήμουν φαντάρος, στο Ναύπλιο- την ιστορική Κατερίνα της στο σεξπιρικό «Ημέρωμα της στρίγγλας» του Γιώργου Σεβαστίκογλου, που άφησε εποχή -ακόμα μιλάνε για την παράσταση και την ερμηνεία της. Την είδα, όμως, Ελένη στην Επίδαυρο, με το «Θέατρο Τέχνης», στις «Τρωαδίτισσες» του Κουν. Αλλά χρειάστηκε να φτάσει το 1980 για να συνειδητοποιήσω το μέγεθός της: «Ντόλι» του Θόρντον Γουάιλντερ, σε σκηνοθεσία -εξαιρετική παράσταση- που υπέγραφε ο Μίνως Βολανάκης, στον επώνυμο ρόλο η Έλλη Λαμπέτη, η Μάγια, Αϊρίν Μολόι, η καπελού του έργου, ο δεύτερος γυναικείος ρόλος του. Η αύρα της Λαμπέτη, η αγάπη που της είχε το κοινό, το μεγάλο ταλέντο της, το χιούμορ της εκεί ήταν αλλά -ε, ναι!- η Μάγια Λυμπεροπούλου ήταν που
έκλεβε την παράσταση: ένα στρόβιλο πάνω στη σκηνή θυμάμαι. Αυτή ήταν η Μεγάλη Ηθοποιός. Από τότε πίστεψα και με τόλμη επέμεινα ότι ήταν η σημαντικότερη, η κορυφαία ηθοποιός που έβγαλε το ελληνικό θέατρο μεταπολεμικά.
Σε ό,τι την είδα έκτοτε, κάθε φορά, επιβεβαίωνα τη γνώμη μου. Τι να πρωτοθυμηθώ; Ίσως αυτά που με σημάδεψαν: Λότε Κότε α-νε-πα-νά-λη-πτη στο «Μεγάλο και μικρό» του Μπότο Στράους, στο Υπόγειο, εκεί στην «Εβρέα» του Μπρεχτ, εκεί Μπεθ στο «Τοπίο» του Πίντερ, στην Φρυνίχου Μαρί Γκάιλα στα «Θεϊκά λόγια» του Βάγιε Ινκλάν -αξέχαστη στη σκηνή της διαπόμπευσης, με γυμνά τα στήθια-, Αμάντα στον 
«Γυάλινο κόσμο» του Γουίλιαμς στην Πάτρα, «Ελένη» του Ρίτσου -έχω την εικόνα της να κάθεται ξυπόλυτη, διαλυμένη, σε μια καρέκλα, στη σκηνή του Κολεγίου, όπου είχε φέρει, από την Πάτρα, την παράσταση, Μαντλέν στο «Η σιωπή του Μολιέρου» στην Φρυνίχου, Κυρία Περνέλ στον «Ταρτούφο» του Μολιέρου -μία εκρηκτική εναρκτήρια σκηνή που σε συνέπαιρνε και ωθούσε ως ατμομηχανή ολόκληρη την παράσταση της Νικαίτης Κοντούρη-, στο «Αμόρε»,
Κυρία αγνώριστη, με Κλερ την Ρένη Πιττακή και Σολάνζ την Μπέττυ Αρβανίτη, στις «Δούλες» του Ζενέ, την αξεπέραστη παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή, στο «Κεφαλληνίας», Χάνα Πόρτερ-Πιτ στο «Άγγελοι στην Αμερική» του Τόνι Κούσνερ στο Φεστιβάλ Αθηνών και απολαυστική ερωτιάρα γηραιά θεία Σαμπίνα, στην «Τριλογία του παραθερισμού» του Γκολντόνι, και τα δύο σε σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη, «Η κοκόνα η Μαρώ» -ο μονόλογος του Νάνου Βαλαωρίτη- στην Β΄ Σκηνή του «Κεφαλληνίας» μέχρι την τελευταία εμφάνισή της, το καλοκαίρι του 2015, στο «Αβάντι Ντάριο», μια παράσταση του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου στο Ηρώδειο, στο Φεστιβάλ Αθηνών, για τον Ντάριο Φο -διάβαζε καθηλωτικά ένα απόσπασμα από την ομιλία του στην απονομή του Νομπέλ. 56 χρόνια θέατρο!
Με μεγάλο μεράκι πέρασε και στη σκηνοθεσία. Τα αποτελέσματα, κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν εξίσου θεαματικά. Αλλά συγκρατώ τον υποδειγματικό Μπέρνχαρντ -«Στον προορισμό»-, ίσως τον καλύτερο που έγινε στην Ελλάδα, τον οποίο έκανε στο Υπόγειο  και το δίπτυχο «Έμα Μπ.-Χήρα Ιοκάστη» του Αλμπέρτο Σαβίνιο και «Κλυταιμνήστρα ή Το έγκλημα» της Γιουρσενάρ, στους Μονόλογους της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, όπου μεταμόρφωσε την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, αγαπημένη της μαθήτρια. Έκανε, επίσης, αρκετές μεταφράσεις, έκανε ραδιόφωνο και δίδαξε. Εκτός από τη δραματική του «Λαϊκού
Πειραματικού», στη δραματική σχολή του «Θεάτρου Τέχνης», στα «Χορικά» της Ζουζούς Νικολούδη και, πιο πρόσφατα, στη δραματική του «Νέου Ελληνικού Θεάτρου» του Γιώργου Αρμένη. Αλλά, ενδιάμεσα, έκανε και πολλά ιδιωτικά εργαστήρια-σεμινάρια που άφησαν εποχή. Δίδασκε παθιασμένα, όπως παθιασμένα τα έκανε όλα στη ζωή της. Παθιασμένα αλλά και απολύτως συγκροτημένα, με φοβερή ακρίβεια και αυτοέλεγχο. Όσοι ήταν μαθητές της σημαδεύτηκαν, η Μάγια έγραψε πάνω τους και μέσα τους για πάντα. Γιατί ήταν ταμένη στο θέατρο -ψυχή τε και σώματι. Όταν μιλούσες μαζί της, μόνο για το θέατρο ήταν η κουβέντα ή στο θέατρο κατέληγε. Η «τσαγκαρική του θεάτρου» ήταν ο αγαπημένος, δικός της όρος. Αυτής, μιας, κατά κυριολεξία, διανοούμενης του θεάτρου. «Διδάσκει υστερία θεάτρου» ήταν το ανέκδοτο που είχε κυκλοφορήσει εις βάρος της ένας «χιουμορίστας» πρωταγωνιστής του θεάτρου μας, που ούτε στο νυχάκι της δεν έφτασε... 
Δεν έκανε παιδιά -παιδιά της ήταν οι μαθητές της, με πιο κοντινή της την Βίκυ Βολιώτη που της στάθηκε σαν κόρη της μέχρι την τελευταία στιγμή-, έζησε μερικές έντονες, ελεύθερες, τολμηρές για την εποχή της ερωτικές ιστορίες, με ανθρώπους του θεάτρου βασικά, έμενε σ’ ένα μαζεμένο δυαράκι, υπερυψωμένο ισόγειο, στην οδό Ερεσού, στα Εξάρχεια, αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους της. Μετρημένα, ταπεινά, με αξιοπρέπεια, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί.
Η Μάγια ήταν ένα θεατρικό θαύμα της φύσης. Τεχνική τερατώδης, μέτρο, έλεγχος των μέσων, πειθαρχία... «Εγκεφαλική ηθοποιός» έλεγαν. Ναι, αλλά ο εγκέφαλός της ήταν ικανός, μέσα από την τεχνική αυτή, να μεταδώσει συναίσθημα. Η γκάμα της, τεράστια: από την τραγωδία έως την κωμωδία, από το ρεαλισμό έως το παράλογο, από το δράμα έως τη φάρσα -το χιούμορ της ήταν εξαιρετικό στη σκηνή αλλά και στη ζωή, όπου άνετα έφτανε μέχρι τον αυτοσαρκασμό. Και νοιαζόταν βαθιά για την πορεία του τόπου και, κυρίως, του θεάτρου, πορεία που αντιμετώπιζε πεσιμιστικά.
Όταν πήγα στα «Νέα», το ’84, η πρώτη συνέντευξη που ζήτησα να κάνω -και την έκανα- ήταν με την Μάγια Λυμπεροπούλου -το όνειρό μου. Έτσι τη γνώρισα από κοντά. Ετοίμαζαν, τότε, τους «Αλλοπαρμένους» των Μίντλετον και Ρόουλεϊ, στο «Αεικίνητο» που είχε δημιουργήσει ο Κώστας Αρζόγλου, με σκηνοθέτη τον Γιώργο Σεβαστίκογλου.
Και η φωνή της, ο λόγος της; Μια φωνή βιολοντσέλο, με όλες τις αποχρώσεις και ένας λόγος στέρεος, ζυγισμένος, ακριβής, γειωμένος, όπου η κάθε λέξη αποκτούσε το βάρος που της αναλογούσε, όπου η κάθε λέξη αποκτούσε τη σημασία της, χωρίς ο λόγος να φεύγει στον αέρα, «ποιητικά» και φλου. Αν την ακούσετε στο βίντεο που ανέβασα όπου διαβάζει -ερμηνεύει είναι το σωστό, χωρίς, όμως -προσοχή!- να «παίζει»- το Ν της «Ιλιάδας» στη μοναδική μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, θα καταλάβετε τι θέλω να πω.
Αυτή η φωνή, αυτός ο τρόπος της να διαβάζει μας έφερε πιο κοντά. Μεταξύ 1983 και 1991 είχα στην ΕΡΑ1 την εκπομπή «Το Βιβλίο στο Μικρόφωνο» -παρουσιάσεις καινούργιων εκδόσεων, με συνεντεύξεις των συγγραφέων και δύο ηθοποιούς που διάβαζαν αποσπάσματα από τα παρουσιαζόμενα βιβλία. Η Μάγια Λυμπεροπούλου ήταν ανάμεσα στους πρώτους που κάλεσα. Και ήρθε πολλές φορές. Ήταν τιμή μου. Πέρασαν πάνω από 100 ηθοποιοί στα οκτώ χρόνια της εκπομπής, μερικοί διάβασαν πολύ καλά, εξαιρετικά αλλά σαν την Μάγια Λυμπεροπούλου κανείς. Στα αυτιά μου ηχεί, ακόμα, η φωνή της στον πρώτο μονόλογο της Ηλέκτρας, όταν παρουσιάσαμε την πρώτη έκδοση της μετάφρασης από τον Γιώργο Χειμωνά της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή: «Φως. Άσπρο. Κι ο αέρας που φυσά πάνω σ’ όλη την Γη. Φως. Τι ατέλειωτα τραγούδια θρήνου άκουσες από μένα. Τι πληγές, που ματώνουν ακόμα έφεξες πάνω στο στέρνο μου. Που το χτυπώ και το χτυπώ ώσπου να στραγγιστεί εντελώς όλο το μαύρο σκοτάδι της νύχτας».
Κάναμε έκτοτε πολλές συνεντεύξεις -με εμπιστευότανε. Και την ακολούθησα πιστά στην Πάτρα -πηγαινοερχόμουνα για να βλέπω τις παραστάσεις τους-, όταν δημιουργήθηκε το «Θέατρο Πάτρας», όπου ανέλαβε τη συνδιεύθυνση μαζί με τον Βίκτωρα Αρδίττη, που αργότερα αποχώρησε, ενώ το Θέατρο μετασχηματίστηκε στο νυν Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας.
Για τελευταία φορά άκουσα, ζωντανά, τη φωνή της σε ανάγνωση, στις 31 Οκτωβρίου του 2016. Έγραψα τότε στις 3 Νοεμβρίου 2016 εδώ: «‘Τον γνώρισα λίγο. Δεν πρόλαβα να πάρω όλα όσα ήθελα και δεν πρόλαβε να δώσει όλα όσα μπορούσε στο ελληνικό θέατρο που αριθμητικά ευημερεί αλλά πένεται σε προσωπικότητες: η Μάγια Λυμπεροπούλου εκτίναξε την παρουσίαση του βιβλίου της Κωνσταντίνας Ζηροπούλου Γιώργος Σεβαστίκογλου. Αγωνιστής του θεάτρου και της ζωής. Με το έξοχο κείμενο που ’χε ετοιμάσει και που διάβασε για τον σπουδαίο θεατράνθρωπο με τον οποίο τη συνέδεσαν δυο σταθμοί στην ένδοξη πορεία της στο θέατρο: ήταν η Αγγέλα στο ομώνυμο έργο του που ανέβασε ο Κάρολος Κουν στο Υπόγειο το 1964/1965, με τον Σεβαστίκογλου πολιτικό πρόσφυγα, ακόμα, στην Σοβιετική Ένωση, κι έχει κάνει Κατερίνα στο σεξπιρικό Ημέρωμα της στρίγγλαςπου ο Σεβαστίκογλου σκηνοθέτησε στο ΚΘΒΕ το 1978/’79 -δυο ιστορικές παραστάσεις για το ελληνικό θέατρο.
Και, κατόπιν, σηκώθηκε όρθια και είπε: ‘Αυτό το γράμμα νομίζω πως πρέπει να το διαβάσω όρθια. Και διάβασε το γράμμα που ο Γιώργος Σεβαστίκογλου έγραψε τον Οχτώβρη του 1958, ήδη εννιά χρόνια πρόσφυγας, στον Κουν και που περιλαμβάνεται στο βιβλίο. Και το οποίο τελειώνει: Χαιρέτα μου όλους… κι αυτούς που με ξέχασαν -ίσως με θυμηθούν. Εκεί, η φωνή-τσέλο της Μάγιας Λυμπεροπούλου έσπασε απ’ τη συγκίνηση. Κι εμένα μια χορδή έσπασε μέσα μου… -πονάνε ακόμα αυτά, ε;». 
Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος η Μάγια: αυστηρή, ενίοτε σκληρή, απόλυτη στις απόψεις της, ανυποχώρητη, απαιτητική από τους συνεργάτες και τους μαθητές της, με εμμονές, επικεντρωμένη αποκλειστικά στη δουλειά της. Αλλά όλα αυτά τα παραμέριζε το ήθος της, η εντιμότητά της -μια κοινή φίλη μού έλεγε πώς υπερασπίστηκε, μέσα από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ελληνικού Φεστιβάλ, του οποίου ήταν μέλος, τον Γιώργο Λούκο, όταν οι γνωστοί κακόβουλοι του έστησαν την παγίδα για να τον απομακρύνουν-, η ακεραιότητά της, η ανεξιθρησκεία της, η αξιοπρέπειά της, η μόρφωση και η προσωπικότητά της -γιατί η Μάγια Λυμπεροπούλου ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα. Και πάνω απ’ όλα το Πάθος της για το Θέατρο.
Άφησε, δυστυχώς, μισοτελειωμένο, ένα πολύτιμο βιβλίο για τη μέθοδο του Κάρολου Κουν και το «Θέατρο Τέχνης», που θα ήταν ευχής έργο, αν κάποιος μπορέσει να το ολοκληρώσει με βάση τις σημειώσεις της. Γιατί η Μάγια είχε και το ταλέντο να γράφει. Να γράφει καλά.
Θα μου λείψει πολύ. Την αισθανόμουν σαν μεγαλύτερη αδελφή. Και ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που μ’ έκαναν ν’ αγαπήσω τόσο το θέατρο. Πονάνε ακόμα αυτά, ε; (Για τις φωτογραφίες ευχαριστώ τις κ.κ. Γεωργία Σιδέρη του «Θεάτρου Τέχνης», Σάσα Παπαχριστοπούλου της Εταιρίας Θεάτρου «Πράξη» (Θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας»), Σοφία Μαυρίδη του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και, ιδιαιτέρως, την κ. Ιφιγένεια Ροκανά-Γιαλλάφου για τη σπάνια φωτογραφία 2 της 17χρονης Μάγιας Λυμπεροπούλου, τελειόφοιτης μαθήτριας του Κολεγίου). 
(Την Μάγια Λυμπεροπούλου θα αποχαιρετήσουμε με το χειροκρότημα που της αξίζει την Δευτέρα, στις 11 το πρωί, στο Πρώτο Κοιμητήριο).

4 comments:

  1. Ηξερα πως ο δικος σας αποχαιρετισμός θα ηταν ο καλύτερος, μου επιτρέπετε να τον κοινοποιήσω. τ.

    ReplyDelete
  2. Φυσικά. Σας ευχαριστώ πολύ.

    ReplyDelete
  3. Εξαιρετικώς εξαίρετο κε Σαρηγιάννη για εναν φωτεινόν Αγγελο, μεγάλης ομορφιας εξάγγελο..

    ReplyDelete