«Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι, λιμπρέτο (Βικτοριέν Σαρντού) Λουίτζι Ίλικα-Τζουζέπε Τζακόζα / Μουσική διεύθυνση: Λίζα Ξανθοπούλου. Σκηνοθεσία: Αθανάσιος Κολαλάς.
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, που δεν έχει αυτοστεφτεί αυτοκράτορας ακόμη, έχει κατακτήσει, εν ονόματι της Γαλικής Επανάστασης, και την Ιταλία. Στα Παπικά Κράτη, αφού εξόρισε στην Γαλία τον Πάπα Πίο ΣΤ΄, κήρυξε τη βραχύβια Ρομαϊκή Δημοκρατία, κράτος δορυφορικό της Γαλικής Δημοκρατίας, με επικεφαλής επτά υπάτους, που σύντομα το κατέλυσαν οι δυνάμεις του Βασιλείου της Νάπολης επιβάλλοντας στυγνό καθεστώς. Ιούνιος 1800, Ρόμη και ο φυλακισμένος δημοκρατικός τέως ύπατος Τσέζαρε Αντζελότι, ενώ οι Γάλοι ετοιμάζονται να επανέλθουν, μετά τη νικηφόρα κατά των Αυστριακών μάχη του Μαρένγκο, δραπετεύει από τις φυλακές του Καστέλ Σαντ’ Άντζελο και κρύβεται στο προσωπικό παρεκκλήσιο της έγκαιρα ειδοποιημένης αδελφής του μαρκησίας Αταβάντι, στην εκκλησία του Σαντ’ Αντρέα Ντέλα Βάλε. Εκεί θα συναντήσει το φίλο του ζωγράφο Μάριο
Καβαραντόσι που θα τον φυγαδεύσει στη βίλα του, έξω από την πόλη. Ο κτηνώδης αρχηγός της αστυνομίας βαρόνος Σκάρπια, όμως, θα παγιδεύσει τη ζηλότυπη ερωμένη του Καβαραντόσι πριμαντόνα Φλόρια Τόσκα, αρχικά ενσπείροντάς της υποψίες ότι ο Μάριο την απατά και, αφού τον συλλάβει, βασανίζοντάς τον στην ανάκριση, ώστε η Τόσκα να σπάσει και να ομολογήσει το μυστικό για τον κρυμμένο Αντζελότι, το οποίο γνωρίζει. Ο Αντζελότι αυτοκτονεί για να μην τον συλλάβουν και ο Καβαραντόσι οδεύει προς εκτέλεση. Ο αδίστακτος Σκάρπια
εκβιάζει και πάλι την Τόσκα: δίνει διαταγή για εικονική εκτέλεση του Μάριο και της υπογράφει μία άδεια να περάσουν, στη συνέχεια, οι δύο τους, με τον Μάριο, τα σύνορα αλλά με τον όρο ότι η γυναίκα θα του δοθεί. Η Τόσκα υποκρίνεται ότι δέχεται, τον σκοτώνει, αρπάζει την υπογραμμένη άδεια και τρέχει στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο όπου κρατείται ο Μάριο για να του αποκαλύψει ότι η εκτέλεση θα είναι εικονική και ότι πρέπει να υποδυθεί τον νεκρό. Αλλά ο Σκάρπια την έχει εξαπατήσει: η εκτέλεση δεν θα είναι εικονική. Ο Μάριο είναι νεκρός. Η Τόσκα, καταδιωκόμενη από τους ανθρώπους του Σκάρπια που ανακάλυψαν τη δολοφονία του,
πηδάει από τις επάλξεις του φρουρίου και αυτοκτονεί. Πρόκειται για την «Τόσκα» (1900), σε λιμπρέτο των Λουίτζι Ίλικα και Τζουζέπε Τζακόζα πάνω στο δράμα «Λα Τόσκα» (1887) του Γάλου Βικτοριέν Σαρντού, ένα αμιγές μελόδραμα που ο Τζάκομο Πουτσίνι κατέστησε αθάνατο με τις μουσικές του, μία όπερα με έντονη δραματικότητα που ποτέ δεν
πλατειάζει. Το ανέβασμά της στο Επταπύργιο -το Γεντί Κουλέ- της Θεσσαλονίκης διαθέτει δύο μεγάλα πλεονεκτήματα: πρώτον, τις, κατά το 90%, ντόπιες καλλιτεχνικές δυνάμεις με τις οποίες η όπερα ανέβηκε, και, δεύτερον, τον σκηνικό χώρο που, αν και άβολος σκηνικά και ανεπαρκής ακουστικά, δεν είναι μόνον επιβλητικός αλλά δένει με την ατμόσφαιρα και την πλοκή της. Ο Αθανάσιος Κολαλάς που υπογράφει τη σκηνοθεσία έχει στήσει μία συμβατική παράσταση που,
πάντως, παρά κάποιες αμηχανίες, τσουλάει χωρίς φάουλ και έχει καλές στιγμές. Τα σκηνικά που, όπως και τα ευπρεπή κοστούμια, έχει αναλάβει ο ίδιος, φωτισμένα χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση από τον Στέλιο Τζολόπουλο, αν και δεν προσφέρουν υψηλή αισθητική, είναι λειτουργικά. Η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης που συνοδεύει, σίγουρα δεν είναι ένα
συμφωνικό σύνολο πρώτης γραμμής. Στην πρώτη πράξη την άκουσα να ηχεί προβληματικά αλλά, τελικά, η Λίζα Ξανθοπούλου, από το πόντιουμ, την οδήγησε με σταθερότητα, επιτυγχάνοντας πολύ καλή συμπόρευση με τους τραγουδιστές και δέσιμο μεταξύ τους, επιλέγοντας, όμως, αδιανόητα αργά τέμπι. Θετική η συμβολή της Μικτής Χορωδίας Θεσσαλονίκης σε διδασκαλία Μαίρης Κωνσταντινίδου και της Παιδικής Χορωδίας του Ιερού Ναού Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου Θεσσαλονίκης σε διδασκαλία Μαρίας-Έμμας Μελιγκοπούλου. Τη διανομή εξυπηρετούν, κατά το δυνατόν, ο τενόρος Χριστόφορος Ψαλτόπουλος (Σπολέτα), ο μπάσος Άγγελος Μάρκου (Σιαρόνε) και -πιο αδύναμοι- ο βαρύτονος Αλέξανδρος Τζοβάνης (Νεωκόρος, με υποκριτικές υπερβολές) και ο
μπάσος Κωνσταντίνος Κατσάρας (Αντζελότι). Απολύτως επαρκής Σκάρπια, ο βαρύτονος Γιάννης Σελητσανιώτης. Ο τενόρος Κωνσταντίνος Κληρονόμος (Καβαραντόσι) διαθέτει πολύ καλή φωνή αλλά πρέπει να χαλαρώσει, είναι πολύ σφιγμένος. Η Σοφία Μητροπούλου, με εξαιρετικής ποιότητας φωνητικό τίμπρο, με άψογο φραζάρισμα και πολύ καλή τεχνική, είναι μία ικανότατη δραματική σοπράνο, ευρείας γκάμας. Η Τόσκα της, παρά μία κάμψη που παρατήρησα στην τρίτη πράξη, είναι πολύ καλή φωνητικά και υποκριτικά. Μία ήσσων αλλά ευπρεπής παράσταση η οποία, βέβαια, παίζεται με πλήρη ηχητική υποστήριξη, δικαιολογημένη από την ανύπαρκτη ακουστική του χώρου αλλά, ομολογώ, διακριτικότατη.
(Η παράσταση δεν διαθέτει ξεχωριστό έντυπο πρόγραμμα. Τα στοιχεία της περιλαμβάνονται στο άνευ αισθητικών αξιώσεων έντυπο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επταπυργίου 2021).
Θεσσαλονίκη, Επταπύργιο, Φεστιβάλ Επταπυργίου, συμπαραγωγή: Κέντρο Πολιτισμού / Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας-Διεύθυνση Τουρισμού Πολιτισμού Δήμου Θεσσαλονίκης-Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 5 Ιουλίου 2021.
No comments:
Post a Comment