June 19, 2021

Στο Φτερό / Επιθεώρηση αλλά πώς;... ή Μεγάλα καλάθια που δεν γέμισαν

 
«The 1821. Η επιθεώρηση». Σύνθεση Φοίβος Δεληβοριάς, Δημήτρης Καραντζάς, κείμενα Λένα Κιτσοπούλου, Γλυκερία Μπασδέκη, Κώστας Μανιάτης, Κώστας Κωστάκος, Κέλλυ Παπαδοπούλου, Φοίβος Δεληβοριάς με τη συμβολή του θιάσου, μουσική Φοίβος Δεληβοριάς / Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς.
 
 
«Επιθεώρηση, πού είσαι;» αναφωνώ, από καιρού εις καιρόν, τα τελευταία χρόνια. Συμβαίνουν γύρω μας, στην πολιτική και
στην κοινωνία, στον πολιτισμό και στην παιδεία, στη δικαιοσύνη και στην ενημέρωση, τόσα άξια να τα περιλάβει -το «περιλάβει» με την έννοια «τον περίλαβε στο ξύλο»-, ως καθ’
ύλην αρμοδία η επιθεώρηση... Το είδος, όμως, κακά τα ψέμματα, μοιάζει να έχει εκλείψει, μαζί με τους μάστορές του, παρά τις κάποιες ευεργετικές μεταλλάξεις που υπέστη από τη 
δεκαετία του ’70 και μετά -«Ελεύθερο Θέατρο»/«Ελεύθερη Σκηνή», Λαζόπουλος, Ξανθούλης.... Πολλά χρόνια, από την εποχή -ήταν 2008- του «Το τρέντυ θα σφυρίξει τρεις φορές» του Σταμάτη Φασουλή και των συνεργατών του, έχουμε να δούμε επιθεώρηση άξια του ονόματός της -τα 
επιθεωρησιακοφανή θεατροσκευάσματα του Μάρκου Σεφερλή είναι εκτός συναγωνισμού... Ιδού, όμως, που, ξαφνικά, εμφανίζονται δύο καλλιτέχνες της νεότερης και της νεότατης γενιάς, αντίστοιχα, ο τραγουδοποιός Φοίβος Δεληβοριάς και ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς που κάνουν, φέτος, μία απόπειρα (πειραγμένης) αναβίωσης της επιθεώρησης. Πιστεύω πως 
έναυσμα ήταν η απόπειρα αναβίωσης του βαριετέ, που ξεκίνησε από το 2017 και συνεχίζει ο Φοίβος Δεληβοριάς με την «Ταράτσα του Φοίβου». Αλλά, άλλο το βαριετέ που είναι εντελώς ανοιχτή φόρμα, άλλο η επιθεώρηση που, αντίθετα, σου επιβάλλει κάποιους κανόνες, κάποια συγκεκριμένη φόρμα, όσο κι αν θέλεις να την ανατρέψεις. Για το «The 1821. Η επιθεώρηση» ο Φοίβος Δεληβοριάς και ο Δημήτρης Καραντζάς παράγγειλαν σε

μία σειρά συγγραφέων ήδη δοκιμασμένων ή πρωτάρηδων, που όλοι τους, πάντως, δεν είχαν ξαναγράψει επιθεώρηση, να γράψουν νούμερα/σκετς τα οποία συνέδεσαν και συνέθεσαν με ενδιάμεσα τραγούδια. Κείμενα ανομοιογενή, άνισα αλλά με 
κοινό άξονα ένα καινούργιο, ανατρεπτικό κοίταγμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων, αλλά και ένα κοίταγμα πού έχει φτάσει η κοινωνία μας μέσα από αυτή την πορεία των 200 χρόνων. Ο απολογισμός της πορείας, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι 
ενθαρρυντικός. Και οι μύθοι, όσο και αν έχει προσπαθήσει και προσπαθεί το παρελθόν και το τρέχον κατεστημένο, η πάσης φύσεως εξουσία, να τους θρέψει και να τους διατηρήσει, έχουν αρκούντως διαβρωθεί και απομυθοποιηθεί. Αυτά είναι δεδομένα. Το θέμα είναι αν τα συγκεκριμένα κείμενα έχουν τη δύναμη να μιλήσουν με σθένος αλλά και ευφρόσυνα -απαραίτητο στο είδος- για το παρελθόν 
και το παρόν μας. Εγώ, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, βρήκα να είναι μεν τολμηρά, με κάποιες πολύ καλές ιδέες και με μερικά λεπτά υπονοούμενα, αλλά, τελικά, όχι αποτελεσματικά. Και, εκτός από κάποιες εκλάμψεις, καθόλου εύφορα -περισσότερο αμήχανα και αφελή, με κάποια κοινότοπα ή και παιδαριώδη, σαχλά αστεία. Χρειάστηκε να περάσει δεν ξέρω πόση ώρα για να χαμογελάσω -με την
«Τελετή έναρξης-Τα νέα άρματα» (Δημήτρης Καραντζάς), καίρια «συμπλήρωση» της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Το «Όταν πήγα να πάρω μέρος στον επαναστατικό αγώνα» (Λένα Κιτσοπούλου) είναι, όντως, νούμερο ανατρεπτικό, με τον... γκέι, αποπλανημένο αγωνιστή της Επανάστασης, αλλά 
χάνει την αίσθηση του χρόνου, πλατειάζει και, ύστερα, χάνει και τον ιστό του καθώς μετατοπίζεται σε σάτιρα τηλεοπτικής εκπομπής με θέμα το «Me Too» και, κατόπιν, σε σάτιρα του «The Voice». Aντίθετα, το λακωνικό «Ακτή Μιαούλη» της ίδιας συγγραφέα το εισέπραξα ως πιο αποτελεσματικό. Ξεχειλώνει, αν και ξεκινάει από έξυπνη ιδέα, και το «Ο Γεροδήμος πέθανε» (Φοίβος Δεληβοριάς, Ελένη Κοκκίδου, Πάνος Παπαδόπουλος). Ενώ άτεχνα βρήκα και το «Προσεχώς» (Κώστας Μανιάτης) και, κυρίως το -επίσης ξεχειλωμένο- «Με το καλό» (Φοίβος Δεληβοριάς). Η επιθεώρηση κλείνει μελαγχολικά με το αποδοτικότερο, κατά τη γνώμη μου, κείμενο της παράστασης
«Σεάνς (που μας ακούτε)» της Γλυκερίας Μπασδέκη. Αλλά και η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά δεν έχει σηκώσει τα κείμενα ούτε έχει καταφέρει να απαλύνει, να σουλουπώσει  τις ατεχνίες τους. Εγώ μία άρρυθμη, με πολλά ξεφωνητά παράσταση, που χρειαζόταν περισσότερη δουλειά, εισέπραξα. Και την οποία ούτε οι μουσικές του Φοίβου Δεληβοριά ούτε οι χωρίς έμπνευση, διεκπεραιωτικές χορογραφίες της Ζωής Χατζηαντωνίου έχουν, πιστεύω, βοηθήσει. Το «Με το καλό», μάλιστα, σάτιρα της τηλεοπτικής εκπομπής «Στην υγειά μας, ρε παιδιά», καταλήγει σχεδόν σε αλαλούμ. Τυπικά και τυπικά φωτισμένα από τον
Αλέκο Αναστασίου αλλά καλόγουστα, τα σκηνικά της Μαρίας Πανουργιά και της Μυρτώς Λάμπρου, όχι, όμως, και τα όπως λάχει κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, που μία διάθεση φελινικής ατμόσφαιρας την έχουν αλλά, παρά τις εντυπωσιακές κομμώσεις του Κωνσταντίνου Σαββάκη, πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Ο θίασος διαθέτει αρκετούς καλούς ηθοποιούς που δεν νομίζω, πάντως, ότι τους βοήθησε η σκηνοθεσία ούτε η απειρία τους στο είδος -η επιθεώρηση απαιτεί απεύθυνση στο κοινό, άρα απαιτεί κατακτημένη 
αμεσότητα. Τα ξεφωνητά δεν ενισχύουν την απόδοση της εξαιρετικής ηθοποιού Ελένης Κοκκίδου, ο Γιάννης Νιάρρος και ο Πάνος Παπαδόπουλος, επίσης ηθοποιοί ταλαντούχοι, δεν ξεχώρισαν εδώ -το τραγούδι, πάντως του Γιάννη Νιάρρου 
«Γιώργο γιατί» είναι έξυπνο-, θαμπός ο Μιχάλης Οικονόμου, άρρυθμος και με κακή κίνηση ο Νίκος Καραθάνος, συμπαθητικοί, χωρίς εξάρσεις, η Ιωάννα Πιατά και ο Ηλίας Μουλάς, αδύναμοι η Βάσω Καβαλιεράτου και, ιδίως, ο Γιάννης 
Κουκουράκης. Ο Γιάννης Κλίνης μου άρεσε περισσότερο στον Λόρδο Βύρωνα του φινάλε. Αποδοτικότεροι, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, παρά τη φωνητική μανιέρα της, και, κυρίως, ο, κάπως παραμερισμένος εδώ αλλά συνεπέστατος, έστω και αν του λείπει το λεγόμενο μπρίο, σε ό,τι έχει αναλάβει, Γιώργος Γάλλος. Θα τελειώσω -last but not least, το εντελώς αντίθετο- με την Μίρκα Παπακωνσταντίνου: απολύτως κυρίαρχη των μέσων της, με αυτό το υπέροχο αυτοσαρκαστικό
χιούμορ της, με το προσωπικό της ύφος που ποτέ δεν έγινε μανιέρα, με τον κοφτό λόγο της, με εξαιρετικά διατηρημένη ακόμα φωνή, στον έξυπνο «Μονόλογο της εξαπατημένης» (Κέλλυ Παπαδοπούλου) και στο «Τραγούδι της υποκρίτριας» 
παραδίδει μάθημα στους νεότερους συναδέλφους της. Μικρή ζωντανή ορχήστρα από τέσσερις μουσικούς συνοδεύει αποτελεσματικά από σκηνής. Πήγα με μεγάλα καλάθια στην παράσταση αλλά, δυστυχώς, σχεδόν αδειανά τα έφερα πίσω... (φωτογραφίες: Γκέλλυ Καλαμπάκα).
  
(Φροντισμένο το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -

επιμέλεια Αγγελική Πούλου-, με ένα σύντομο αλλά ενδιαφέρον κείμενο -«Αναγεννήστε μας κι αφήστε μας»- που συνυπογράφουν ο Απόστολος Πούλιος και ο Μανώλης Σειραγάκης).    
 
Θέατρο «Βεάκειο», συμπαραγωγή Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και «Το Θέατρο», 13 Ιουνίου 2021.

No comments:

Post a Comment