«Σε έναν έρημο τόπο». Σκηνοθεσία: Νίκολας Ρέι.
Σεναριογράφος με επιτυχίες, όνομα στο Χόλιγουντ τη δεκαετία του ’40, που, όμως, μετά τον Πόλεμο, δεν έχει σταυρώσει επιτυχία, ο Ντιξ (Ντίξον) Στιλ δεν κατατάσσεται στα «καλά παιδιά» της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Διότι δεν γουστάρει να μεταποιεί σε σενάρια φτηνιάρικα μπεστ σέλερ
που μοσχοπουλιούνται στα σούπερ μάρκετ και για τα οποία ξερογλείφονται τα στούντιο και τα γραφεία παραγωγής, καθώς οι σχετικές ταινίες δημιουργούν ουρές στα ταμεία αλλά, επιπλέον, και διότι δεν τον βοηθάει ο χαρακτήρας του:
δύσκολος, αντικοινωνικός, κυνικός, αψίκορος, βίαιος, μπλέκει σε καυγάδες, παίζει ξύλο και έχει απασχολήσει αρκετές φορές την αστυνομία προς απελπισίαν του μάνατζέρ του Μελ Λίπμαν που, διαρκώς, προσπαθεί να τον ξεμπλέξει. Πιεσμένος από το γραφείο παραγωγής να προσαρμόσει ένα ακόμα μυθιστόρημα του κιλού, που του αφήνουν στην γκαρνταρόμπα του νυκτερινού κέντρου στο
οποίο συχνάζει, αγγαρεύει την κοπέλα της γκαρνταρόμπας, ονόματι Μίλντρεντ Άτκινσον, η οποία το έχει ρουφήξει με ενθουσιασμό, να πάει την ίδια νύχτα σπίτι του και να του αφηγηθεί την υπόθεσή του για να ξεφορτωθεί την υποχρέωση. Αφού καταλήξει στο συμπέρασμα που, έτσι κι αλλιώς, υπέθετε για το επίπεδο του βιβλίου, για να ξεφορτωθεί τη φορτική κοπέλα, της δίνει χαρτζιλίκι να πάρει ταξί για να γυρίσει σπίτι της. Λίγη ώρα μετά, θα βρουν την Μίλντρεντ Άτκινσον δολοφονημένη
-την έχουν στραγγαλίσει και έχουν πετάξει το πτώμα της από αυτοκίνητο στο δρόμο. Αυτομάτως, ως εκ των πριν υπαρξάντων της ζωής του, ο Στιλ καθίσταται ύποπτος και ας έχει αναλάβει την υπόθεση ο ντετέκτιβ Μπραμπ Νικολάι, φίλος του από την εποχή που ο Μπραμπ ήταν υπό τις διαταγές του
στον στρατό. Εμφανίζεται, όμως, ο από μηχανής θεός -ή, μάλλον, η από μηχανής θεά: η γειτόνισσά του στο ίδιο συγκρότημα κατοικιών Λόρελ Γκρέι, γοητευτική νεαρή ηθοποιός με μικρούς ρόλους σε ταινίες δεύτερης διαλογής, η
οποία καταθέτει τη μαρτυρία ότι είδε τον Στιλ στην πόρτα του, να ξεπροβοδίζει τη δολοφονημένη. Άρα είναι αθώος. Μία ερωτική έλξη αναπτύσσεται μεταξύ τους, φουντώνει, η σχέση τους θα οδηγήσει στη συγκατοίκησή τους. Η Λόρελ, γυναίκα με πυγμή, γίνεται πηγή έμπνευσης του Ντιξ, ο οποίος δείχνει να έχει βρει
τη σύντροφο που περίμενε, και συμπαραστάτριά του στη συγγραφή ενός, απαλλαγμένου από το βιβλίο, σεναρίου για το οποίο στρώνεται και ξημεροβραδιάζεται πέφτοντας με τα μούτρα. Αλλά συμπτώσεις και η αδιόρθωτα βίαιη συμπεριφορά του -μόλις που δεν σκοτώνει μπροστά της έναν άγνωστό του οδηγό με τον οποίο εμπλέκεται σε ατύχημα και
έρχεται στα χέρια- αρχίζουν να της γεννούν υποψίες ότι ο Στιλ μπορεί όντως, να είναι ο δολοφόνος της Άτκινσον. Και ενώ έχει δεχτεί την πρόταση γάμου που της έχει κάνει και ετοιμάζονται για το γάμο, τρομαγμένη κλείνει, κρυφά, θέση στο πρώτο αεροπλάνο για να το σκάσει στην Νέα Ιόρκη. Όταν ο Στιλ το ανακαλύπτει έξαλλος, εκτός εαυτού, τη χτυπάει και φτάνει στο σημείο να αποπειραθεί να τη στραγγαλίσει. Το τηλέφωνο που χτυπάει
θα τον σταματήσει: η αστυνομία ανακάλυψε ότι δολοφόνος της Μίλντρεντ είναι ο τραπεζικός υπάλληλος Χάρι Κέσλερ που είχε σχέση μαζί της και που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ο Στιλ είναι αθώος. Παράλληλα μαθαίνουν ότι ο παραγωγός είναι ενθουσιασμένος με το σενάριό του που η Λόρελ κρυφά
διοχέτευσε στον μάνατζερ για να το προωθήσει στο γραφείο παραγωγής. Για τη σχέση τους, όμως, είναι πια αργά για χάπι εντ. Η φράση που ο Στιλ έγραψε στο σενάριο του και καθαρόγραψε η Λόρελ «γεννήθηκα όταν με φίλησε, πέθανα όταν με άφησε και έζησα για λίγες εβδομάδες, όσο με αγάπησε» γίνεται πραγματικότητα. Η ζωή μιμείται την τέχνη...
Εν αρχή ην το νουάρ μυθιστόρημα της Αμερικανίδας Ντόροθι Μπ. Χιουζ «Σε έναν έρημο τόπο» (1947, στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο «Σ’ έναν έρημο τόπο», σε μετάφραση Βάσιας Τζανακάρη με επιμέλεια Κώστα Αγοραστού, Εκδόσεις «Μίνωας» / Σειρά «Κλασικά Noir», 2017), το οποίο προσάρμοσε ο Έντμουντ Χ. Νορθ ενώ το σενάριο έγραψε, τελικά, ο Άντριου Π. Σολτ. Ο Νίκολας Ρέι, που υπογράφει τη σκηνοθεσία του «Σε έναν έρημο τόπο» («In a Lonely Place», ΗΠΑ, 1950, επανέκδοση), είχε στα χέρια του εξαιρετικό υλικό: ένα επιδέξια σφιχτοπλεγμένο αλλά και διαυγές σενάριο, κρουστούς χαρακτήρες και ευφυείς διαλόγους με λεπτό, κυνικό χιούμορ.
Tο αποτέλεσμα, ένα καλά δεμένο, φινετσάτο, καίριο φιλμ νουάρ -έκανα συνειρμούς με το περσινό (2020) «Mank» του Ντέιβιντ Φίντσερ-, όπου το αστυνομικό μυστήριο πλέκεται απολύτως ισορροπημένα με την ερωτική ιστορία, με ρυθμούς τέλειους, με μικρές υπαινικτικές λεπτομέρειες-πινελιές που γεννούν την αμφιβολία και στην Λόρελ και στους άλλους τους γύρω από τον Ντιξ αλλά και στο θεατή για την αθωότητά του, πολύ καλά φωτογραφημένο σε ασπρόμαυρο -ένα σκοτεινό Χόλιγουντ, με
τις περισσότερες λήψεις νυχτερινές- από τον Μπερνέτ Γκάφι και με καλά διδαγμένους και δεμένους ηθοποιούς. Στα καλύτερά του ο Χάμφρι Μπόγκαρτ (Ντιξ Στιλ), απαλλάσσεται εδώ από κάποια πλαδαρότητα που συνήθως τον διέκρινε, έξοχη η Γκλόρια Γκρέιαμ (Λόρελ Γκρέι), με πλούσια εκφραστική ποικιλία -λαμπερή, ερωτική, καχύποπτη, τρομαγμένη...- αλλά και όλοι οι άλλοι γύρω τους, ακόμη και στους μικρότερους ρόλους, είναι καλά διαλεγμένοι και καλά
οδηγημένοι. Και αν βρήκα κάπως υπερβολική και θεατρική την Μάρθα Στιούαρτ (Μίλντρεντ Άτκινσον), από τους υπόλοιπους ξεχώρισα τον Φρανκ Λαβτζόι (Μπραμπ Νικολάι), τον Αρτ Σμιθ
(Μελ Λίπμαν) και, κυρίως, τον Ρόμπερτ Γουόργουικ (Τσάρλι Γουότερμαν, παραμερισμένος, αλκοολικός, παλιός, γοητευτικός, ηθοποιός που απαγγέλλει Σέξπιρ και κουτρουβαλάει από τα σκαλοπάτια) αλλά και την υπέροχη Χάντα Μπρουκς (η αφροαμερικανίδα τραγουδίστρια). Δείτε το! (Μειονέκτημα της προβολής, οι κάπως υποφωτισμένοι ελληνικοί υπότιτλοι που δυσκoλεύουν την παρακολούθηση των πυκνών, γρήγορων διαλόγων).
Κινηματογράφος «Όασις», 10 Ιουνίου 2021.
No comments:
Post a Comment