Στο Φτερό / «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Τζάκομο Πουτσίνι, λιμπρέτο (Ντέιβιντ Μπελάσκο, Τζον Λούθερ Λονγκ, Πιερ Λοτί) Τζουζέπε Τζακόζα-Λουίτζι Ίλικα / Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός. Σκηνοθεσία: Ούγκο ντε Άνα.
Είχα δει την παράσταση στο Ηρώδειο το 2013. Δεν την είδα όταν επαναλήφθηκε -και πάλι στο Ηρώδειο- το 2017. Τώρα που επαναλαμβάνεται, για λόγους ανωτέρας βίας (covid-19), άλλη μια φορά, την ξαναείδα. Δεν έχω να προσθέσω τίποτα σε όσα σημείωσα για το έργο, σχεδόν τίποτα σε όσα σημείωσα για την παράσταση. Διατηρώ, λοιπόν, όλα όσα έγραψα στο totetartokoudouni.blogspot.com στις 8 Αυγούστου 2013, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις/διορθώσεις, διατηρώ έως και τον ίδιο τίτλο που συνεχίζει να με εκφράζει και πιστεύω ότι εκφράζει και την παράσταση, συμπληρώνω για το μουσικό μέρος της φετινής και γράφω καινούργιο κείμενο για τη διανομή.
Αρχές του 20ου αιώνα και ο Μπ.(έντζαμιν). Φ.(ράνσις) Πίνκερτον, υποπλοίαρχος σε πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ που ναυλοχεί στο Ναγκασάκι της Ιαπονίας, αποφασίζει, με την επιπολαιότητα του ναυτικού που γλεντάει στα λιμάνια, να συνάψει «γάμο» με μία δεκαπεντάχρονη γκέισα, την Τσο-Τσο-Σαν -που στα αγγλικά μεταφράζεται Μπατερφλάι, Πεταλούδα δηλαδή. Εν γνώσει του ιαπονικού νόμου σύμφωνα με τον οποίο μπορεί, αφού τρυγήσει το κορίτσι -που αυτό επιδιώκει-, ανά πάσα στιγμή, να διαλύσει το γάμο. Για εκείνη, όμως, ο
γάμος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση -ιερή. Πόσο μάλλον όταν έχει ερωτευτεί τον Πίνκερτον. Και έχει μάλιστα ασπαστεί το χριστιανισμό, τη θρησκεία του. Η γαμήλια τελετή στο σπίτι που ο Πίνκερτον νοίκιασε σε ένα λόφο της πόλης με θέα στο λιμάνι, παρουσία του πρόξενου των ΗΠΑ Σάρπλες, ο οποίος, εις μάτην, έχει προσπαθήσει να συνετίσει τον υποπλοίαρχο αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις του, και του επαγγελματία προξενητή Γκόρο που έχει μεσολαβήσει,
διακόπτεται βίαια από έναν Μπόνζο -βουδιστή μοναχό-, θείο της νύφης, ο οποίος την καταριέται γιατί απαρνήθηκε την πίστη της. Η μητέρα και οι συγγενείς της που είναι παρόντες, όταν το ακούν, έξω φρενών, απαρνιούνται, με τη σειρά τους, την Τσο-Τσο-Σαν και αποχωρούν. Ο Πίνκερτον σύντομα θα φύγει με το πλοίο του από το Ναγκασάκι με όρκους αγάπης. Αλλά θα ακολουθήσει η απόλυτη σιωπή. Σαν περάσουν τρία χρόνια, ο Σάρπλες θα επισκεφθεί την Μπατερφλάι -που ζει στο ίδιο σπίτι, μαζί με την πιστή της υπηρέτρια Σουτζούκι, μέσα στη φτώχεια και τη μοναξιά, αφοσιωμένη αποκλειστικά στη σκέψη της επιστροφής του «συζύγου» της, παρά τη σιωπή του, με τον Γκόρο να την περιτριγυρίζει προξενεύοντάς την, προς μεγάλη της οργή, σε έναν πλούσιο ηλικιωμένο -για να την πληροφορήσει πως ο Πίνκερτον έρχεται αλλά πως τα νέα του, τελικά, δεν είναι καλά. Η Μπατερφλάι θα αρνηθεί να ακούσει οτιδήποτε περισσότερο. Αποκαλύπτει στον Σάρπλες πως μαζί της περιμένει τον πατέρα του και ένα παιδάκι τρίχρονο -ο γιος τους που τον έκρυβε. Όταν ο «αποκατεστημένος» πια Πίνκερτον φτάνει για να πείσει την Μπατερφλάι να δεχτεί το προξενιό του Γκόρο, τον συνοδεύει η «νόμιμη» αμερικανίδα
γυναίκα του. Τότε είναι που θα μάθει από τον Σάρπλες για το παιδί. Δεν θα τολμήσει να την αντιμετωπίσει. Ζητάει μόνο να πάρει το γιο του. Η Μπατερφλάι θα το δεχτεί. Πριν, όμως, παραδώσει το παιδάκι, θα αυτοκτονήσει με το τελετουργικό μαχαίρι με τον οποίο έχει αυτοκτονήσει για την τιμή του και ο πατέρας της, όταν τον διέταξε ο αυτοκράτορας: η Μπατερφλάι αφανίζεται με υπαίτιο έναν αμερικανό στρατιωτικό, σαράντα κάτι χρόνια πριν οι Αμερικανοί αφανίσουν το Ναγκασάκι της. Τι σύμπτωση!... Ο Τζάκομο Πουτσίνι συνέθεσε την όπερά του «Μαντάμα Μπατερφλάι» (1904) πάνω στο ποιητικό λιμπρέτο των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλικα, το βασισμένο στο ομότιτλο μονόπρακτο (1900) του Ντέιβιντ Μπελάσκο ο οποίος, με τη σειρά του, είχε βασιστεί στο επίσης ομώνυμο διήγημα (1898) του Τζον Λούθερ Λονγκ αλλά και με στοιχεία από το μυθιστόρημα του Πιερ Λοτί «Μαντάμ Κριζαντέμ». «Γιαπωνέζικη τραγωδία» χαρακτηρίζει την όπερά του ο Πουτσίνι, πρόκειται, όμως, για γνήσιο μελόδραμα: ρομαντικό, πληθωρικό, δακρύβρεκτο, με υπερβολές. Αλλά η μουσική του μελωδιστή Πουτσίνι -αν και συμπλέει με το άκρως
μελοδραματικό κείμενο και υπογραμμίζει τη θεατρικότητά του, χωρίς να αποσκορακίζει το βερισμό- πηγαία, λεπτά ενορχηστρωμένη, με διακριτικά δάνεια από τους ήχους της ιαπονικής μουσικής, με μία προσωπική χρήση των καθοδηγητικών θεμάτων, το περιβάλλει με κύρος, το απογειώνει και δημιουργεί ένα υπέροχο έργο που καθόλου τυχαία όχι απλώς έγινε κλασικό αλλά παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές. Ο αργεντινός σκηνοθέτης Ούγκο ντε Άνα, όπως απέδειξε ήδη με την «Τόσκα» που έκανε το 2012 στο Ηρώδειο για την Λυρική, δεν είναι σκηνοθέτης της ουσίας και του
ψαξίματος. Είναι σκηνοθέτης του μπούγιου και της επιφανειακότητας και της εντυπωσιοθηρίας. Την «Μπατερφλάι» του -στην οποία και πάλι υπογράφει και τα σκηνικά και τα κοστούμια-, τη φόρτωσε -αντιστρόφως ανάλογα ως προς τη διακριτικότητα με την οποία ο Πουτσίνι χρησιμοποιεί στη μουσική του την «ιαπονικότητα»-, μέχρι κορεσμού, με γιαπονέζικο φολκλόρ -Νίντζα (!), φιγούρες του «Καμπούκι»…-, σε μία προσπάθεια να πείσει για αυθεντικότητα. Η οποία είναι αφέλεια να θεωρείς ότι κατακτάται με τα εξωτερικά αυτά μέσα. Ο φλύαρος σκηνοθέτης παραγέμισε το έργο μέσα από κάθε «άνοιγμα» που βρήκε. Ειδικά σ’ εκείνο το ιντερμέτζο της δεύτερης πράξης, που ο Πουτσίνι το έγραψε για να υπογραμμίσει τη σιωπή της
αναμονής, τι σκηνοθετική λογοδιάρροια! Το έπνιξε ο Ούγκο ντε Άνα σε λάβαρα και σημαίες. Με την αμερικάνικη αστερόεσσα να κυριαρχεί σε όλη την παράσταση, προφανώς για να υπογραμμίσει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό: τεράστιες αμερικάνικες σημαίες, η Μπατερφλάι ράβει μία σημαία αμερικάνικη, το παιδάκι είναι ντυμένο με κιμονό-αμερικάνικη σημαία, σε όλο το πλάτος και το μήκος του τοίχου απλώνεται σε βίντεο η αστερόεσσα… Τόσο πια, που σκέφτεσαι πως χορηγός της παράστασης είναι η πρεσβεία των ΗΠΑ και το έχει επιβάλει! Στο συγκεκριμένο αρχοντοχωριάτικο πλαίσιο, ο σκηνοθέτης κινεί συμβατικά χορωδία και σολίστες, προσθέτοντας κάποιες ανόητες πινελιές -ο Γκόρο, για παράδειγμα, κλέβει την πένα του Σάρπλες... Ως προς τα σκηνικά, τα τρία πρατικάμπιλε που έστησε ο Ούγκο ντε Άνα, ορίζοντας τρεις διαφορετικούς σκηνικούς χώρους, είναι, πάντως, διακριτικά και καλόγουστα και μάλιστα αναδεικνύονται περισσότερο απ’ όσο
στο Ηρώδειο. Αλλά δεν ήταν δυνατόν, φαίνεται, να αντέξει έως το τέλος τόση λιτότητα: οι -καλόγουστες, πάντως- προβολές που ετοίμασε ο Σέρτζιο Μετάλι-Ideogramma SRL αγγίζουν και ξεπερνούν την υπερβολή. Όταν, όμως, απλώνονται, δίκην μπουγάδας, από την μία άκρη έως την άλλη, σκοινιά με κρεμασμένα λευκά χαρτιά -κάτι σαν από ρολά τουαλέτας, κάτι σαν από πατσαβούρες- που τα μαδούν διότι αναπαριστούν ανθισμένες κερασιές ενώ στο φόντο βλέπουμε να ίπτανται εκατοντάδες πεταλούδες -butterflies, ω, του συμβολισμού…- το όλο πράγμα εκτρέπεται και στο κιτς. Τα κοστούμια του, επίσης στον αστερισμό της «αυθεντικότητας», με την προσθήκη σύγχρονων στοιχείων, χωρίς, ομολογώ, να
είναι κακόγουστα. Ο Βαλέριο Αλφιέρι με τους φωτισμούς του υποστηρίζει τη σκηνοθεσία. Να επισημάνω, επίσης, πως, μέσα στo αποκλειστικό σκηνοθετικό μέλημα που είναι το μπούγιο, έχουν διαφύγει και ουσιώδεις λεπτομέρειες: στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε και διαδραματίζεται το έργο, η σημαία των ΗΠΑ δεν είχε ακόμη, όπως βλέπουμε στην παράσταση, πενήντα αστέρια -οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν 45... Εκτός και αν είναι ηθελημένος ο εκσυγχρονισμός. Η -αναγκαστικά, λόγω
covid-19, συρρικνωμένη, παίχτηκε η ενορχήστρωση για περιορισμένη ορχήστρα του Έτορε Πανίτσα- Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και, φέτος, ο Λουκάς Καρυτινός που έχει τη μουσική διεύθυνση σώζουν την τιμή των όπλων. Δεν συμπλέουν με την πληθωριστική σκηνοθετική γραμμή αλλά υπηρετούν τη μουσική του Πουτσίνι. Η οποία ακούστηκε με όλες τις λεπτές αποχρώσεις της και, όπου έπρεπε, με τις δραματικές κορυφώσεις της -συγκινητική χωρίς να λιγώνεται από τη συγκίνηση. Στην ίδια γραμμή κινείται και η -επίσης περιορισμένη- Χορωδία της Λυρικής, σε διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Στη διανομή που είδα η λετονή σοπράνο Κριστίνε Οπολάις ικανή ερμηνευτικά -έστω και αν δεν έπειθε ως 15χρονη και κατόπιν 18χρονη-, με αρμονική κίνηση και ευγενές φωνητικό μέταλλο, έδωσε μία ικανοποιητική αλλά χωρίς εξάρσεις Μπατερφλάι. Πολύ καλός έως εξαιρετικός φωνητικά -αν και, επίσης, όχι ιδιαίτερα νεανικός- ο Πίνκερτον του ιταλού τενόρου Τζανλούκα Τερανόβα ο οποίος, όμως, τραγούδησε στεντόρεια, με παλιό ιταλιάνικο στιλ, και έπαιξε την προπέτεια και ανεμελιά του αμερικάνου υποπλοίαρχου με -ενοχλητική για μένα- προπέτεια. Θαυμάσιος φωνητικά, χύμα, όμως, υποκριτικά και με κάποιες υπερβολές ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης ως Σάρπλες. Πειστικότατη Σουτζούκι αλλά φωνητικά όχι απολύτως επαρκής η μέτζο Χρυσάνθη Σπιτάδη.
Ο τενόρος Νίκος Στεφάνου (Γκόρο), οι μπασοβαρύτονοι Μάριος Σαραντίδης (Πρίγκιπας Γιαμαντόρι), Γιάννης Γιαννίσης (Μπόνζο) και Γιώργος Παπαδημητρίου (Αυτοκρατορικός Επίτροπος), η σοπράνο Βιολέττα Λούστα (Κέιτ) και οι υπόλοιποι καλλιτέχνες της διανομής εξυπηρετούν την παράσταση μάλλον συμβατικά. Μία παράσταση -επετειακή, για τα 80 χρόνια (1940) από το ανέβασμα της «Μαντάμα Μπατερφλάι» ως πρώτης όπερας στη νεοϊδρυθείσα, τότε, Εθνική Λυρική Σκηνή- αξιοπρεπής αλλά απολύτως συμβατική και κάπως ανόρεχτη ενός έργου χιλιοπαιγμένου (Φωτογραφίες: 1,3,6,7,9,12 Ανδρέας Σιμόπουλος, 2,4,5,8,10,11,13 Βαλέρια Ισάεβα).
(Έξοχο το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα/βιβλίο -Τομέας Δραματουργίας Νίκος Α. Δοντάς, Σοφία Κομποτιάτη, Μαρία Κακαγιάννη-, με πλούσια και εξαιρετικά ενδιαφέροντα και διαβαστερά τα κείμενα, κυρίως, της Σοφίας Κομποτιάτη «Μια πρεμιέρα ορόσημο», του Νίκου Α. Δοντά «Από το Μπρόντγουεϊ στη Σκάλα» και του Αλέξανδρου Ευκλείδη «Η Σανταγιάκκο και η δυτική φαντασίωση του ιαπωνικού θεάτρου». Χαίρομαι που στην εικονογράφηση τερματίστηκε η «συνειρμική» χρήση φωτογραφιών, χωρίς να χαθεί η σύγχρονη αντίληψη).
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 23 Οκτωβρίου 2020.
No comments:
Post a Comment