Το έργο. Η Τροία έχει αλωθεί. Οι άντρες της, ξεκινώντας από τον βασιλιά Πρίαμο και τους γιους του -ανάμεσά τους ο Έκτορας και ο Πάρις-, έχουν εξοντωθεί στη διάρκεια του δεκάχρονου πολέμου ή όταν η πόλη έπεσε. Και οι νικητές Έλληνες -που δεν ξέρουν, όμως, πως δύο θεοί, ο Ποσειδώνας, προστάτης των Τρώων, και η Αθηνά, μέχρι τότε προστάτρια δική τους, δυσαρεστημένη, όμως, μαζί τους γιατί βεβήλωσαν το ναό της, έχουν συνασπιστεί εναντίον τους με σκοπό να τους τιμωρήσουν στην επιστροφή τους- την έχουν περάσει από φωτιά και τσεκούρι. Οι γυναίκες της, όσες δεν τις μοιράστηκαν ήδη οι νικητές, με επικεφαλής τη βασίλισσα Εκάβη, ρημαγμένες, περιμένουν έξω από τα τείχη να πληροφορηθούν τη μοίρα τους -σε ποιον Δαναό κληρώθηκε η καθεμιά τους. Ο έλληνας απεσταλμένος, ο Ταλθύβιος, φέρνει τα κακά μαντάτα: η Εκάβη επιδικάστηκε στον Οδυσσέα, τον ολετήρα, μέσω του Δούρειου Ίππου, της Τροίας, η νύφη της η Ανδρομάχη, η χήρα του Έκτορα, στον Νεοπτόλεμο, το γιο του Αχιλλέα, ενώ η κόρη της, η προφήτισσα Κασσάνδρα, ιέρεια ταμένη να μείνει ανύμφευτη στη λατρεία του Απόλλωνα, θα αναγκαστεί να γίνει παλλακίδα του Αγαμέμνονα.

Το σπαραγμό θα διαδεχθεί μία νότα ειρωνική. Ο Μενέλαος θα φτάσει για να πάρει την άπιστη Ωραία Ελένη του που έγινε η αφορμή του Τρωικού Πολέμου ακολουθώντας τον απαγωγέα της Πάρι. Παρά τις προτροπές της Εκάβης να σκοτώσει τη μοιχαλίδα την ίδια στιγμή, αποφασίζει να το αναβάλει. Και να την πάρει μαζί του για να την παραδώσει, υποτίθεται, να τη σκοτώσουν στην πατρίδα τους όσοι έχασαν πρόσωπα αγαπημένα στον πόλεμο τον οποίο προκάλεσε. Αλλά όλοι καταλαβαίνουμε τη μεταστροφή του: η Ελένη συνεχίζει να ασκεί και πάνω του την ακαταμάχητη γοητεία της…

Ο Ευριπίδης έγραψε τις «Τρωάδες» του (415 π.Χ.), ίσως, όπως υποθέτουν, για να θυμίσει στους συμπατριώτες του οικεία δεινά: την καταστροφή της Μήλου που οι Αθηναίοι είχαν εξανδραποδίσει -περνώντας από λεπίδι όλο τον ενήλικο ανδρικό πληθυσμό και πουλώντας ως δούλους τα γυναικόπαιδα- ένα χρόνο πριν και ενώ ο Πελοποννησιακός Πόλεμο συνέχιζε την καταστροφική πορεία του: ένας διαρκής θρήνος είναι η τραγωδία αυτή, μία κραυγή κατά των δεινών του πολέμου και γι αυτό, μολονότι δεν είναι η κορυφαία τραγωδία του Ευριπίδη, καθώς έχει μεν μεγάλη δύναμη αλλά πάσχει και από μία δομική παρατακτικότητα και μία στατικότητα -τα επεισόδια διαδέχονται, χωρίς συνέχεια, το ένα το άλλο, απλώς με συνεκτικό δεσμό την Εκάβη-, συγκινεί βαθιά μέχρι σήμερα. Και γι αυτό παίζεται κατά κόρον, μια και τα δεινά των πολέμων συσσωρεύονται χωρίς σταματημό κάνοντάς την πάντα επίκαιρη.


Από την Κική Μπάκα ζητήθηκε, προφανώς, ένας αλαφιασμένος Χορός -ερήμην της όποιας σκέψης ότι οι γυναίκες αυτές είναι εξουθενωμένες από τα δεινά που έχουν υποστεί και δεν είναι δυνατόν ούτε να τρεχοβολάνε ούτε να ουρλιάζουν συνέχεια. Και εκείνη χορογράφησε άτεχνα, κατά τη γνώμη μου, ένα ποδοβολητό -σαν οι Τρωαδίτισσες να πάσχουν από Σύνδρομο Υπερκινητικότητας. Ο Γιάννης Μετζικώφ επανέλαβε -μέσα, πάντως, από την καλής ποιότητας αισθητική που διαθέτει- χιλιομασημένες ενδυματολογικές λύσεις -συν κάποια ολισθήματα στα οποία υπέπεσε, όπως το κοστούμι της Ελένης για παράδειγμα. Ατυχείς και οι περούκες του Χρόνη Τζήμου.

Τελικά, η καλύτερη στιγμή της παράστασης είναι, νομίζω, το σιωπηρό φινάλε της -επιτέλους καταλαγιάζουν τα ουρλιαχτά…
Οι ερμηνείες. Ο Σωτήρης Χατζάκης οδήγησε με τις επιλογές του τους καλούς έως εξαίρετους, σε γενικές γραμμές, ηθοποιούς που επέλεξε για τη διανομή του σε ατυχείς στιγμές.
Βρήκα πολύ χοντροκομμένη την Κασσάνδρα της καλής Κόρας Καρβούνη. Είναι μάλλον παραλοϊσμένη παρά βακχευόμενη. Η Μαρία Κίτσου είναι μία έξοχη ηθοποιός που βγάζει τα σπλάχνα της στη σκηνή. Η Ανδρομάχη της θα μπορούσε να είναι συγκλονιστική εάν η σκηνοθεσία δεν την πίεζε να την τεντώσει στα άκρα και να την κάνει κραυγαλέα. Με αδυναμίες η «ορθοφωνική» Ελένη της Ελένης Ρουσσινού και ο Κρατερός Κατσούλης που του ταιριάζει, πάντως, ο Μενέλαος.

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι μία από τις πρώτες μονάδες του θεάτρου μας αυτή τη στιγμή. Μία ηθοποιός με ευρεία γκάμα, με μέγεθος, με πείρα, με εξαίρετη τεχνική, που μπορεί άνετα να κάνει τραγωδία και που δουλεύει σκληρά και υπερασπίζεται με πάθος όποιο ρόλο αναλαμβάνει. Η Εκάβη της, μία Εκάβη σκληρή και οργισμένη περισσότερο παρά απελπισμένη, στην αρχή της παράστασης μου άρεσε πολύ. Κατόπιν, όμως, όταν εξωθείται στο σκούξιμο και σε όλα αυτά τα κολπάκια με τη φωνή -τις κορόνες, τα τραυλίσματα, τα ηθελημένα κοκοράκια της απόγνωσης…-, στα μαλλιοτραβήγματα και στα στηθοκοπήματα, με απογοήτευσε: φτάνει στην υπερβολή, γίνεται πολύ «σκληρή» -ελάττωμα που ενεδρεύει στην υποκριτική της- και νομίζω ότι, καταληκτικά, κάνει μία από τις πιο αδύναμες ερμηνείες της.
Απόρησα, πάντως, πώς αυτοί οι ηθοποιοί μπόρεσαν να κάνουν την επομένη δεύτερη παράσταση χωρίς να έχουν κλείσει οι φωνές τους…
Το συμπέρασμα. Μία κραυγαλέα παράσταση που προσπαθεί με κάθε μέσο, αδίστακτα να εκμαιεύσει το δάκρυ μετατρέποντας την τραγωδία σε φτηνό μελόδραμα.
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Φεστιβάλ Επιδαύρου, Εθνικό Θέατρο, 3 Ιουλίου 2015.
No comments:
Post a Comment