July 6, 2015

Pet Shop «Οι Τρωάδες» ή Κραυγές και καθόλου ψίθυροι



Το έργο. Η Τροία έχει αλωθεί. Οι άντρες της, ξεκινώντας από τον βασιλιά Πρίαμο και τους γιους του -ανάμεσά τους ο Έκτορας και ο Πάρις-, έχουν εξοντωθεί στη διάρκεια του δεκάχρονου πολέμου ή όταν η πόλη έπεσε. Και οι νικητές Έλληνες -που δεν ξέρουν, όμως, πως δύο θεοί, ο Ποσειδώνας, προστάτης των Τρώων, και η Αθηνά, μέχρι τότε προστάτρια δική τους, δυσαρεστημένη, όμως, μαζί τους γιατί βεβήλωσαν το ναό της, έχουν συνασπιστεί εναντίον τους με σκοπό να τους τιμωρήσουν στην επιστροφή τους- την έχουν περάσει από φωτιά και τσεκούρι. Οι γυναίκες της, όσες δεν τις μοιράστηκαν ήδη οι νικητές, με επικεφαλής τη βασίλισσα Εκάβη, ρημαγμένες, περιμένουν έξω από τα τείχη να πληροφορηθούν τη μοίρα τους -σε ποιον Δαναό κληρώθηκε η καθεμιά τους. Ο έλληνας απεσταλμένος, ο Ταλθύβιος, φέρνει τα κακά μαντάτα: η Εκάβη επιδικάστηκε στον Οδυσσέα, τον ολετήρα, μέσω του Δούρειου Ίππου, της Τροίας, η νύφη της η Ανδρομάχη, η χήρα του Έκτορα, στον Νεοπτόλεμο, το γιο του Αχιλλέα, ενώ η κόρη της, η προφήτισσα Κασσάνδρα, ιέρεια ταμένη να μείνει ανύμφευτη στη λατρεία του Απόλλωνα, θα αναγκαστεί να γίνει παλλακίδα του Αγαμέμνονα.
Η Κασσάνδρα, σε κατάσταση βακχείας, θα προφητεύσει με άγρια χαρά πως θα γίνει, τελικά, το εργαλείο καταστροφής του Αγαμέμνονα παίρνοντας εκδίκηση. Όταν εμφανιστεί η Ανδρομάχη με το γιο της Αστυάνακτα, παιδάκι ακόμα, και αφού αναγγείλει στην Εκάβη πως οι Έλληνες έσφαξαν μία άλλη της κόρη, την Πολυξένη, στον τάφο του Αχιλλέα, θα ακούσει από το στόμα του Ταλθύβιου -που με δυσκολία καταφέρνει να το ψελλίσει- πως έρχεται να της πάρει και το παιδί, γιατί οι Αχαιοί αποφάσισαν, επιθυμώντας να μην αφήσουν ζωντανό το γιο ενός ανδρείου πατέρα που θα μπορούσε να εκδικηθεί τους Τρώες στο μέλλον, να το σκοτώσουν ρίχνοντάς το από τα τείχη της Τροίας.
Το σπαραγμό θα διαδεχθεί μία νότα ειρωνική. Ο Μενέλαος θα φτάσει για να πάρει την άπιστη Ωραία Ελένη του που έγινε η αφορμή του Τρωικού Πολέμου ακολουθώντας τον απαγωγέα της Πάρι. Παρά τις προτροπές της Εκάβης να σκοτώσει τη μοιχαλίδα την ίδια στιγμή, αποφασίζει να το αναβάλει. Και να την πάρει μαζί του για να την παραδώσει, υποτίθεται, να τη σκοτώσουν στην πατρίδα τους όσοι έχασαν πρόσωπα αγαπημένα στον πόλεμο τον οποίο προκάλεσε. Αλλά όλοι καταλαβαίνουμε τη μεταστροφή του: η Ελένη συνεχίζει να ασκεί και πάνω του την ακαταμάχητη γοητεία της…
Η Εκάβη, μαζί με τις άλλες Τρωαδίτισσες, θα στολίσει και θα θρηνήσει το κουφάρι του μικρούλη εγγονού της Αστυάνακτα, που της το φέρνουν για να το κηδέψει, καθώς τη μάνα του την έχει πια πάρει μαζί του ο Νεοπτόλεμος, πριν συρθούν και οι ίδιες στη σκλαβιά ενώ οι Έλληνες παραδίδουν τα ερείπια της Τροίας στη φωτιά και τα τείχη καταρρέουν.
Ο Ευριπίδης έγραψε τις «Τρωάδες» του (415 π.Χ.), ίσως, όπως υποθέτουν, για να θυμίσει στους συμπατριώτες του οικεία δεινά: την καταστροφή της Μήλου που οι Αθηναίοι είχαν εξανδραποδίσει -περνώντας από λεπίδι όλο τον ενήλικο ανδρικό πληθυσμό και πουλώντας ως δούλους τα γυναικόπαιδα- ένα χρόνο πριν και ενώ ο Πελοποννησιακός Πόλεμο συνέχιζε την καταστροφική πορεία του: ένας διαρκής θρήνος είναι η τραγωδία αυτή, μία κραυγή κατά των δεινών του πολέμου και γι αυτό, μολονότι δεν είναι η κορυφαία τραγωδία του Ευριπίδη, καθώς έχει μεν μεγάλη δύναμη αλλά πάσχει και από μία δομική παρατακτικότητα και μία στατικότητα -τα επεισόδια διαδέχονται, χωρίς συνέχεια, το ένα το άλλο, απλώς με συνεκτικό δεσμό την Εκάβη-, συγκινεί βαθιά μέχρι σήμερα. Και γι αυτό παίζεται κατά κόρον, μια και τα δεινά των πολέμων συσσωρεύονται χωρίς σταματημό κάνοντάς την πάντα επίκαιρη.
Η παράσταση. Εξαιρετικά πολυπαιγμένες οι «Τρωάδες», γι αυτό και περιμένει κανείς, αν όχι μία καινούργια σκηνοθετική πρόταση, τουλάχιστον μία παράσταση με εσωτερική δύναμη. Ο Σωτήρης Χατζάκης επέλεξε μία λαϊκίστικη, κραυγαλέα γραμμή που μετέτρεψε την τραγωδία σε επιφανειακό, φτηνιάρικο μελόδραμα. Χρησιμοποιώντας τη γλωσσικά άρτια αλλά παλαιάς, πλέον, κοπής μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, ανοίγει, απλώς, συμβατικά την παράστασή του παραπέμποντας σε βαρετές, δευτεροκλασάτες παραστάσεις του Εθνικού της δεκαετίας του ’70. Σύντομα, όμως, το παραστασιακό αποτέλεσμα, με αφορμή τα επεισόδια της Κασσάνδρας και, κυρίως, της Ανδρομάχης με τον Αστυάνακτα, εκτρέπεται εντελώς. Και γίνεται κραυγαλέο -κυριολεκτικά: κραυγές, σκουξίματα, τσιρίδες, ξεφωνητά, στριγκλιές, ουρλιαχτά επιστρατεύονται για να εκμαιεύσουν τη συγκίνηση και να υλοποιήσουν -τρομάρα του…- το αριστοτελικό «δι’ ελέου και φόβου». Και από υποκριτές και Χορό απαιτείται να ουρλιάζουν σαν τα άγρια θηρία μέχρι να ξελαρυγγιαστούν. Πλήρης σύγχυση! Δεν πρόκειται πλέον περί αρχαίας ελληνικής τραγωδίας αυτό που είδα -και άκουσα…- αλλά περί άκρατου νατουραλισμού που έχει μετατρέψει τις «Τρωάδες» σε βερίστικο μελόδραμα -σε «Καβαλερία ρουστικάνα», όλο και περίμενα να ακουστεί απ’ έξω το ουρλιαχτό «Hanno ammazzato compare Turiddu! Hanno ammazzato compare Turiddu!»... Επιπλέον οι… σχεδόν πιντερικές παύσεις και σιωπές που επελέγησαν για να εκβιάσουν, επίσης, τη συγκίνηση καταστρέφουν τους ρυθμούς της παράστασης.
Τη σύγχυση επιτείνουν οι συνεργάτες. Η Έρση Δρίνη έχει συσσωρεύσει κάτι μπαρουτοκαπνισμένες γκουμούτσες από φελιζόλ να παριστάνουν τα κατεστραμμένα τείχη της Τροίας και κλείνει με σανίδες το φόντο τής -ο Θεός να την κάνει…- πύλης υψώνοντας ένα απολύτως κακόγουστο -ντροπιαστικά κακόγουστο- σκηνικό, συμβατικά φωτισμένο από τον Αντώνη Παναγιωτόπουλο, από το οποίο υψώνονται στο τέλος καπνοί σαν από τις ψησταριές του Λυγουριού. Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, πάλι, έχει γράψει στομφώδεις μουσικές για «Μασίστα» της Cinecittà αλλά και μερικά μελωδικά, εκτός ύφους, όμως, της παράστασης, χορικά που όλο και κάτι, πάντως, θυμίζουν... και που τραγουδιούνται σωστά στη διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου αλλά με πλέι μπακ ενισχύσεις οι οποίες συντείνουν στο κραυγαλέον του συνόλου.
Από την Κική Μπάκα ζητήθηκε, προφανώς, ένας αλαφιασμένος Χορός -ερήμην της όποιας σκέψης ότι οι γυναίκες αυτές είναι εξουθενωμένες από τα δεινά που έχουν υποστεί και δεν είναι δυνατόν ούτε να τρεχοβολάνε ούτε να ουρλιάζουν συνέχεια. Και εκείνη χορογράφησε άτεχνα, κατά τη γνώμη μου, ένα ποδοβολητό -σαν οι Τρωαδίτισσες να πάσχουν από Σύνδρομο Υπερκινητικότητας. Ο Γιάννης Μετζικώφ επανέλαβε -μέσα, πάντως, από την καλής ποιότητας αισθητική που διαθέτει- χιλιομασημένες ενδυματολογικές λύσεις -συν κάποια ολισθήματα στα οποία υπέπεσε, όπως το κοστούμι της Ελένης για παράδειγμα. Ατυχείς και οι περούκες του Χρόνη Τζήμου.
Άφησα ξεχωριστά το… μεγάλο εύρημα της σκηνοθεσίας -που αγγίζει τα όρια του γελοίου: τον «Δαίμονα» -του Μίσους; Της Λαγνείας;- που ανοίγει την παράσταση και την κλείνει ενώ παρίσταται σε όλο το επεισόδιο της Ελένης συνοδεύοντάς την, Ένα ον με διάτρητο λευκό κολάν και πολύ μακριά περούκα, που κυκλοφορεί με κατεβασμένο κεφάλι -ώστε να το σκεπάζει όλο η περούκα η οποία πέφτει μπροστά- και στα τέσσερα. Και που η Ελένη το χαϊδεύει εν είδει pet εν μέσω των επί της ορχήστρας αλαλαζόντων… θηρίων -pet shop «Οι Τρωάδες».
Τελικά, η καλύτερη στιγμή της παράστασης είναι, νομίζω, το σιωπηρό φινάλε της -επιτέλους καταλαγιάζουν τα ουρλιαχτά…
Οι ερμηνείες. Ο Σωτήρης Χατζάκης οδήγησε με τις επιλογές του τους καλούς έως εξαίρετους, σε γενικές γραμμές, ηθοποιούς που επέλεξε για τη διανομή του σε ατυχείς στιγμές.
Βρήκα πολύ χοντροκομμένη την Κασσάνδρα της καλής Κόρας Καρβούνη. Είναι μάλλον παραλοϊσμένη παρά βακχευόμενη. Η Μαρία Κίτσου είναι μία έξοχη ηθοποιός που βγάζει τα σπλάχνα της στη σκηνή. Η Ανδρομάχη της θα μπορούσε να είναι συγκλονιστική εάν η σκηνοθεσία δεν την πίεζε να την τεντώσει στα άκρα και να την κάνει κραυγαλέα. Με αδυναμίες η «ορθοφωνική» Ελένη της Ελένης Ρουσσινού και ο Κρατερός Κατσούλης που του ταιριάζει, πάντως, ο Μενέλαος. 
Ο Νίκος Ψαρράς, αν και είναι κάπως περισσότερο του δέοντος κορδωμένος, νομίζω πως είναι ο πιο αποτελεσματικός της παράστασης: ηθοποιός με μέγεθος, δίνει υπόσταση στο άχαρο ρόλο του Ταλθύβιου. Ικανοποιητικοί, ο Θέμης Πάνου ως Ποσειδών και -αν και, επίσης, κάπως «ορθοφωνική» ως Αθηνά- η Κωνσταντίνα Τάκαλου που διαπρέπει, όμως, στο Χορό μαζί με την Ντίνα Αβαγιανού και την Ανδρομάχη Δαυλού -αυτές κατάφερα να ξεχωρίσω- όσο και αν υποχρεώνονται να ξεφωνίζουν.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι μία από τις πρώτες μονάδες του θεάτρου μας αυτή τη στιγμή. Μία ηθοποιός με ευρεία γκάμα, με μέγεθος, με πείρα, με εξαίρετη τεχνική, που μπορεί άνετα να κάνει τραγωδία και που δουλεύει σκληρά και υπερασπίζεται με πάθος όποιο ρόλο αναλαμβάνει. Η Εκάβη της, μία Εκάβη σκληρή και οργισμένη περισσότερο παρά απελπισμένη, στην αρχή της παράστασης μου άρεσε πολύ. Κατόπιν, όμως, όταν εξωθείται στο σκούξιμο και σε όλα αυτά τα κολπάκια με τη φωνή -τις κορόνες, τα τραυλίσματα, τα ηθελημένα κοκοράκια της απόγνωσης…-, στα μαλλιοτραβήγματα και στα στηθοκοπήματα, με απογοήτευσε: φτάνει στην υπερβολή, γίνεται πολύ «σκληρή» -ελάττωμα που ενεδρεύει στην υποκριτική της- και νομίζω ότι, καταληκτικά, κάνει μία από τις πιο αδύναμες ερμηνείες της.
Απόρησα, πάντως, πώς αυτοί οι ηθοποιοί μπόρεσαν να κάνουν την επομένη δεύτερη παράσταση χωρίς να έχουν κλείσει οι φωνές τους…
Το συμπέρασμα. Μία κραυγαλέα παράσταση που προσπαθεί με κάθε μέσο, αδίστακτα να εκμαιεύσει το δάκρυ μετατρέποντας την τραγωδία σε φτηνό μελόδραμα.

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Φεστιβάλ Επιδαύρου, Εθνικό Θέατρο, 3 Ιουλίου 2015.

No comments:

Post a Comment