July 13, 2015

Τα παιδία παίζει «Ρήσο» ή Χαμένοι στο Λύκειο


Το έργο. Τρωικός πόλεμος. Οργισμένος με τον αρχιστράτηγό του Αγαμέμνονα, ο Αχιλλέας, στον οποίο κυρίως οι Αργείοι βασίζονται για τις επιχειρήσεις τους, έχει αποσυρθεί στη σκηνή του και αρνείται να πολεμήσει. Οι Τρώες σηκώνουν κεφάλι και απωθούν τους Αργείους μέχρι τα καράβια τους και το στρατόπεδό τους. Ο Δίας επεμβαίνει υπέρ τους και ρίχνει τη νύχτα νωρίτερα για να σταματήσει την επέλαση των Τρώων. Φωτιές στο βυθισμένο στο σκοτάδι ελληνικό στρατόπεδο αναστατώνουν το στρατόπεδο των Τρώων. Μήπως οι Έλληνες ετοιμάζονται να φύγουν; Ζητείται κατάσκοπος.
Ο Έκτορας στέλνει τον Δόλωνα, σύμμαχο των Τρώων, που προσφέρεται εθελοντικά ζητώντας ως αντάλλαγμα, όταν οι Τρώες νικήσουν, τα περίφημα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα. Ο Οδυσσέας, όμως, και ο Διομήδης, τον συλλαμβάνουν και τον σκοτώνουν αφού μάθουν το σύνθημα για να τρυπώσουν στο τρωικό στρατόπεδο. Το κάνουν με σκοπό να εξολοθρεύσουν τον Έκτορα. Αλλά η Αθηνά τους καθοδηγεί να σκοτώσουν τον Ρήσο -τον γενναίο βασιλιά της Θράκης, που μόλις έχει φτάσει στο στρατόπεδο να βοηθήσει τους Τρώες και παρέμεινε για να επιτεθεί την επομένη στους Έλληνες παρά τα παράπονα του Έκτορα πως πολύ άργησε, στα οποία απολογήθηκε εξηγώντας πως η καθυστέρηση οφειλόταν στον πόλεμο που είχε με τους Σκύθες- και να κλέψουν τα ονομαστά άλογά του. Όπερ και γίνεται.
Ο Ηνίοχος του Ρήσου, μάρτυρας στο φονικό αλλά που δεν είδε τους φονιάδες, κατηγορεί τον Έκτορα για το φόνο. Η Μούσα, μητέρα του Ρήσου, θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους: μέσα στο θρήνο της φανερώνει την αλήθεια και ζητάει να μην θάψουν το γιο της και από την θεά Περσεφόνη να μην πάρει την ψυχή του αλλά να τον αφήσει αθάνατο, κρυμμένο έστω σε μία σπηλιά του Παγγαίου, προφήτη του Βάκχου. Ξημερώνει και οι Τρώες, χωρίς τον Ρήσο πια πρωτοπαλίκαρο, όπως σχεδίαζαν, ετοιμάζονται για την επίθεση κατά των Ελλήνων. Πιστεύουν πως θα είναι η τελική. Λαθεύουν…
Έντονα πια αμφισβητείται πως ο «Ρήσος», που αντλεί στοιχεία από την ραψωδία Κ της ομηρικής «Ιλιάδας», ανήκει στα έργα του Ευριπίδη, αμφισβήτηση που είχε ξεκινήσει ήδη από τους αρχαίους χρόνους και αργότερα υποχώρησε για να επανέλθει δριμύτερη. Τραγωδία κατ’ όνομα, που συγκεντρώνει, όμως, χαρακτηριστικά και της κωμωδίας και του σατυρικού δράματος, με αδυναμίες δραματουργικές, από άλλους θεωρείται έργο της νεανικής του περιόδου, από άλλους όψιμο, από άλλους αποδίδεται στο γιο του και από άλλους σε μιμητή του ενώ η χρονολόγησή του κυμαίνεται από το 450 π.Χ. μέχρι τους αλεξανδρινούς χρόνους. Σίγουρα αποτελεί ένα από τα ήσσονα δράματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Η παράσταση. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου επέλεξε πρώτα το χώρο για την παράστασή της -τα ερείπια του Λυκείου του Αριστοτέλη –και κατόπιν το έργο που θα σκηνοθετούσε εκεί. Άρα πρόκειται για μία καθαρά site-specific παράσταση -μία παράσταση που συνδέεται άμεσα με το χώρο της, που δημιουργείται με βάση το χώρο της. Το σχέδιό της ήταν να συνδέσει, επιπλέον, την παράστασή της με κείμενα του Αριστοτέλη και η ιδέα που είχε ήταν το έργο -το οποίο ξεκινάει με την αφύπνιση του κοιμισμένου Έκτορα από τον Χορό των τρώων στρατιωτών- να είναι ένα όνειρο του Έκτορα που ξυπνάει στο τέλος της παράστασης. Και το όνειρο αυτό να είναι ένα όνειρο με παιδιά που «παίζουν πόλεμο». Κάπως σαν «τα παιδία παίζει ‘Ρήσο’». Νομίζω πως για το λόγο αυτό επέλεξε τη μετάφραση του Κώστα Τοπούζη, που μοιάζει φτιαγμένη για εκπαιδευτικούς λόγους -για μαθητές. Μόνο που η μετάφραση αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, κάκιστη… Βέβαια την έχει επεξεργαστεί δραματουργικά: έχει κάνει μικρές προσθήκες και περικοπές -όπως το καθαρά τραγωδιακό επεισόδιο με την Μούσα η οποία θρηνεί το γιο της- που ενισχύουν την πρόθεσή της να ρίξει το βάρος στα κωμικά στοιχεία του έργου σκαρώνοντας μία παιχνιδιάρική παράσταση πιο κοντά στο σατυρικό δράμα.
Για τη σύνδεση με τον Αριστοτέλη αλλά και με το χώρο, με το εύρημα «όνειρο» και με το εύρημα της «παράστασης με παιδιά που παίζουν», η πολύ καλή επιλογή της είναι τρία κείμενά του: «Ο τόπος» από τα «Φυσικά», «Περί ενυπνίων» -το πιο ενδιαφέρον -από τα «Μικρά Φυσικά» και «Τα ήθη των νέων» από την «Ρητορική» του. Τα κείμενα αυτά ακούγονται στον «περιπατητικό» πρόλογο της παράστασης -οι θεατές «περιηγούνται» το χώρο με τέσσερις στάσεις πριν σταθεροποιηθούν- αλλά και στη διάρκειά της.
Από εκεί και πέρα η σκηνοθέτρια αγωνίστηκε τον αγώνα τον δύσκολο -και, τελικά, άγονο…- να τιθασεύσει και να γεμίσει το χώρο με δέκα μόνο ηθοποιούς στη διάθεσή της. Η παράσταση, που ξεκινάει με το φως της μέρας, αναπτύσσεται υποβλητικά σε σχέση με το χώρο και η χορογραφία που υπογράφει η Πατρίσια Απέργη έχει παίξει αποφασιστικό ρόλο. Με τις δράσεις στον πρόλογο και με την κίνηση/χορογραφία -και χωρογραφία- στη διάρκειά της -υπέροχη η είσοδος του Χορού με «βήμα». Αλλά όλη αυτή η κίνηση -που, κάποια, στιγμή, αγγίζει τον κορεσμό-, δεν κρύβει την αγωνία της σκηνοθεσίας κάτι να γίνεται διαρκώς στο χώρο του Λυκείου, ανάμεσα στα ερείπια, για να μην κυριαρχήσει η πλήξη -κουκίδες ακίνητες στην αλάνα…
Εξαίρετη η δουλειά και της Βασιλικής Σύρμα στα κοστούμια: εικόνα παιδιών της αλάνας δεκαετιών του ’50 και του ’60, που τρεχοβολούν, που ιδροκοπούν, που κυλιούνται στα χώματα και σηκώνουν σκόνη, που πλακώνονται, που δέρνονται, κοντοπαντέλονα, τιράντες, ναυτική στολή, ξυρισμένα γουλί κρανία, φτώχεια, καπέλα από εφημερίδες, ξύλινα σπαθιά, μουτζουρωμένες φάτσες, γδαρμένα γόνατα, πρόχειροι επίδεσμοι… - «Ο πόλεμος των κουμπιών», «Τα ξύλινα σπαθιά»… Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Λευτέρης Βενιάδης με τις μουσικές του -κρουστά και ένα κόρνο- παιγμένες από τους σπουδαστές της τάξης κρουστών του Δημήτρη Δεσύλλα στο Ωδείο Αθηνών και τον κορνίστα Νίκο Ανυφαντή: υποβάλλουν . Όπως και ο Γιώργος Τέλλος που σαρώνει επιβλητικά το Λύκειο και τον τοίχο του παρακείμενου Ωδείου Αθηνών με τους φωτισμούς του.
Αλλά… Αλλά ο περήφανος χώρος με τα ερείπια στην καρδιά της Αθήνας αντιστάθηκε και εκδικήθηκε. Έχει καταπιεί την παράσταση. Δεν μπορούσα να δω και να καταλάβω τι συνέβαινε λόγω των μεγάλων αποστάσεων, δύσκολη η επαφή των ηθοποιών -ο Έκτορας και ο Ρήσος συνομιλούν από απόσταση είκοσι μέτρων μεταξύ τους-, ακυρωμένα τα σωματικά ηχεία τους, όλες οι φωνές να ακούγονται καθαρά (σχεδιασμός ήχου Κώστας Μιχόπουλος, ηχοληψία Αλέξανδρος Διάκος) αλλά ισοπεδωμένες, σαν μία, μέσα από ένα ηχείο που βρισκόταν μπροστά από τη δική μας φυσική «εξέδρα» θεατών… Αγωνιούσα να καταλάβω ποιος μιλούσε, από πού και από ποιον ερχόταν η φωνή -ένα σκορποχώρι και το κείμενο να χάνεται. 
Ο συνειρμός μου ήταν -σε άλλα μεγέθη βέβαια- η αποτυχία του Βασίλη Παπαβασιλείου στον «Αίαντα» με το ΚΘΒΕ, το 1996, όταν χρησιμοποίησε στην Επίδαυρο μικρόφωνα και άλλες τεχνητές ηχητικές πηγές και το θέατρο εκδικήθηκε καθώς τίποτα δεν δούλεψε σωστά.
Ερμηνείες. Μου είναι αδύνατον να πω τη γνώμη μου για ηθοποιούς που δεν έβλεπα, που οι περισσότεροι είναι νέοι και δεν ξέρω ποιος είναι ποιος, που δεν καταλάβαινα ποιανού είναι η φωνή την οποία ακούω και που, επιπλέον, στο πρόγραμμα δεν αναφέρεται τι ρόλους παίζει ο καθένας. Με δυσκολία αναγνώρισα τον Αργύρη Πανταζάρα-Έκτορα και Αθηνά -η φωνή του ηχεί καρατερίστικη-, τον Ορφέα Αυγουστίδη-Ρήσο -νομίζω ο επαρκέστερος- και τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο-Ηνίοχο.

Το συμπέρασμα. Μία παράσταση γοητευτική οπτικά, που σαν να αδιαφορεί, όμως, για το κείμενο. Πιστεύω πως, κατά βάθος, το έργο, αυτό καθαυτό, δεν άρεσε στην Κατερίνα Ευαγγελάτου, απλώς το βρήκε βολικό για τη συγκεκριμένη παράσταση που ήθελε να κάνει  (Οι φωτογραφίες που δεν υπογράφονται, της Χριστίνας Γεωργιάδου).

Λύκειον Αριστοτέλους, Φεστιβάλ Αθηνών, Εταιρεία Παραγωγής «Λυκόφως», 10 Ιουλίου 2015.

No comments:

Post a Comment