July 11, 2015

Ο Ντάριο Φο δεν ήταν αρκετός…


Η παράσταση. Φαίνεται εύκολο: πληθωρισμός, έξω καρδιά, λαϊκός κωμικός, ένας παλιάτσος, κείμενα αστεία, φαρσικά, αριστερίστικες θέσεις που μπορεί εύκολα να πιάσουν το κοινό… Είναι η επίφαση. Είναι πολύ δύσκολο, πιστεύω, τελικά, να καταπιαστείς με τον Ντάριο Φο. Ο Ντάριο Φο είναι ένας Παλιάτσος. Αλλά με το Π κεφαλαίο. Και το θέατρό του, θέατρο απολύτως άμεσο και απολύτως λαϊκό, δεν πρέπει να συγχέεται με το εύκολο θέατρο και το λαϊκίστικο θέατρο και με την προχειρότητα: είναι υπεράνω κατηγοριοποιήσεων, είναι το Μεγάλο Θέατρο του Κόσμου.
Ο Σταμάτης Κραουνάκης γοητεύτηκε από τον Ντάριο Φο. Και μαζί με την Λίνα Νικολακοπούλου επέλεξαν μονολόγους του, σύντομα «μονόπρακτά» του και αποσπάσματα από μεγάλης διάρκειας έργα του, συνέθεσαν το «μουσικό σενάριο» της παράστασης και ετοίμασαν ένα μουσικοθεατρικό αφιέρωμα σ’ αυτόν με τον τίτλο «Avanti Dario». Που το δίδαξε ο Σταμάτης Κραουνάκης ενώ η Λίνα Νικολακοπούλου έγραψε και τους στίχους -όχι πάντα εμπνευσμένους, μπορεί πολύ καλύτερα. Η παράστασή τους, όμως, χρειαζόταν ένα σκηνοθέτη-εμψυχωτή. Δεν αρκούσε ο Ντάριο Φο. Και δεν αρκούσε ο ενθουσιασμός. Ούτε ο πληθωρισμός.
Τα θεατρικά του Ντάριο Φο έχουν, βέβαια, αυτοδυναμία αλλά τα κείμενα με τα οποία συνδέθηκαν για να στηθεί η παράσταση -θεωρητικά ή αυτοβιογραφικά του Ντάριο Φο- δεν είχαν, όπως παρουσιάστηκαν τουλάχιστον, θεατρικότητα και προκαλούσαν -συν η μεγάλη διάρκεια- κούραση, ειδικά στο πρώτο μέρος. Αλλά και η παράσταση καθαυτή έπασχε. Είχε απαραιτήτως την ανάγκη σκηνοθεσίας. Δεν ήταν σκηνοθετημένη, ήταν διεκπεραιωμένη. Και επιπλέον έδειχνε ετοιμασμένη χωρίς προσοχή στη λεπτομέρεια -πρόχειρα. Η «ιατρική» σκηνή, η σκηνή με τον Δαίδαλο και τον Ίκαρο ή το απόσπασμα από τον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού», για παράδειγμα, ατύχησαν… Βασικό πρόβλημα οι ρυθμοί. Ο καθένας είχε τους δικούς του και ο Σταμάτης Κραουνάκης, άξονας της παράστασης ως περσόνα του Ντάριο Φο, ήταν αυτός -καθώς μάλιστα φαινόταν να μην έχει κατακτήσει το κείμενό του- που, με τους δικούς του ρυθμούς και την ενέργειά του η οποία συχνά ξεφούσκωνε, επηρέαζε το σύνολο. Χρειαζόταν επειγόντως ένα τρίτο μάτι. Απορώ πως δεν το κατάλαβε.
Στο δεύτερο μέρος τα πράγματα πήγαν καλύτερα. Τα σκετς «(Η) Χάρος και ο Τρελός» και «Ο εν Κανά γάμος» από το «Mistero Buffo» και ο μονόλογος «Η μαμά φρικιό» από το «Όλο σπίτι, κρεβάτι και εκκλησία» σώθηκαν, κυρίως, λόγω των πιο έμπειρων ηθοποιών. (Με την ευκαιρία να αναφέρω πως μου έκανε μεγάλη εντύπωση πως στις πάνω από δυόμισι ώρες του παραστασιακού ψαχνού δεν άκουσα, αν δεν κάνω λάθος, ούτε μία φορά το όνομα της Φράνκα Ράμε, όνομα άρρηκτα συνδεδεμένο με του Ντάριο Φο ως επί 60 σχεδόν χρόνια συζύγου και συνεργάτισσάς του, πόσω μάλλον όταν έχει συνυπογράψει μαζί του το μονόλογο «Η μαμά φρικιό» που περιλαμβανόταν στην παράσταση). 
Αν, όμως, μπάταρε το θεατρικό μέρος του αφιερώματος, το μουσικό έλαμψε. Το μουσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ο Σταμάτης Κραουνάκης (ο οποίος πρώτα και πάνω απ’ όλα μουσικός είναι και όχι σκηνοθέτης ή ηθοποιός) και η Λίνα Νικολακοπούλου θέλησαν να ανθίσουν, χωρίς να το καταφέρουν, κατά τη γνώμη μου, τα κείμενα του σπουδαίου Ιταλού (τραγούδια του ίδιου του Κραουνάκη, τραγούδια από παραστάσεις, ιταλικές και ελληνικές, με έργα του Ντάριο Φο, ιταλικά παραδοσιακά, πολιτικά, σε ενορχηστρώσεις του Άρη Βλάχου ο οποίος διηύθυνε και την -κάπως αδύναμη, όμως- ορχήστρα…) αναπτύχθηκε σωστά και ενδυνάμωσε το τελικό αποτέλεσμα σε συνδυασμό με τις συμπαθητικές, ελεύθερες χορογραφίες του Ισίδωρου Σιδέρη. Δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο για το σκηνικό του Γιάννη Μουρίκη, τα κοστούμια -κυρίως…- της Μαρίας Καραπούλιου και τους φωτισμούς του Κώστα Μπλουγουρά. Καλύτερη, η δουλειά του Αλέξανδρου Λόγγου στις κατασκευές. 
Ομολογώ, πάντως, πως η παράσταση μπορεί να έπασχε και η αισθητική της να ήταν αμφισβητήσιμη αλλά ο Σταμάτης Κραουνάκης δεν ξέφυγε από το μέτρο, δεν έχασε τον έλεγχο και αρκέστηκε σε υπαινιγμούς για τα τρέχοντα πολιτικά μας πράγματα χωρίς να την μετατρέψει σε μονόμπαντο προπαγανδιστικό θέαμα, μολονότι τα κείμενα του Ντάριο Φο του πρόσφεραν όλες τις ευκαιρίες.
Οι ερμηνείες. Είχε, επίσης, επιλέξει ένα πολύ καλό σύνολο ηθοποιών. Και αν η Αλεξάνδρα Καρακατσάνη, ο Παναγιώτης Παναγόπουλος και ο Δημήτρης Μάριζας, ιδιαίτερα ταλαντούχοι, μπορεί να μην έδωσαν το μέγιστον, ίσως γιατί δεν βοηθήθηκαν, η Φωτεινή Μπαξεβάνη, ο νεαρός Χάρης Φλέουρας, απολαυστικός μεθυσμένος στον «Εν Κανά γάμο», και ο Δάνης Κατρανίδης, που, έστω και αν το τραγούδι του δεν ήταν σωστό, έλαμψε με τους εξαίρετους ρυθμούς του σε ένα είδος που ξέρει να κάνει άριστα, βρέθηκαν σε πολύ καλές στιγμές τους. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου έχει αναμφισβήτητα χιούμορ αλλά πιο εκλεπτυσμένο από αυτό που απαιτεί η φάρσα του Φο. Η Ελένη Ουζουνίδου, παρά την κάποια δυσκαμψία που έχει στην κίνησή της, ακολουθώντας τους κώδικες της επιθεώρησης -δεν ξέρω αν, αυτή τη στιγμή, υπάρχουν άλλες ηθοποιοί της γενιάς της που θα μπορούσαν να κάνουν τόσο καλά το είδος το οποίο δυστυχώς έχει, σχεδόν, εκλείψει, εξεπλάγην!- έδωσε σπαρταριστά, με εκτυφλωτικούς ρυθμούς και μοναδική αμεσότητα, το μονόλογο της «Μαμάς φρικιό» καθηλώνοντας το κοινό.
Η βραδιά, βέβαια, θα μπορούσε να δικαιωθεί και μόνο από την παρουσία της Μάγιας Λυμπεροπούλου. Η οποία κόμισε στη σκηνή το σπάνιο κύρος της. Με το «Παραμύθι του χωριού Ρόκα ντι Καλντέ», ένα σύντομο πεζό κείμενο αποσπασμένο από την ομιλία του Ντάριο Φο στην τελετή απονομής του Νομπέλ Λογοτεχνίας που του δόθηκε το 1997, -δηλαδή με ένα τόσο δα κειμενάκι- η Κυρία Λυμπεροπούλου εκτίναξε το επίπεδο της παράστασης. Η μοναδική φωνή της-τσέλο που ήχησε και πάλι, η φιγούρα της, με το α λα γκαρσόν ντύσιμο και το τσιγάρο στο χέρι, που γοήτευσε, ο τρόπος που διάβασε -που βίωσε λέξη-λέξη- το λεπτά ειρωνικό και ουσιαστικά πολιτικό αυτό κείμενο άφησαν μία ανεξίτηλη και πάλι εντύπωση. Και επιβεβαίωσαν, μέσα από μία απλή ανάγνωση -τέχνη που κατέχει, πέραν της υποκριτικής, όσο λίγοι, καθώς, όταν διαβάζει, ξέρει πολύ καλά τι διαβάζει αλλά ξέρει και να το κατεβάζει στον ακροατή-, το μέγεθός της. Το μέγεθος της σημαντικότερης ηθοποιού -και όχι μόνο της γενιάς της -που διαθέτει το ελληνικό θέατρο. Η κορυφαία στιγμή της παράστασης!
Όσο για την ομάδα «Σπείρα Σπείρα» του Σταμάτη Κραουνάκη μπορεί να κινείται υποκριτικά στο πλαίσιο ενός ενθουσιώδους ερασιτεχνισμού -με μία κατακτημένη άνεση βέβαια- αλλά είναι φοβερά εξασκημένη μουσικά και τη συνθέτουν φωνάρες. Εδώ ξεχώρισα την Αργυρώ Καπαρού με την «μαύρων» αποχρώσεων εξαιρετική φωνή και, από τους νεότερους, την Αναστασία Έδεν που τραγούδησε έξοχα στα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή από την παράσταση «Η Ισαβέλλα, τρεις καραβέλες και ένας παραμυθάς» του «Θεάτρου Τέχνης» -το πρώτο έργο του Ντάριο Φο που παρουσιάστηκε στην Ελλάδα, φυσικά και από τον Κάρολο Κουν..., στο θέατρο «Βεάκη» που στέγαζε τότε την «Λαϊκή Σκηνή» του «Θεάτρου Τέχνης»-, τραγούδια τα οποία άφησαν εποχή, και τον εντυπωσιακότατο Κώστα Μπουγιώτη.

Το συμπέρασμα. Μία άνιση μουσικοθεατρική παράσταση, έξοχη μουσικά, προβληματική θεατρικά, που ζητούσε το σκηνοθέτη της. Πήγαινα με μεγάλο καλάθι φέροντας τις ανεξάλειπτες αναμνήσεις του «Χ σκηνής: Αυτά που κάψαν το σανίδι», της παράστασης για την επιθεώρηση που έκανε ο Σταμάτης Κραουνάκης το 2008 για το Φεστιβάλ Αθηνών, επίσης, και στο Ηρώδειο επίσης, Γνωρίζω πολύ καλά τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν πια οι παραγωγές. Αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να πω πως, χωρίς να γυρίσω με το καλάθι άδειο -χωρίς να απογοητευτώ, δηλαδή-, δεν το γέμισα δυστυχώς.

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, Φεστιβάλ Αθηνών, 9 Ιουλίου 2015.

No comments:

Post a Comment