Πέρα από τα όρια ή Η υστερία που σκοτώνει
Ένα, από τη φύση του, δύσκολο και υψηλών απαιτήσεων έργο, την «Ηλέκτρα» (1909) του Ρίχαρντ Στράους, του κορυφαίου, ίσως, γερμανού συνθέτη στο γύρισμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα, που δεν την είχε ποτέ παρουσιάσει, επέλεξε η Εθνική Λυρική Σκηνή για να εγκαινιάσει επίσημα τη μετεγκατάστασή της στο «Κέντρο Πολιτισμού / Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» και τη νέα της περίοδο
κατά την οποία ελπίζω και εύχομαι να εδραιώσει την ανανέωσή της. Γραμμένη (1909) στο απόγειο της καριέρας του Στράους, η «Ηλέκτρα» ακουμπάει πλήρως στο ομώνυμο έργο (1903) του αυστριακού ποιητή Χούγκο φον Χόφμανσταλ, ελεύθερη μεταγραφή της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή, και έχει χαρακτηριστεί από το συνθέτη της, που προσεκτικά απέφυγε το χαρακτηρισμό «όπερα», «μονόπρακτη τραγωδία»: ο Στράους μελοποιεί το έργο, με κάποιες τροποποιήσεις στο κείμενο, χωρίς να χρειαστεί
«λιμπρέτο». Βέβαια το έργο του Χόφμανσταλ -και κατ’ επέκταση του Στράους- πόρρω απέχει από το πνεύμα και το ύφος της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: επικεντρώνεται στην εμμονική αφοσίωση της Ηλέκτρας -ουσιαστικά, μία εξαγριωμένη, ζωντανή νεκρή- στη μνήμη του -δολοφονημένου από τη μητέρα της Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της, εξάδελφό του, Αίγισθο- πατέρα της Αγαμέμνονα και το πέραν των ορίων, μέχρι την υστερία, πάθος της για εκδίκηση που πρέπει να υλοποιήσει ο απών αδελφός της Ορέστης. Ο οποίος επιστρέφει στον οίκο των Ατρειδών, στο Άργος, από την Φωκίδα, όπου τον είχαν απομακρύνει από μικρό, και, για να θολώσει τα νερά και να κινηθεί άνετα, φέρνει, καθώς δεν τον αναγνωρίζουν, το δήθεν μαντάτο ότι ο Ορέστης σκοτώθηκε. Τότε η Ηλέκτρα, αφού προσπαθεί να πείσει την αδελφή της Χρυσοθέμιδα να εκδικηθούν αλλά εκείνη αρνείται γιατί θέλει να ζήσει μία ήσυχη ζωή, παίρνει την απόφαση να σηκώσει στους ώμους της την εκδίκηση. Μέχρι
που ο Ορέστης της αποκαλύπτεται και, τελικά, παίρνει την εκδίκηση για την οποία η αδελφή του διψάει: σκοτώνει τη μητέρα του και τον Αίγισθο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο η Ηλέκτρα ζούσε έχει εκλείψει. Γι αυτό, μετά από έναν μαιναδικό χορό θριάμβου, όπου σαν να ξεσπάει η υστερία της, να ξεχύνεται και να την πνίγει, πέφτει νεκρή. Αυτή είναι η Κάθαρσις στο σκοτεινό, εξπρεσιονιστικό δράμα του Χόφμανσταλ, που απηχεί τις ψυχαναλυτικές θεωρίες της εποχής του. Και το οποίο έχει μετατραπεί από τον Στράους σε ένα εξαιρετικά σφιχτό, τραχύ, πρωτόγονων, βαρβαρικών ήχων, εκρηκτικό μουσικοθεατρικό έργο, με τεράστιους συμφωνικούς όγκους, που φτάνει στα όρια της τονικότητας για να την ξεπεράσει κάποιες στιγμές και που συνεχίζει επάξια στον 20ο αιώνα τους δρόμους του Βάγκνερ για το μουσικό δράμα, ωθώντας τις φωνές στο μη περαιτέρω -ένα έργο συντριπτικό. Ο Γιάννης Κόκκος που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, με καλλιτεχνική συνεργάτρια και δραματουργό την Αν Μπλανκάρ, συνειδητοποίησε αυτό το «πέρα από τα όρια» κειμένου και μουσικής και το υπηρέτησε, σε μία παράσταση πολύ καλά κινημένη, βρίσκοντας τα αρχαία νήματα ανάμεσα στον Σοφοκλή και στους Στράους/Χόφμανσταλ, μέσα από τα, ιδανικά φωτισμένα από τον Βινίτσιο Κέλι, επιβλητικά σκηνικά του: ζοφερά σκότη, μία πνιγηρή ατμόσφαιρα ανάμεσα και κάτω από μνημειακά μεγέθη,
υπολείμματα μιας παλαιάς δόξας -της δόξας των Χρυσών Μυκηνών- βουτηγμένα στο αίμα -ένας μύθος που έχει καταντήσει κόλαση-, ένα χρυσό «κλουβί», ένα άγαλμα του ένδοξου βασιλέα Αγαμέμνονα που, ανάποδα κρεμασμένο, έχει καταντήσει σφάγιο, όπως και συνέβη… Ας μην ξεχνούμε ότι ο Γιάννης Κόκκος, πρώτα και πάνω από όλα, είναι ένας σπουδαίος σκηνογράφος. Τα φαιά κοστούμια της Λιλής Κεντάκα, πέραν τόπου και χρόνου, υπέροχα τα περισσότερα -δεν μου άρεσαν των Ακολούθων της Κλυταιμνήστρας-, δεμένα με τους χαρακτήρες που τα φορούν, συντελούν στη ζοφερή ατμόσφαιρα. Γεγονός της παράστασης, το μουσικό μέρος της. Ο Βασίλης Χριστόπουλος επιστρέφει στην Ελλάδα για να οδηγήσει -σταθμός στην καριέρα του- την ενισχυμένη Ορχήστρα της ΕΛΣ πέρα, επίσης, από τα όριά της: ένα επίτευγμα! Στο οποίο -άψογη και η, υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου, Χορωδία της ΕΛΣ- τα μάλα έχει συμβάλει η επιτυχημένη διανομή. Η μέτζο Αγνή Μπάλτσα, με πολύ καλά διατηρημένη την εξαιρετική φωνή της και απόλυτα κυρίαρχη των άριστων υποκριτικών της μέσων, ως Κλυταιμνήστρα, η υψηλού φωνητικού επιπέδου -αλλά κάπως άχρωμη υποκριτικά- γερμανίδα σοπράνο Γκουν-Μπριτ Μπάρκμιν ως Χρυσόθεμις, ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός-Ορέστης, ο ολανδός τενόρος Φρανκ φαν Άκεν-Αίγισθος -αν και χωρίς μεγάλο φωνητικό εύρος-
αλλά και οι υπόλοιποι έλληνες καλλιτέχνες στους μικρότερους ρόλους έχουν αρθεί στο ύψος της περίστασης. Ξεχωρίζω τη γερμανίδα σοπράνο Ζαμπίνε Χογκρέφε: άψογη φωνητικά -αν και, σε κάποιες στιγμές, την υπερκάλυψε η ορχήστρα- δίνει μία συναρπαστική ερμηνεία: είναι η ταπεινωμένη,
μαραζωμένη Ηλέκτρα που η υστερία για εκδίκηση τη βγάζει από το πετσί της και βγάζει επί σκηνής τα σπλάχνα της. Μία παράσταση που αξίζει να δείτε -αύριο (Τρίτη 31 Οκτωβρίου) παίζεται για τελευταία φορά (Φωτογραφίες από πάνω. 1, 2, 4, 5, 7: Ανδρέας Σιμόπουλος. 3, 6: Χάρης Ακριβιάδης).
No comments:
Post a Comment