Αν μου λέγατε τι θα ’θελα να κρατήσω απ’ την Λούλα Αναγνωστάκη που αποχαιρετούμε αύριο, θα ’λεγα «όλα». Αν επιμένατε, θα διάλεγα ΑΥΤΟ. Το ’χω φυλαγμένο στα άγια των αγίων μου: φινάλε απ’ την «Νίκη» της (1978). Υπόγειο «Θεάτρου Τέχνης», σκηνοθεσία Κάρολος Κουν. Κι, οπωσδήποτε, με τις φωνές της Ρένης Πιττακή (Βάσω) και της Ηρώς Κυριακάκη (Γριά) -ακόμα την ακούω να διαβάζει το γράμμα.
ΒΑΣΩ – Άστον. Άστον με το τελευταίο του γράμμα. Αυτό που έγραψε για τον αρραβώνα του Νίκου. Διάβασέ μου το ακόμα, αν θες, άλλη μια φορά και έπειτα θα το σκίσουμε. Πες, πες μου το πως όλα θα σταματήσουν εδώ. Τελειώσαμε μάνα, τελειώσαμε…
(Παύση)
ΓΡΙΑ (Διαβάζει αργά) – Είμαι καλά και πέστε το στη μάνα να ησυχάσει. Το Σάββατο το βράδυ ακούμε ραδιόφωνο. Την Κυριακή μας λειτουργούν. Άλλαξε ο παπάς και τώρα ήρθε ένα νέος. Είναι ίδιος ο Γιάννης ο Κάντζιος, τον θυμάσαι μάνα που ήτανε συμμαθητής μου στην έκτη; Ο πατέρας του είχε τσαγκαράδικο, μια παράγκα αλλά φαίνεται πως ο Γιάννης πρόκοψε, γιατί μου έστειλε μια κάρτα από την Αμερική και μου γράφει πως είναι πολύ ωραία εκεί που είναι, στο Μαϊάμι. Το δείχνει και η κάρτα του, μια πλαζ με μεγάλα δέντρα και ωραία θάλασσα και γυναίκες που μπανιάρονται με μπικίνια. Αυτά τα μαγιό που είναι σα μη φοράς τίποτα. Χάρηκα για το Νίκο. Τι να του ευχηθώ από δω μέσα, είναι σαν γρουσουζιά. Ας είναι καλά στην υγεία του και να ’ναι ευχαριστημένος εκεί που είσαστε. Του έστειλα κι ένα γλυπτό ξύλινο που έφτιαξα μόνος μου, για την κοπέλα. Το λάβατε; Αχ κακόμοιροι τι περνάτε κι εσείς. Στην ξενιτιά, αλλά κι εγώ σα να ’μαι σε ξενιτιά. Όλοι μας το ίδιο, κι ο Κάντζιος έτσι αισθάνεται μου γράφει, κι ας καλοπερνά. Κάθομαι και συλλογιέμαι και μου φαίνεται πως το σπίτι μας και στο χωριό και στον Πειραιά ήταν μια μαύρη ξενιτιά. Αχ να, τώρα μ’ έπιασε ένα κλάμα -δεν ήθελα να σας το πω που έχετε τις χαρές σας, μα προχτές έγινε κάτι, ένας γελούσε την ώρα της λειτουργίας και λοιπόν για τιμωρία μας πιάσαν όλους και μας ξούρισαν γουλί και αγγίζω το κεφάλι μου και δεν έχω μαλλιά και με παίρνουν τα κλάματα μα δεν κλαίω για μένα παρά θυμήθηκα το Νίκο τότες που τον κούρεψαν σύριζα στο δημοτικό κι ήταν καρναβάλια και τον είχατε φέρει στο επισκεπτήριο ντυμένο Αθανάσιο Διάκο -και τα μαλλιά του ήταν γουλί και μένα με πιάσαν τα γέλια γιατί είχα δει φωτογραφίες τον Αθανάσιο Διάκο με μια μαλλούρα τόση και ο Νίκος παρεξηγήθηκε. Αχ πουτάνες που μ’ αφήσατε εδώ μονάχο -κακούργες εσείς με χαλάσατε! Συγχωρέστε με, με πιάνει το παράπονο. Δεν τα ‘’χω μαζί σας, με κανέναν δεν τα ’χω. Να ’στε καλά κι αν τα βολεύετε εκεί μην ξαναγυρίσετε. Όσο για μένα καλά είμαι, κι έχω συνηθίσει, όσο περνάει ο καιρός, εδώ, και θαρρώ πως άλλος τόπος δεν υπάρχει, σαν να ’μαστε εδώ εμείς στις φυλακές ο κόσμος όλος. Δεν υπάρχει άλλη ζωή παρά μονάχα εμείς εδώ μέσα, οι άλλοι έξω δεν υπάρχουν, δεν υπάρχεις μάνα, το Νίκο τον αφήσαμε κάπου παιδί, τον χάσαμε παιδί, δεν υπάρχει, και ούτε και ο Γιάννης ο Κάντζιος υπάρχει.
Σκοτάδι.
ΤΕΛΟΣ
(Υ.Γ. Για τη φωτογραφία απ’ την «Νίκη» που δημοσιεύτηκε στο πολύτιμο περιοδικό «Θεατρικά Τετράδια» της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» (Θεσσαλονίκη, τεύχος 43) θερμά ευχαριστώ τον Νικηφόρο Παπανδρέου).
Αχ Γιώργο Αχ Δεν υπαρχουμε
ReplyDelete