October 6, 2017

Tip: «Όλα θα πάνε καλά (1). Το τέλος του Λουδοβίκου»


Τότε που έκαναν ακόμα επαναστάσεις… ή Ένα μάθημα Ιστορίας καθηλωτικό 



Δεν θα ακούσετε την «Μασαλιώτιδα». Δεν θα ακούσετε ούτε το «Αh Ça Ira» -αν και θα ακούσετε «çα ira» («όλα θα πάνε καλά») εκ στόματος Λουδοβίκου ΙΣΤ΄. Μόνον κάποια σύγχρονα τραγούδια. Δεν θα δείτε καμία tricolore. Αλλά ούτε σημαίες με τα κρίνα των Βουρβόνων. Δεν θα δείτε λαιμητόμους. Δεν θα ακούσετε για κατάληψη της Βαστίλης αλλά για «κατάληψη της φυλακής». Δεν θα ακούσετε για 14η Ιουλίου, αλλά για «τα γεγονότα στις 14».

Δεν θα ακούσετε γνωστά σας από την ιστορία ονόματα -μόνον του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄. Τα υπόλοιπα πρόσωπα αναφέρονται είτε μόνο με τις ιδιότητές τους -«η Βασίλισσα» για την Μαρία Αντουανέτα, «η Αδελφή του Βασιλιά» για την Μαντάμ Ελιζαμπέτ- είτε με ονόματα παρεφθαρμένα -Μιλέρ, ο πρωθυπουργός/υπουργός Οικονομικών του Λουδοβίκου, αντί Νεκ(έ)ρ, στο τηλέφωνο τον

Λουδοβίκο παίρνει, διαμαρτυρόμενος για τα κατά της Εκκλησίας μέτρα της Εθνοσυνέλευσης, τα οποία υπέγραψε, ο Πάπας που είναι, όμως, ο ανύπαρκτος Ιωάννης ΚΣΤ΄… Θα δείτε, πάντως -ή, μάλλον, θα ακούσετε, τα διαδραματιζόμενα εκτός, τα πληροφορούμαστε από «αγγελιαφόρους»-, ένα «ντοκιμαντέρ» πάνω στην Γαλική Επανάσταση του 1789. Ένα ψευδο-ντοκιμαντέρ. 
Το «Όλα θα πάνε καλά (1). Το τέλος του Λουδοβίκου» (2015) που παρουσιάζεται, σε σκηνοθεσία του Ζοέλ Πομρά, από το θίασό του «Λουί Μπρουγιάρ» και σε δραματουργία Mαριόν Μπουντιέ στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση, ξετυλίγει, αλλά με τρόπο επινοημένο, το χρονικό της Επανάστασης, από τις παραμονές της και την οικονομική κρίση που ξέσπασε στην Γαλία το 1787 -τα αίτιά της- μέχρι τις παραμονές της «Φυγής της Βαρέν» -της αποτυχημένης απόπειρας της βασιλικής οικογένειας να διαφύγει στο εξωτερικό, απόπειρας που σήμανε και την αρχή του τέλους της. Περνώντας από την προσπάθεια του Λουδοβίκου και του Νεκ(έ)ρ
να εκσυγχρονίσουν το φορολογικό σύστημα, την αντίδραση στα μέτρα της αριστοκρατίας και του κλήρου, την προσχηματική σύγκληση της Συνέλευσης των Τριών Τάξεων -εκλεγμένων εκπροσώπων τους- την οποία οι αριστοκράτες και η Εκκλησία επιδίωξαν για να κερδίσουν χρόνο και την πέτυχαν, Συνέλευση από την οποία αποσχίστηκαν οι αντιπρόσωποι της Τρίτης Τάξης -που, αν και με συντριπτική πλειοψηφία, είχαν τεθεί στο περιθώριο-συγκροτώντας την Εθνοσυνέλευση, τη διαταγή του Λουδοβίκου να τη διαλύσουν και την άρνησή τους, τα βίαια, αιματηρά, άγρια επεισόδια που ξέσπασαν, την αντίδραση της Αυλής, την έκρηξη της Επανάστασης, τον εξαναγκασμό του Λουδοβίκου να αποδεχθεί
την κατάρτιση συντάγματος… Όλα αυτά, όμως, με σύγχρονο τρόπο -συνεντεύξεις Τύπου, τηλεοπτικές αναμεταδόσεις, τηλέφωνα, σέλφις, όλοι με ουδέτερα, που παραπέμπουν στη δεκαετία του ’60, κοστούμια και γραβάτες ή με ταγιέρ κάποιες από τις γυναίκες… Ο Πομρά μετατρέπει την αίθουσα του θεάτρου σε αίθουσα της Εθνοσυνέλευσης, σοφά διασκορπίζοντας τους ηθοποιούς του και εθελοντές ανάμεσα στους θεατές και καθιστά το κοινό συμμέτοχο στις διεργασίες που οδήγησαν στην κήρυξη της Γαλικής Δημοκρατίας αλλά με λόγο σύγχρονο και αναχρονισμούς που κλειδώνουν γερά με τα -προφανώς αντλημένα από την εποχή- κείμενα: η επαναστατική περίοδος, οι αντιφάσεις της, οι λόγοι των ακραίων, οι λόγοι των μετριοπαθών, οι λόγοι των 
συμβιβασμένων, οι λόγοι των αντιδραστικών, οι λόγοι των θιγομένων, οι λόγοι αυτών που υποχωρούν, συμβιβάζονται -υποκριτικά ή με ειλικρίνεια- και υποκύπτουν στις λαϊκές απαιτήσεις σκιαγραφούν ανάγλυφα την εποχή αλλά, ταυτόχρονα, την ξεπερνούν και γίνονται σύγχρονος πολιτικός λόγος. Που μας αφορά άμεσα. Ειδικά η εναρκτήρια «συνέντευξη Τύπου» για τη λήψη αυστηρών φορολογικών μέτρων σκανδαλωδώς θυμίζει οικεία δεινά… Μία παράσταση απολύτως λογοκρατούμενη -άθλος η 
μετάφραση της Λουίζας Μητσάκου στους ελληνικούς υπέρτιτλους-, εκπληκτικά ισορροπημένη, ο Πομρά δεν «σκηνοθετίζει» και δεν εξυπνακίζει ποτέ-, με ευφυέστατα κλεισίματα του ματιού -το επαναλαμβανόμενο «ça ira» («όλα θα πάνε καλά») του, εκτός τόπου και χρόνου, Λουδοβίκου, ενώ η χιονοστιβάδα πρόκειται να τον παρασύρει, ως συνειρμός με το επαναστατικό τραγούδι «Ah Ça Ira», το εκπληκτικό φινάλε στην αίθουσα του σφαιριστηρίου των ανακτόρων των Βερσαλιών, όπου, στο τραπέζι του μπιλιάρδου, την Βασίλισσα και την Αδελφή του Βασιλιά, διαδέχονται, παίρνοντας
τις στέκες στα χέρια τους, πολιτοφύλακες και βαλέδες, ως συνειρμός προς την αίθουσα του Σφαιριστηρίου -το «Jeu de Paume»- στις Βερσαλίες, όπου οι εκπρόσωποι της Τρίτης Τάξης έδωσαν τον αποκαλούμενο «Όρκο του Σφαιριστηρίου» αποφασίζοντας να μη διαλυθεί η Συνέλευση των Τριών Τάξεων πριν καταρτίσει σύνταγμα… Η απόλυτα πειστική  ατμόσφαιρα,  οι 
εξαιρετικοί ρυθμοί -ρολόι- που δεν χάνονται ούτε στιγμή στις τέσσερις ώρες και δέκα λεπτά -ψαχνό- της παράστασης, η απόλυτη λιτότητα του θεάματος -ελάχιστα σκηνικά-, οι, συχνά απέναντι από το κοινό, με τον τρόπο του επικού θεάτρου, φωτισμοί που τυφλώνουν, οι καπνοί, οι υποβλητικοί, απειλητικοί «εξωτερικοί» ήχοι κανονιών και πλήθους, που γίνονται όλο και κοντινότεροι -ένα ρίγος…-, η δυναμική με την οποία δεν παίζουν, δεν υποκρίνονται αλλά «μεταφέρουν λόγο» -επίτευγμα!- οι ηθοποιοί, το χιούμορ που διατρέχει αρκετές σκηνές 

-η έξοδος, για παράδειγμα, «προς το λαό», στο Παρίσι, του άβουλου βασιλιά που σύρεται σε καθυστερημένες αποφάσεις, εκών άκων, από συμβούλους, τη βασίλισσα, την Εθνοσυνέλευση…-, το εξαιρετικά ψαγμένο και ισορροπημένο κείμενο συνιστούν μία παράσταση ιδιαίτερα πολύπλοκη αλλά, όμως, εντελώς λαϊκή και άμεση, με καθηλωτικό αποτέλεσμα. Ο Ζοέλ Πομρά προσφέρει ένα μάθημα Ιστορίας χωρίς παραχωρήσεις, εντελώς αποδραματοποιημένο, όσο δεν παίρνει σημερινό -ένα θέατρο-ντοκουμέντο στην καλύτερη παράδοση του Πίτερ Βάις της «Ανάκρισης». Ένα μάθημα αυστηρό, για το οποίο πρέπει να είστε αποφασισμένοι -ομολογώ ότι αρκετοί θεατές εγκατέλειψαν, ήδη από το πρώτο διάλειμμα. Αυτοί έχασαν. Εμένα, προσωπικά, με συνεπήρε. Και, ενθουσιασμένος, σας το συστήνω ανεπιφύλακτα. Ακράδαντα πιστεύω πως το «Όλα θα πάνε καλά (1). Το τέλος του Λουδοβίκου» του Ζοέλ Πομρά είναι, για το θέατρο του 21ου αιώνα, ό,τι το «1789» (1970) της Αριάν Μνουσκίν για τον 20ο (Φωτογραφίες: Elizabeth Carecchio).

No comments:

Post a Comment