Το έργο. Ο Φερδινάνδος, οπλισμένος, συγγνώμη, εφοδιασμένος -είναι το πολιτικά ορθό- με ένα ραβδί έσπασε τα μούτρα του Μπρούνο -δύο κοπτήρες έγιναν κομμάτια, χώρια το οίδημα στο χείλoς του. Γιατί; Διότι ο Μπρούνο δεν τον ήθελε στη συμμορία του επειδή είναι -έτσι τον αποκάλεσε- καρφί.
Συμβαίνουν αυτά στους κύκλους των εντεκάχρονων -συμμορίες, βρισίδια, πλακώματα... Και εις Παρισίους συμβαίνουν. Το συγκεκριμένο, στην πλατεία Ανθυπολοχαγου Ντινάν. «Μετά από αψιμαχία».
Στο Παρίσι, όμως, οι άνθρωποι -οι γονείς στη συγκεκριμένη περίπτωση των δύο εντεκάχρονων- έχουν πολιτισμό. Και επειδή η ασφαλιστική εταιρεία που θα καλύψει την «αναστήλωση» του θύματος Μπρούνο Ουλιέ χρειάζεται την υπογραφή των γονέων του δράστη Φερδινάνδου Ρέιγ, η κ. Ανέτ και ο κ. Αλέν Ρέιγ, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, τα μαζεύουν και καταφθάνουν στο σπίτι της κ. Βερονίκ(ης) και του κ. Μισέλ Ουλιέ -που εκτός του Μπρούνο έχουν και μία κόρη- για να συζητήσουν πολιτισμένα και να τακτοποιήσουν τη διαδικαστική λεπτομέρεια -χωρίς, βέβαια, την παρουσία των παιδιών. Μόνο που τα πράγματα δεν εξελίσσονται τόσο πολιτισμένα όσο όλοι θα το εύχονταν…
Μεσοαστοί προς μεγαλοαστοί, οι τέσσερις γονείς. Η Ανέτ, η οποία φοράει ωραία παπούτσια, είναι οικονομική σύμβουλος. Επιπλέον έχει ψυχοσωματικά συμπτώματα που εκδηλώνονται, κυρίως, στο ευαίσθητο στομάχι της. Ο Αλέν, ο σύζυγός της, είναι δικηγόρος και, τη συγκεκριμένη στιγμή, υπερασπίζεται φαρμακευτική εταιρεία η οποία έχει κυκλοφορήσει ένα χάπι που φέρεται -υπάρχουν ήδη δημοσιεύματα και καταγγελίες- ότι προκαλεί σοβαρές παρενέργειες στον ανθρώπινο οργανισμό, γι αυτό και το γαμημένο κινητό του χτυπάει ακατάπαυστα και εκείνος, διακόπτοντας συνεχώς τη συζήτηση, απαντάει ακατάπαυστα και δίνει οδηγίες ή συζητάει πώς θα κουκουλώσουν το θέμα που τον (τους) καίει επαγγελματικά.
Ο -αυτοδημιούργητος- Μισέλ, που έχει επιχείρηση ειδών κιγκαλερίας -αλλά και μία μαμά η οποία του τηλεφωνεί κάτι περισσότερο από τακτικά… και στην οποία αποδεικνύεται ότι ο γιατρός της , ως θεραπεία, τής έχει δώσειτο περί ου ο λόγος χάπι με τις παρενέργειες…-, την προηγούμενη νύχτα, έχει πετάξει στο δρόμο, κοντά σε έναν υπόνομο, στα μουλωχτά -αλλά ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον,…- το χαμστεράκι της κόρης του, που δεν το ανεχόταν. Ενώ η Βερονίκ(η), η σύζυγός του, φέρεται ως διανοουμένη -«ειδικευμένη» στα του αφρικανικού πολιτισμού-, η οποία, μάλιστα, σχεδιάζει ένα βιβλίο για τη σφαγή στο Νταρφούρ.
Συζητούν πολιτισμένα -όσο το κινητό του Αλέν τους επιτρέπει να συζητήσουν…, οι Ουλιέ περιποιούνται τους Ρέιγ, τους βγάζουνε γλυκό -κλαφουτί, σπεσιαλιτέ της Βερονίκ(ης), με αχλάδια αλλά και με μήλα-, τους βγάζουνε καφέ, τους βγάζουνε και -όχι μέντα-, ρούμι, εκείνοι χαζεύουνε τα άλμπουμ τέχνης της Βερονίκ στο κόφι τέιμπλ -ανάμεσά τους και μία σπάνια επανεκτύπωση καταλόγου για έκθεση του Κοκόσκα στην Νέα Ιόρκη, το 1953, αλλά, σιγά-σιγά, κουβέντα στην κουβέντα, έρχονται τα πάνω κάτω: οι Ουλιέ προτείνουν να έρθει αυτοπροσώπως ο Φερδινάνδος στο σπίτι να ζητήσει συγγνώμη από τον Μπρούνο, οι Ρέιγ δεν φαίνεται να συμφωνούν και τόσο, ξεκινάει καβγάς που -και του αλκοόλ, το οποίο ρέει άφθονο στα λαρύγγια τους, βοηθούντος- εκφεύγει από τα πλαίσια πολιτισμού που φαινόταν να έχουν τεθεί έως και εκτροχιάζεται, τα δύο ζευγάρια αρχίζουν να διαφωνούν και να συγκρούονται και μεταξύ τους, καλά κρυμμένα μυστικά και αισθήματα καταπιεσμένα να βγαίνουν στη φόρα, φωνές, υστερίες, νευρώσεις που αναδύονται, συμμαχίες, ενίοτε ανίερες, συνάπτονται εναλλάξ,
ο κατάλογος της έκθεσης Κοκόσκα -και όχι μόνον αυτός- πέφτει θύμα της ψυχοστομαχικής ευαισθησίας της Ανέτ, το λαλίστατο κινητό του Αλέν μουλιάζει στα ρηχά νερά ενός βάζου και βουβαίνεται, οι τουλίπες με τις οποίες οι Ουλιέ είχαν διακοσμήσει το καθιστικό τους προς τιμή των Ρέιγ γίνονται φύλλο και φτερό και… ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε: το πολιτισμένο σαλόνι μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Του Βατερλό. Του Βατερλό της αστικής τάξης. Και η πολιτική ορθότητα και ο καθωσπρεπισμός της καταλήγουν άταφα πτώματα.
ο κατάλογος της έκθεσης Κοκόσκα -και όχι μόνον αυτός- πέφτει θύμα της ψυχοστομαχικής ευαισθησίας της Ανέτ, το λαλίστατο κινητό του Αλέν μουλιάζει στα ρηχά νερά ενός βάζου και βουβαίνεται, οι τουλίπες με τις οποίες οι Ουλιέ είχαν διακοσμήσει το καθιστικό τους προς τιμή των Ρέιγ γίνονται φύλλο και φτερό και… ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε: το πολιτισμένο σαλόνι μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Του Βατερλό. Του Βατερλό της αστικής τάξης. Και η πολιτική ορθότητα και ο καθωσπρεπισμός της καταλήγουν άταφα πτώματα.
Και το έργο της εβραϊκών ιρανοροσοουγγρικών ριζών Γαλίδας Γιασμινά Ρεζά «Ο θεός της σφαγής» (2006), από χαριτωμένο μπουλβάρ που ξεκινάει, ύπουλα καταλήγει στα σύνορα του «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;». Μεγάλη μαστόρισσα η Ρεζά, συνθέτει, με εξαιρετική αίσθηση της σκηνικής οικονομίας, ένα έργο με απολαυστικό χιούμορ, λαϊκό, άμεσο αλλά ταυτόχρονα χώνει το σαρκαστικό νυστέρι της αδίστακτα στην αστική τάξη αποκαλύπτοντας τον κατ’ επίφαση πολιτισμό της και την υποκριτική ευγένειά της, που εύκολα, μεταξύ κλαφουτί και Κοκόσκα, Νταρφούρ και ειδών κιγκαλερίας, μπορούν να μετατραπούν σε πρωτόγονη βαρβαρότητα, τρισχειρότερη από το ξύλο που παίζουν τα εντεκάχρονα και τα σπασμένα δόντια τους να ωχριούν μπροστά στις αλλοτριωμένες, ρημαγμένες υπάρξεις των γονιών τους.
«Ο Θεός της σφαγής» οπωσδήποτε δεν είναι «Το ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;» ούτε η Ρεζά είναι Άλμπι. Αλλά το έργο της -και όχι μόνον αυτό, όλα όσα δικά της ξέρω- μπορεί να είναι εξίσου αποδοτικό όντας μία σπαρταριστή κωμωδία. Η συγγραφέας αυτή είναι ικανή να προσδίδει στο σύγχρονο μπουλβάρ ποιότητες που κρύβουν και ένας Φεντό ή ένας Έικμπορν.
«Ο Θεός της σφαγής» οπωσδήποτε δεν είναι «Το ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;» ούτε η Ρεζά είναι Άλμπι. Αλλά το έργο της -και όχι μόνον αυτό, όλα όσα δικά της ξέρω- μπορεί να είναι εξίσου αποδοτικό όντας μία σπαρταριστή κωμωδία. Η συγγραφέας αυτή είναι ικανή να προσδίδει στο σύγχρονο μπουλβάρ ποιότητες που κρύβουν και ένας Φεντό ή ένας Έικμπορν.
Η παράσταση. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, που υπογράφει τη σκηνοθεσία ακουμπώντας στη ρέουσα μετάφραση του Γιώργου Βούρου -θα προτιμούσα, πάντως, το Άγιο Σάβανο να μεταφερθεί ως το πιο δόκιμο Ιερά Σινδόνη-, ακροάστηκε σωστά το κείμενο. Έχει ακολουθήσει άψογα τους γρήγορους, ασθματικούς ρυθμούς του και το έχει οδηγήσει από το γέλιο -όπου, πάντως, παρασύρθηκε σε μερικούς υπερτονισμούς-, μέσα από μία καλά μελετημένη και δουλεμένη κορύφωση, στο πάγωμα της βαθμιαίας αποκάλυψης του δεύτερου -καθόλου αισιόδοξου…- επιπέδου του: η καλύτερη, μέχρι τώρα, παράστασή του.
Βρήκα έξυπνη την ιδέα του, με επάρκεια φωτισμένου από τον Αλέκο Γιάνναρο, σκηνικού της Αθανασίας Σμαραγδή -το αστικό σαλόνι «ακουμπισμένο» μέσα σε μία «σπηλιά», ως επιστροφή στον πρωτογονισμό -αλλά χοντροκομμένη την κατασκευή των «ακατέργαστων» τοιχωμάτων -η απόσταση της σκηνής από την πλατεία δεν δίνει, άλλωστε, πολλά περιθώρια στην ψευδαίσθηση…
Τα κοστούμια της χαρακτηρίζουν πολύ σωστά τους τέσσερις ήρωες ενώ ο Μίνως Μάτσας με τις μουσικές του υπογραμμίζει σωστά τα ερέβη που κρύβονται
και, σιγά-σιγά, φανερώνονται κάτω από τη λουστραρισμένη επιφάνεια.
Τα κοστούμια της χαρακτηρίζουν πολύ σωστά τους τέσσερις ήρωες ενώ ο Μίνως Μάτσας με τις μουσικές του υπογραμμίζει σωστά τα ερέβη που κρύβονται
και, σιγά-σιγά, φανερώνονται κάτω από τη λουστραρισμένη επιφάνεια.
Οι ερμηνείες. Το έργο σαφώς και απαιτεί ένα κουαρτέτο καλών ηθοποιών καλά εναρμονισμένο. Και εδώ η παράσταση διαθέτει και τα δύο στοιχεία: τέσσερις καλούς ηθοποιούς δεμένους και εναρμονισμένους σωστά από τη σκηνοθεσία. Να παρατηρήσω, μόνο, ότι οι δύο άντρες ηθοποιοί έχουν μία τάση, μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη για τον πλήρη συντονισμό και τις ισορροπίες, να τονίσουν τα κωμικά στοιχεία για να βγάλουν γέλιο.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, πειστικότατος Αλέν, χαμένος, αλλοτριωμένος στον επαγγελματικό του κόσμο, κάνει τον καλύτερό του, ίσως, ρόλο.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος απολαυστικός, αν και με κάποιες εκτροπές στην υπερβολή, Μισέλ. Η καλή Λουκία Μιχαλοπούλου ως Βερονίκ(η) -το πιο ορθολογιστικό, ισορροπημένο και -υποτίθεται- γειωμένο μέλος του κουαρτέτου, απογειώνεται -κυριολεκτικά…- όταν χάνει τον έλεγχο. Θα αναφέρω τελευταία την Στεφανία Γουλιώτη που με εντυπωσίασε περισσότερο: από τα μείζονα τάλαντα της γενιάς της, εδώ αποδεικνύει ότι μπορεί να κάνει, με εντυπωσιακή δεξιοτεχνία, και κωμωδία αναδεικνύοντας, παράλληλα, και το δραματικό υπόστρωμα του ρόλου. Εξαιρετική!
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, πειστικότατος Αλέν, χαμένος, αλλοτριωμένος στον επαγγελματικό του κόσμο, κάνει τον καλύτερό του, ίσως, ρόλο.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος απολαυστικός, αν και με κάποιες εκτροπές στην υπερβολή, Μισέλ. Η καλή Λουκία Μιχαλοπούλου ως Βερονίκ(η) -το πιο ορθολογιστικό, ισορροπημένο και -υποτίθεται- γειωμένο μέλος του κουαρτέτου, απογειώνεται -κυριολεκτικά…- όταν χάνει τον έλεγχο. Θα αναφέρω τελευταία την Στεφανία Γουλιώτη που με εντυπωσίασε περισσότερο: από τα μείζονα τάλαντα της γενιάς της, εδώ αποδεικνύει ότι μπορεί να κάνει, με εντυπωσιακή δεξιοτεχνία, και κωμωδία αναδεικνύοντας, παράλληλα, και το δραματικό υπόστρωμα του ρόλου. Εξαιρετική!
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση που θα απολαύσετε: μπορεί και να διασκεδάσετε απλώς, μπορεί, όμως, και να σοκαριστείτε με τα συμπεράσματα της Γιασμινά Ρεζά. Αυτοί οι τέσσερις γάλοι αστοί, εμείς είμαστε…
Θέατρο «Αθηνών», 15 Απριλίου 2016 και 18 Ιανουαρίου 2017.
No comments:
Post a Comment