Το Τέταρτο Κουδούνι / 9 Φεβρουαρίου 2017
Λες και γεννήθηκε για να ερμηνεύσει την Γουίνι. Η Όλια Λαζαρίδου. «Ευτυχισμένες μέρες» στο «Bios», μια σκηνοθεσία σεβαστική προς τον Μπέκετ της Σύλβιας Λιούλιου, η Όλια Λαζαρίδου χωμένη, βουλιαγμένη, πνιγμένη στο χώμα της γνώσης και των βιβλίων -όπως εμπνεύστηκε ο σκηνογράφος Άγγελος Μέντης τον χωμάτινο, μπεκετικό λόφο που μέσα του είναι «φυτεμένη», θαμμένη η Γουίνι- να «διαβάζει», να ξεκουκίζει, να παίζει με άκρατη μουσικότητα, όπως της πρέπει, την -γι άλλη μια φορά- έξοχη μουσική παρτιτούρα-μετάφραση του Διονύση Καψάλη και, φευγάτη πάντα, να φεύγει. Προς τα πάνω: η ελεγεία της απόγνωσης του Μπέκετ, το κείμενο που εκφράζει ακόμα πιο συμπυκνωμένα το «ξεγεννάνε καβάλα σ’ έναν τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι» του «Περιμένοντας τον Γκοντό», φωτισμένο μ’ ένα γλυκό, αμυδρό φως ελπίδας. Κι ας «χώνεται η θλίψη παντού»...
Είναι ευτυχία, πάντως, να διαπιστώνεις γι άλλη μια φορά, να βεβαιώνεσαι να σιγουρεύεις την πεποίθησή σου πόσο και πόσους καλούς ηθοποιούς έχουμε -ειδικά γυναικείου φύλου.
Είδα την κορυφαία Στεφανία Γουλιώτη μαζί μ’ άλλον έναν πολύ καλό, της νεότερης γενιάς, τον Αργύρη Πανταζάρα, λίγες μέρες αφού τους απόλαυσα ή πριν τους απολαύσω, την Στεφανία Γουλιώτη -για δεύτερη φορά- στον «Θεό της σφαγής», τον Αργύρη Πανταζάρα στο «1984», να κάνουν, στο ευλογημένο θέατρο «Οδού Κυκλάδων/Λευτέρης Βογιατζής», το «Amors», μια σύνθεση σονέτων του Σέξπιρ και θραυσμάτων από έργα του, που οι ίδιοι δημιούργησαν, με σύμβουλους δραματουργίας και δάσκαλους στην κίνηση τους εξαιρετικούς «RootlessRoot» Λίντα Καπετανέα και Γιόζεφ Φρούτσεκ, και τους φχαριστήθηκα: να γεύονται τον σεξπιρικό λόγο και να μας τον προσφέρουν μέσα από ένα περίτεχνο σχήμα (Φωτογραφία: Νίκος Πανταζάρας).
Είδα και την Αγγελική Παπαθεμελή, άλλη σπουδαία μονάδα του θεάτρου μας -μια ηθοποιό που πεισματικά παραμένει «αφανής» ενώ έχει τα φόντα για να εκτοξευτεί-, λίγες μέρες μετά το «Θέλετε να χορέψομε Μαρία;» της Μέλπως Αξιώτη, που παρουσιάστηκε, επίσης, στο «Κυκλάδων/Λευτέρης Βογιατζής» κι όπου έπαιζε, και στο «Και θα σφάξουμε το κουνέλι. Η ζωή είναι ωραία. Η ζωή είναι καλή. Θα σφάξουμε το κουνέλι». Στο «Bios», αυτή τη φορά, όπου επαναλαμβάνεται. Πλάι στην καλή Σοφία Κορώνη. Μια παράσταση-σύνθεση των δυο τους οι οποίες υπογράφουν και τη σκηνοθεσία, απ’ την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» και το «Μέσα απ’ τον καθρέφτη» του Λούις Κάρολ και «Τα κύματα» της Βιρτζίνια Γουλφ. Την παράσταση κάπως θολή τη βρήκα αλλά… Τι ηθοποιός η Αγγελική Παπαθεμελή! Αποχρώσεις, βαθύτατη ευαισθησία, εσωτερικότητα, δύναμη, αυτή η τόσο εκφραστική αναγεννησιακή φάτσα… (Φωτογραφία: Βασίλης Γεροντάκος).
Δε λέω, έχει ενδιαφέροντα στοιχεία ο «Δον Ζουάν» του Μιχαήλ Μαρμαρινού που παίζεται στην «Στέγη», έχει, ανάμεσα σε μερικά προκλητικά και εκ προθέσεως, προφανώς, «λάθη» της διανομής, μερικούς καλούς έως πολύ καλούς ηθοποιούς -που δεν πιστεύω ότι τους αξιοποίησε όσο θα μπορούσε-, με πρώτους τη τάξει τον Χάρη Φραγκούλη και τον Γιάννο Περλέγκα, έχει τόνους χαμηλούς, εσωτερικούς -δεν είναι φωνακλάδικος-, έχει, διά χειρός της Εύας Νάθενα, δυο υπέροχα κοστούμια -του Δον Ζουάν και του Σγαναρέλ, στη μεταμφίεσή τους, όπου το κοστούμι μπορεί να παρωδεί αλλά είναι και αισθητικά μαγευτικό- αλλά, εμένα, η παράσταση άδειο μ’ άφησε. Ειδικά το δεύτερο μέρος, με τις συνεχείς επαναλήψεις και τις προσθήκες, μ’ εξόντωσε.
Αυτή η μεταμοντερνιά πολύ δύσκολα με πείθει -«εγώ φταίω;», «η ηλικία είναι;» θ’ αναρωτιέμαι πάντα... Την τελική εντύπωσή μου τη συνόψισε η εκ της πιάτσας αντληθείσα παροιμία -έκφραση;- κι ως προσθήκη χρησιμοποιούμενη στην παράσταση, δια στόματος Σγαναρέλ, «η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς»… Ναι. Ούτε γιαρμάς. Ή, εν πάση περιπτώσει, ούτε κάτι το κάπως χυμώδες, βρε αδερφέ (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).
Δεν πρόλαβα, δυστυχώς, να γράψω έγκαιρα για τον «Λόενγκριν» της Λυρικής στο Μέγαρο Μουσικής. Δεν είναι πολλές στη ζωή μου οι παραστάσεις όπερας που μ’ έχουν καθηλώσει: αυτός ο βαγκνερικός «Λόενγκριν», ανάμεσά τους -«προερχόμενος», όπως αναφέρεται στο (πάντα εξαιρετικό) πρόγραμμα της παράστασης, απ’ την Εθνική Όπερα της Ουαλίας και το «Τεάτρ Βιέλκι»/Εθνική Όπερα της Βαρσοβίας. Χάρη, βασικά, στο σκηνοθέτη.
Ο Βρετανός Άντονι ΜακΝτόναλντ -πάει και τελείωσε- ξέρει να σκηνοθετεί όπερα. Χωρίς να ρίχνει στη σκηνή ό,τι κατεβάσει η κούτρα του για να πρωτοτυπήσει. Έχοντας σχεδιάσει και τα επιβλητικά σκηνικά -εξαίσια, μα εξαίσια φωτισμένα απ’ την συμπατριώτισσά του Λούσι Κάρτερ- και τα κοστούμια με τα γαιώδη χρώματα -που, εκτός ορισμένων, μου άρεσα πολύ, ειδικά των γυναικών-, ο ΜακΝτόναλντ με καθήλωσε με την παράστασή του. Η είσοδος του Λόενγκριν μέσα σε βάρκα με ακρόπρωρο χορευτή-κύκνο -μια τεράστια, υπέροχη λευκή φτερούγα περασμένη στο χέρι του ήταν αρκετή- συγκλονιστική -ακόμα τη σκέφτομαι κι ανατριχιάζω. Και μια κίνηση -σοφά!- μελετημένη απ’ τον γάλο χορογράφο Φιλίπ Ζιροντό -δε νομίζω πως έχω ποτέ δει καλύτερη κίνηση χορωδίας, ακόμα κι όταν καθόταν, με μικρές μετατοπίσεις, με σηκώματα απ’ τους πάγκους, βάζοντας και βγάζοντας τα πηλίκια… Ενθουσιάστηκα!
Κι αν η φωνή με την κατάχρηση βιμπράτο της Σλοβάκας σοπράνο Γιολάνα Φογκάσοβα -που, πάντως, εμφανισιακά/υποκριτικά ήταν πειστική Έλζα- μ’ απογοήτευσε, υπήρχαν οι δικοί μας βαρύτονοι
Δημήτρης Πλατανιάς και Διονύσης Σούρμπης κι ο μπάσος Τάσος Αποστόλου που με ικανοποίησαν απόλυτα. Και υπήρχαν επί σκηνής και δυο καλλιτέχνες που με σημάδεψαν.
Η σουηδέζα μέτζο Μαρτίνα Ντίκε, πανύψηλη, μαυροντυμένη, με εντυπωσιακή «γοτθική» κόμμωση, με μια εκπληκτική μάσκα υπεροψίας και μοχθηρίας, μ’ ένα στραβό χαμόγελο κολλημένο στο στόμα -παρουσία αποστομωτική- και με μια μεγάλη φωνή, έκανε μια συνταρακτική Όρτρουντ. Με μέτρο και κύρος, με μέγεθος, με υψηλή υποκριτική, σπάνια συναντώμενη στην όπερα. Η σκηνή της στη δεύτερη πράξη, όταν απεκδύεται το μακρύ, μαύρο παλτό της, μένει με το κόκκινο φόρεμα κι αφήνει να λυθεί μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά της, για να γίνει «προσιτή» και να πουλήσει, υποκριτικά, φιλία στην Έλζα, μοναδική.
Θέλω να τελειώσω με τον Λόενγκριν του βρετανού τενόρου Πίτερ Ουέντ: κατάξανθος, με κοντοκομμένα μαλλιά, σχεδόν λευκά, με κατάλευκο δέρμα κι ανοιχτόχρωμα μάτια, έμοιαζε, ξυπόλυτος, με το μακρύ, σκούρο μπλε παλτό/ρεντιγκότα του και, κατόπιν, όταν το ’βγαλε, στα λευκά, με τη μακριά πουκαμίσα του, να ’ρχεται κατευθείαν απ’ το Μονσαλβάτ και τους Ιππότες του Γκράαλ -του Άγιου Δισκοπότηρου. Έξοχη, βαγκνερική φωνή κι όχι απλώς εξαιρετική υποκριτική -Η πνευματικότητα, Η απόλυτη συγκέντρωση, Η ενσωμάτωση στο ρόλο, Η Ταύτιση. Σπουδαίος! Δε θα τον ξεχάσω.
Μια εμπειρία που θα τη θυμάμαι. Κι ας μην έφτασε η Ορχήστρα της Λυρικής -που ήταν, πάντως, αποδοτικότατη, υπό τον Μύρωνα Μιχαηλίδη- το επίτευγμά της στο προπέρσινο «Τριστάνος και Ιζόλδη» (Φωτογραφίες: Βασίλης Μακρής).
Επιμένει το Μέγαρο Μουσικής να μην υποτιτλίζει στα ελληνικά τις ζωντανές μεταδόσεις του «National Theatre Live» -το «Αμαντέους» του Πίτερ Σάφερ ήταν το τελευταίο κρούσμα. Έργο που ’χει ανεβεί δυο φορές στην ελληνική σκηνή, δυο φορές έχει, ήδη, μεταφραστεί -απ’ την Μιμή Ντενίση κι απ’ τον Αλέξανδρο Κοέν- κι η μετάφραση της Μιμής Ντενίση έχει, μάλιστα, εκδοθεί.
Δε βλέπουν, όμως, ότι ο κόσμος λιγοστεύει; Τους ενδιαφέρουν μόνον οι μαθητές των αγγλικών σχολείων και ινστιτούτων κι οι φοιτητές της αγγλικής φιλολογίας;
Επισκέφθηκε κι η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου το κτίριο του «Acropole Palace» -που αποκαθίσταται, κι αποκαθίσταται χρόνια τώρα και που όλο και δηλώνουν πως κατιτί θα το κάνουν αλλά δε βλέπω να το κάνουν. «Ενημερώθηκε» η υπουργός, διαβάζω στο σχετικό δελτίο Τύπου, «για την πορεία του έργου και εξέφρασε την ικανοποίηση της για την εξέλιξη των έργων αποκατάστασης του ιστορικού αυτού κτιρίου». Ακολουθώντας μια μακρά παράδοση των προκατόχων της υπουργών Πολιτισμού -κάτι σαν έθιμο πια- να επισκέπτονται το κτίριο και να κάνουν, μετά, δηλώσεις αλλά το κτίριο να μην ανοίγει με τίποτα.
Πώς γίνεται με τα εγκαίνια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης; Πώς γίνεται με τη λειτουργία της ταχείας -σε τρεισήμισι ώρες…- σιδηροδρομικής γραμμής Αθήνας-Θεσσαλονίκης της ΤΡΑΙΝΟΣΕ; Έτσι! Σταθερές αξίες…
Τότε. Βαρύς χειμώνας 1979/1980 -πολλά χιόνια, πολύ κρύο. Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή και Νέας Δημοκρατίας. Στον Τύρναβο. Στρατόπεδο Μηχανικού. Φαντάρος ΠΧ («Περιορισμένης Χρήσεως», έτσι ήταν τότε ο χαρακτηρισμός -και μη σκεφτείτε τίποτα ηρωικό…- στη λίστα του 2ου Γραφείου) -λοχαγός Θωμάς Σοφολόγης.
«Θεσσαλικό Θέατρο». «Κάτι τρέχει στα γύφτικα». Όταν στην πρωινή αναφορά διαβάζουν ανακοίνωση ότι απαγορεύεται να παρακολουθήσουμε την παράσταση. Που τη φέρνουν στον Τύρναβο -στο σινεμά. Μόνο πουτίγκα, στην πλατεία, μπορούμε. Η έξοδος στην Λάρισα απαγορεύεται επί ποινή -έχει και στρατονομία. Εγώ θα κατέβω, όμως, πεισματικά, στην Λάρισα -στα μουλωχτά, γωνιά-γωνιά. Και θα πάω εκεί, στο θέατρο του «Ωδείου», να τη δω την παράσταση -Κυριακή, απογευματινή. Εκεί είναι όλοι -Βαγενά, Ελένη Γερασιμίδου, Κοντογιαννίδης… Κι ο Λαζόπουλος. Που ’χει γράψει κείμενα -τα πρώτα του;- αλλά, εκτός διανομής, είναι και στη σκηνή, στο μπούγιο, έχει ήδη «ξεμυαλιστεί». Εγώ τους ξέρω -μόνο τον Λαζόπουλο δεν ήξερα ακόμα, τότε-, εκείνοι όχι. Αναπηδώ ρυθμικά στο κάθισμα. Με τις μουσικές. Και φοράω -πρέπει, βλέπετε, να φοράω- στολή. «Στολή εξόδου». Και «εκτίθεμαι». Και μετά να γυρίσω στο στρατόπεδο με ωτοστόπ -δεν έχει πια λεωφορείο, το τελευταίο είναι στις οχτώμισι- που επίσης απαγορεύεται -όλα απαγορεύονται... Ο νταλικέρης που σταματάει έχει στο κασετόφωνο Μοσχολιού -«Πεφτ’ η Μαδρίτη».
«Θεσσαλικό Θέατρο». «Κάτι τρέχει στα γύφτικα». Όταν στην πρωινή αναφορά διαβάζουν ανακοίνωση ότι απαγορεύεται να παρακολουθήσουμε την παράσταση. Που τη φέρνουν στον Τύρναβο -στο σινεμά. Μόνο πουτίγκα, στην πλατεία, μπορούμε. Η έξοδος στην Λάρισα απαγορεύεται επί ποινή -έχει και στρατονομία. Εγώ θα κατέβω, όμως, πεισματικά, στην Λάρισα -στα μουλωχτά, γωνιά-γωνιά. Και θα πάω εκεί, στο θέατρο του «Ωδείου», να τη δω την παράσταση -Κυριακή, απογευματινή. Εκεί είναι όλοι -Βαγενά, Ελένη Γερασιμίδου, Κοντογιαννίδης… Κι ο Λαζόπουλος. Που ’χει γράψει κείμενα -τα πρώτα του;- αλλά, εκτός διανομής, είναι και στη σκηνή, στο μπούγιο, έχει ήδη «ξεμυαλιστεί». Εγώ τους ξέρω -μόνο τον Λαζόπουλο δεν ήξερα ακόμα, τότε-, εκείνοι όχι. Αναπηδώ ρυθμικά στο κάθισμα. Με τις μουσικές. Και φοράω -πρέπει, βλέπετε, να φοράω- στολή. «Στολή εξόδου». Και «εκτίθεμαι». Και μετά να γυρίσω στο στρατόπεδο με ωτοστόπ -δεν έχει πια λεωφορείο, το τελευταίο είναι στις οχτώμισι- που επίσης απαγορεύεται -όλα απαγορεύονται... Ο νταλικέρης που σταματάει έχει στο κασετόφωνο Μοσχολιού -«Πεφτ’ η Μαδρίτη».
Αφιερωμένο, σήμερα, το «Τέταρτο Κουδούνι» στη μνήμη -στις 7 Φεβρουαρίου μάς έφυγε- του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Που μ’ έκανε να αναπηδώ με τις μουσικές του -δικές του ήταν. Και να «εκτίθεμαι». Τότε, στα δύσκολα. Καληνύχτα.
No comments:
Post a Comment