February 16, 2017

Στο μικροσκόπιο: Η ΕΛΑΣ κι ο μισοφαγωμένος μπακλαβάς


Το Τέταρτο Κουδούνι / 16 Φεβρουαρίου 2017 



Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούν όταν λένε ότι ο Ανγκ Λι -ο εξαίρετος, ο συναρπαστικός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, που δε νομίζω, πάντως, πως έχει ξανασκηνοθετήσει θέατρο και που δεν ξέρει ελληνικά, σκηνοθέτησε την Πέμη Ζούνη στο μονόλογο του Άκη Δήμου «…και Ιουλιέτα» πέφτοντας ως κομήτης στο ελληνικό θεατρικό στερέωμα. Εξωφρενικό μου φάνηκε απ’ την πρώτη στιγμή που τ’ άκουσα -τι γυρεύει ένας Υδραίος στην Λάρισα; Πόσο μάλλον που κανείς δεν τον είδε στα πέριξ…
Και δεν ξέρω σε τι χρησίμευε αυτό το σχέδιο «3D live theater» για την παράσταση, με τα σκηνικά α λα Ραπουνζέλ και τα επ’ αυτών -εντυπωσιακά, δεν αντιλέγω- βίντεο που καταπλάκωσαν, όμως, ένα ευαίσθητο κείμενο το οποίο καμιά ανάγκη δεν τα ’χε.
Εκείνο που ξέρω είναι ότι η Πέμη Ζούνη -που τα οργάνωσε ολ’ αυτά με υψηλές φιλοδοξίες- βγαίνει στη σκηνή, στο Ίδρυμα «Κακογιάννης», φορώντας ένα υπέροχο κοστούμι της Λουκίας, κι ερμηνεύει με κύρος, σε γερή επαφή με το λόγο, με βαθιά ευαισθησία, με συγκίνηση, εκ βαθέων αυτόν το μονόλογο -το πρώτο έργο του Άκη Δήμου που χει παιχτεί.
Και που, βλέποντάς το, 16 χρόνια μετά απ’ το πρώτο εκείνο ανέβασμα της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης», με την Λυδία Φωτοπούλου -αξέχαστη-, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζηβανού, που μ είχε ενθουσιάσει, συνεχίζω να πιστεύω πως είναι το καλύτερο κείμενο που ο Άκης Δήμου έχει γράψει. Μια ερμηνεία σημαντική που νομίζω πως κανέναν Ανγκ Λι και κανένα εφέ δε χρειαζόταν. Αλλά περί ορέξεως…





«Ο δράστης άφησε ίχνη. Τρία αποτσίγαρα και ένας μισοφαγωμένος μπακλαβάς στο μικροσκόπιο της ΕΛΑΣ»: από πρωτοσέλιδο τίτλο νεοκδοθείσης εφημερίδος με «αληθινές ειδήσεις».
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Άκουγα -γι άλλη μια φορά, δεν ειν’ η πρώτη, συνηθίζεται τελευταία- στον «Δον Ζουάν» του Μιχαήλ Μαρμαρινού, στην «Στέγη», να «παίζονται» -ν’ ακούγονται από στόματος ηθοποιών, επί σκηνής- όχι μόνο το κείμενο αλλά κι οι σκηνικές οδηγίες. Κι, επιπλέον, ο κάθε «ήρωας», πριν απ’ την ατάκα του, να εκφωνεί και τ’ όνομά του -του εκφωνούντος: «Δον Ζουάν», «Σγαναρέλ», «Δον Ζουάν», «Σγαναρέλ», «Δον Ζουάν», «Ελβίρα», «Δον Ζουάν», «Ελβίρα», «Δον Λουί», «Δον Ζουάν», «Δον Λουί», «Δον Ζουάν» κ.ο.κ -ε, μ’ αυτά και μ’ αυτά είναι που φτάνει η διάρκεια, με το διάλειμμα, τις τρεις ώρες…- κι αναρωτιόμουνα: μήπως οι σκηνοθέτες του μεταδραματικού δεν έχουν καταλάβει ότι στο τυπωμένο κείμενο ο συγγραφέας αυτά τα ’χει βάλει για να ξεχωρίζουν οι ατάκες -ποιος λέει ποια; Και για να κατευθύνεται η δράση; Και μήπως νομίζουν πως πρέπει να τα λένε όλα τα τυπωμένα οι ηθοποιοί;
Εντάξει, τα ’κανε κι ο Μπρεχτ αυτά. Για να πετύχει την αποστασιοποίηση -να βγάλει τους ηθοποιούς απ’ το συναίσθημα και την ψυχολογία και, κατά συνέπεια, εμάς, τους θεατές, όπως πίστευε, απ’ τη συμμετοχή και τη συγκίνηση -που καθόλου δεν τα ’θελε κι αυτός. Αλλά στις πρόβες το ’κανε, παιδιά. Στις πρόβες. Όχι στην παράσταση. Στην παράσταση κουράζει αυτό, κουράζει.



Δύσκαμπτο, δύσπεπτο έργο ο «Καλιγούλας» του Καμί. Φιλοσοφικός στοχασμός που δυσκολεύεται, αρνείται να γίνει έργο θεατρικό -είναι, άλλωστε, πρωτόλειό του, το ’38 το ’γραψε. Πόρρω απέχει απ’ τα θεατρικότατα «Η παρεξήγηση», «Οι δίκαιοι»…
Αλλά κι οι τέσσερις, μέχρι τώρα, παραστάσεις του στην Ελλάδα -του Τηλέμαχου Μουδατσάκι, το 1977/1978, στην, τότε, «Νέα Σκηνή» του Εθνικού, με Καλιγούλα τον Κώστα Καστανά, της Μόνας Κιτσοπούλου το 1997/1998, στην «Παράθλαση» της Θεσσαλονίκης με τον Γιώργο Γκασνάκη, του Θανάση Σαράντου -παραγωγή της ομάδας του «Ηθικόν Ακμαιότατον»-, στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου», με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, τη σεζόν 1999/2000- και του Γιώργου Σαχίνη, το 2006/2007, επίσης για την «Νέα Σκηνή» του Εθνικού, αλλά στο «Χώρα», με τον Γιωργή Τσαμπουράκη, που τις έχω και τις τέσσερις δει καθόλου δε μ’ είχαν βοηθήσει ν’ αλλάξω τη γνώμη μου -το αντίθετο...
Το πέμπτο ελληνικό ανέβασμα του έργου -στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά -απ την Αλίκη Δανέζη Knutsen- έχει προτερήματα: τη διαυγή, εξαιρετική μετάφραση της Φρανσουάζ Αρβανίτη, μια πολύ ενδιαφέρουσα αισθητική, τα σκηνικά του Πάρι Μέξη -έξοχη, καίρια για τα νοήματα του «Καλιγούλα» η ιδέα με τα κάτοπτρα και τους διασταυρούμενους διαδρόμους-πατάρια-, συναρπαστικά φωτισμένα απ’ τον Αλέκο Γιάνναρο, ο Blaine Reininger δίνει με τις μουσικές του, που τις παίζει ζωντανά, με σαφήνεια το στίγμα του έργου, ο Γιάννης Στάνκογλου, ως Καλιγούλας, κάνει, νομίζω, τον καλύτερο, μέχρι τώρα, ρόλο του, η Θεοδώρα Τζήμου είναι -γι άλλη μια φορά- μια πλήρης, ολοκληρωμένη ηθοποιός επί σκηνής… Aλλά η σκηνοθεσία κάπου βρίσκει τους σωστούς τόνους κι έχει πολύ καλές στιγμές, κάπου τους χάνει, χάνει και τους ρυθμούς και, τελικά, κατά τη γνώμη μου, δεν το απογειώνει το έργο, συντελούσης και της ανομοιογενούς λοιπής διανομής. Κι αυτή τη φορά, δυστυχώς, ο «Καλιγούλας» του Καμί δε μ’ έπεισε ότι αξίζει ν’ ανεβαίνει.


Παράπονα μου ’καναν απ’ το Μέγαρο σχετικά με τα σχόλια τα οποία επανειλημμένα -στις 15 και 25 Δεκεμβρίου και στις 9 Φεβρουαρίου- έγραψα στο «Τέταρτο Κουδούνι», μετά από παράπονα αναγνωστών, για τους (μη) υποτιτλισμούς των παραστάσεων του «National Theatre Live» που μεταδίδονται εκεί. Και με παρέπεμψαν -για «να μου εξηγήσει»- στην υπεύθυνη κ. Ειρήνη Ανδρεάδη. Η οποία μου εξήγησε, λοιπόν, ότι σίγουρα το θέμα δεν είναι οικονομικό αλλά ότι  τα πρωτότυπα κείμενα των παραστάσεων στέλνονται απ’ τους οργανωτές τόσο καθυστερημένα ώστε να μην αρκεί ο χρόνος για υπότιτλους βασισμένους σε δόκιμη μετάφραση, έστω κι αν υπάρχει ήδη, κι όχι για εκ των ενόντων λύσεις. Διότι οι σκηνοθέτες κάνουν πολλές επεμβάσεις στο κείμενο και μεταθέσεις σκηνών. Αντείπα πως οι απευθείας μεταδόσεις δε γίνονται τη μέρα της πρεμιέρας αλλά αρκετές μέρες μετά, οπότε το κείμενο της παράστασης θα πρέπει να ’χει παγιωθεί. Μου απάντησε η κ. Ανδρεάδη πως οι σκηνοθέτες κάνουν αλλαγές και μετά την πρεμιέρα.
Η απόφαση είναι να γίνεται -με υπεράνθρωπες προσπάθειες- υποτιτλισμός μόνο στα σεξπιρικά έργα που, όντως, τα αγγλικά τους είναι τα πιο δύσκολα για να τα κατανοήσει ο έλληνας θεατής -όπως φέτος έγινε στον «Άμλετ» με τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς.

Το έσχατο επιχείρημά μου ήταν γιατί οι παραστάσεις να μη μεταδίδονται μαγνητοσκοπημένες αργότερα κι όχι ζωντανές, ώστε να προλαβαίνουν να τις υποτιτλίζουν άνετα, όπως μου είπαν ότι κάνουν στην Λεμεσό της Κύπρου. Το δικό της επιχείρημα ήταν πως όσες φορές έγινε αυτό, γιατί το Μέγαρο δεν είχε αίθουσα ελεύθερη τη μέρα της ζωντανής μετάδοσης, υπήρχαν διαμαρτυρίες θεατών γιατί δεν ήταν live.
Τι να πω; Εμείς οι θεατές με τίποτα δεν είμαστε ευχαριστημένοι… Μήπως, όμως, κάπου υπάρχει κάποια λύση. Γιατί ξέρω πολύ καλά -από πρώτο χέρι- πως με την πολιτική αυτή χάνονται θεατές. 




Κάτι καλύτερο, κάτι περισσότερο περίμενα απ’ τον Στίβεν Μπέρκοφ και το ουάν μαν σόου-του «Shakespeare’s Villains» που είδα στο Μέγαρο Μουσικής. Και που το ’χε παρουσιάσει -ας μην το ξεχνάμε…- πριν επτά, περίπου, χρόνια στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Πέρα από τα Όρια» -δεν το ’χα δει τότε. Με δυσκαμψίες στην κίνηση, με ανάσες που δεν του ’φταναν, με πολλά περίσσια κιλά συγκεντρωμένα σε τεράστιο «σωσίβιο» γύρω απ’ τη μέση του, ο 80χρονος θορυβοποιός του βρετανικού θεάτρου περισσότερο μια διάλεξη έδωσε -με χιούμορ ομολογουμένως, εν είδει σταντ απ κωμωδίας-, ψιλοπαρωδώντας τον Ριχάρδο τον Γ΄, τον Μακμπέθ, τον Ιάγο, τον Άμλετ, τον Κοριολανό, τον Όμπερον…, με αναφορές στο σήμερα από Κλίντον μέχρι Τραμπ, με εμπαθείς ειρωνείες για συναδέλφους του όπως ο Ίαν ΜακΚέλεν κι ο Aλ Πατσίνο… Πέραν αυτού -κατ’ εμέ-, ουδέν. Πάντως χειροκροτήθηκε αρκετά θερμά.



Επίτευγμα: να κουμαντάρουν την καθαρεύουσα στην οποία θέλησε να γράψει -με εντυπωσιακή δεξιοτεχνία στη χρήση της γλώσσας, μιας γλώσσας σε αχρησία πια- το διήγημά της «Εις ελευθερίαν», όπως κι όλα της ομώνυμης συλλογής της (Εκδόσεις «Εστία», 2015), η Ελεωνόρα Σταθοπούλου, οι τρεις καλοί ηθοποιοί -Τάνια Παλαιολόγου, Λάμπρος Παπαγεωργίου και Γιώργος Σταυριανός- που το «αφηγούνται», διδαγμένοι απ’ την Μαρία Αιγινίτου. Η οποία υπογράφει τη διασκευή και τη σκηνοθεσία στην ομότιτλη παράσταση -παίζεται στο «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων» της Κυψέλης.



Στον ίδιο χώρο είδα και τις «Πηνελόπες». Η παράσταση -σε σκηνοθεσία Αφροδίτης Μητσοπούλου-, με τέσσερις επαγγελματίες ηθοποιούς, πέντε ερασιτέχνιδες, μέλη της Χορωδίας Εξαρχείων -ικανότατες κι οι εννιά-, και μ’ έναν μουσικό επί σκηνής, βασισμένη σε συνεντεύξεις μεταναστριών απ’ την Γεωργία που η εργασία τους είναι να περιποιούνται ηλικιωμένους και γυναικών προσφύγων απ’ την Συρία, δεμένη με αποσπάσματα, στο πρώτο μέρος της «Ιλιάδας», στο δεύτερο των «Τρωάδων», εξαιρετικά συντονισμένη και κινημένη και τραγουδημένη, με άγγιξε. Κι ας έχει το θέμα της πολυχρησιμοποιηθεί. Κι ας ήθελε ένα πιο προσεκτικό δραματουργικό δέσιμο.



Θυμήθηκα και πάλι την Ηθοποιό Λήδα Πρωτοψάλτη. Και, στις δυνατές σκηνές που δε λείπουν, το Μέγεθός της. Στο έργο με θέμα τους πρόσφυγες -και πάλι, άλλο ένα- των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη «Το ψωμί της Νινευί» που παίζεται στο μεγαλόπρεπο φουαγιέ του πρώτου ορόφου, στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά και με τον Σταύρο Ζαλμά πλάι της.



Αυτή τη στιγμή επαπειλείται εμφύλιος: οι ΝαιστουσGuzziδες δώθε, οι ΟχιστουσGuzziδες κείθε. Με εφ’ όπλου λόγχη. Σείεται το facebook. Εκ θεμελίων. Γιατί δεν κάνουμε δημοψήφισμα μήπως και τον αποφύγουμε τον εμφύλιο; Το προηγούμενο, ως, τελικά, απεδείχθη, δεν ήταν σοβαρότερο.
Κι εγώ, ανάμεσα, να τρέμω στη μοναξιά του Δεν Ξέρω/Δεν Απαντώ. Δεν εξέφρασα γνώμη! Νομίζω πως είμαι ο μόνος. Θα με ξεκοιλιάσουν με κονσερβοκούτια όλοι μαζί… 
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

 


Και, μέσα στο χαμό, ιδού κι η Νέα Δημοκρατία να παίρνει θέση -σιγά μη και δεν έπαιρνε...: «Υπάρχουν μνημεία αδιαπραγμάτευτα, εκτός συναλλαγής, όπως υπάρχουν δεκάδες άλλα μνημεία ή χώροι στην Αθήνα αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, που μπορούν, πάντα με κανόνες, να αξιοποιηθούν για την ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς» έφα η Τομεάρχης Πολιτισμού και Αθλητισμού της Νέας Δημοκρατίας κ. Όλγα Κεφαλογιάννη -κεφάλαιο στο χώρο του Πολιτισμού (και του Αθλητισμού)... «Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού όφειλε να έχει εξετάσει το θέμα σε πρώτο στάδιο, πριν (σ.σ. πριν;) αυτό φτάσει να συζητηθεί στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Να έχει προτείνει εναλλακτικές και να έχει δείξει ότι αντιλαμβάνεται το μέγεθος της δημοσιότητας που θα προκύψει. Οφείλει, επίσης, έστω και τώρα, να προχωρήσει σε μια συγκροτημένη πολιτική διαχείρισης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, μακριά από παρωχημένες αντιλήψεις και φοβικές ιδεοληψίες».
Αυτή, ακριβώς, στην οποία θα προχωρήσει -υποθέτω- η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, όταν, συν Θεώ, έρθει εν τη βασιλεία της.
Είπαμε: όλος ο κόσμος, μια σκηνή… (Εδώ πρόκειται πια περί σκηνής φαρσοκωμωδίας…).

1 comment:

  1. Περί Πέμης Ζούνη και Άνγκ Λι: http://www.thetoc.gr/politismos/article/otan-i-pemi-zouni-den-sunantise-ton-angk-li

    ReplyDelete