Το Τέταρτο Κουδούνι / 2 Φεβρουαρίου 2017
(Για περιορισμένο αριθμό αναγνώσεων, κατά το καθιερωμένο πια «για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων», έτσι, για να σας κεντρίσω…).
Την Πηγή Δημητρακοπούλου την εκτιμώ πολύ. Για τη δουλειά που ’χει κάνει στην τηλεόραση -με αποκορύφωμα «Το 10», πάνω στο μυθιστόρημα του Καραγάτση- και για τις δυο παραστάσεις της που ’χω δει στο θέατρο -τον «Επαγγελματία» του Κοβάσεβιτς στο «Αγγέλων Βήμα» και τους «Εκτελεστές» του Σκούρτη στο «Cartel». Την περσινή της «Ισορροπία του Nash», στην «Πειραματική Σκηνή» του Εθνικού, που άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, δεν πρόλαβα να τη δω -την κατέβασαν άναυλα. Πρόλαβα να δω και να διαβάσω μόνο κάτι απόβλητα απ’ τον οχετό που ξεχύθηκε κατά πάνω της -πάνω σ’ έναν άνθρωπο με σπάνιο Ήθος, με Αξιοπρέπεια και με μοναδική συνέπεια στη ζωή του.
Η Πηγή Δημητρακοπούλου επανήλθε φέτος στο θέατρο: «Lebensraum» του Θανάση Τριαρίδη στο «Faust». Ένα ενδιαφέρον έργο που, ήδη, είχα δει πέρσι στο «Θησείον».
(Θα επαναλάβω εδώ, σε παρένθεση: πόσο τυχερός ο Τριαρίδης! Όσα έργα του -όλα ενδιαφέροντα, κατά τη γνώμη μου- έχουν ανεβεί, έχουν λίγο πολύ ευτυχήσει -φέτος και το «Lacrimosa ή Το απέπρωτο» που παίχτηκε, στο «Θησείον» επίσης, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γιαμλόγλου με τους ταλαντούχους νέους Μάρθα Λαμπίρη-Φεντορόφ και Μιχαήλ Ταμπακάκη).
Πολύ πετυχημένη, λοιπόν, η περσινή παράσταση του «Lebensraum» απ’ την Έλενα Σωκράτους, με Κωστή Καλλιβρετάκη και Κωνσταντίνο Γεράκη, εξαιρετική, όμως, κι η φετινή. Η Πηγή Δημητρακοπούλου, με σταθερό χέρι κι εξαίρετη αίσθηση του ρυθμού, έχει εισπνεύσει άριστα τις ανάσες του έργου. Κι έχει οδηγήσει σωστά τους δυο ηθοποιούς της: τον -καλό κι έμπειρο- Σήφη Πολυζωίδη και τον «ερασιτέχνη» -εδώ κι η έκπληξη της παράστασης- Πάνο Ζουρνατζίδη.
Καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο μετά από ένα ατύχημα που είχε πριν από κάποια χρόνια αλλά σπινθηροβόλος, γοητευτικός, με μια ευφυή υποκριτική, με χιούμορ, με δουλεμένη τη λεπτομέρεια, υπαινικτικός, ο Πάνος Ζουρνατζίδης πετάει. Ναι! Πετάει καθηλωμένος σε αμαξίδιο! Και να σημειώσετε πως, σύμφωνα με το νόμο 370 του ’83, οι δραματικές σχολές στην Ελλάδα δεν μπορούν να τον δεχτούν για να σπουδάσει ηθοποιός. Διότι απαγορεύεται να δέχονται άτομα μη αρτιμελή...
Ο Πάνος Ζουρνατζίδης δεν έχει ΚΑΜΙΑ ανάγκη, βέβαια, την οποιαδήποτε δραματική σχολή. Διότι είναι υποκριτικά αρτιμελής -πόσους υποκριτικά αρτιμελείς ηθοποιούς έχουμε;..., έχει άλλωστε σπουδάσει θεατρολογία. Αλλά τον αγώνα του εναντίον του ρατσιστικού αυτού νόμου δεν τον σταματάει. Και μπράβο του! (Φωτογραφίες: (πρώτη) Γιάννης Ζαφείρης, (τρίτη) Άγγελος Καλοδούκας).
Για το θεατρικό έργο «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;», που παρουσιάζεται στην «Σφενδόνη», δεν ξέρω από πού ακριβώς κρατάει η σκούφια του -λίγο μπερδεμένα αυτά που διάβασα. Εγώ την ταινία του Ρόμπερτ Όλντριτς, με Μπέτι Ντέιβις και Τζόαν Κρόφορντ, ήξερα -ένα πετυχημένο θρίλερ με δυο θεατρίνες εντυπωσιακές. Αυτό που παίζεται εδώ «βασισμένο στη
νουβέλα και το θεατρικό έργο του Χένρι Φάρελ» καθώς διάβασα στο πρόγραμμα, ε, δεν είναι και θεατρικό αριστούργημα. Αλλά η παράσταση του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη είναι καλή -κι ας ξεπατικώνει την ταινία: πολύ καλά οργανωμένη, άψογη τεχνικά -και δεν ήταν εύκολο-, με σωστούς ρυθμούς και -ναι, δύσκολο αυτό στο θέατρο να γίνει πειστικό, ειδικά σήμερα -με σασπένς.
Η Ρούλα Πατεράκη -στον ιδιαίτερα αβανταδόρικο ομώνυμο ρόλο- κι η Ρένη Πιττακή -συγκλονιστική στο φινάλε- είναι, βέβαια, η εγγύηση, η σιγουριά της παράστασης.
Αλλά εκεί που θα σταθώ και θα την εκτιμήσω περισσότερο είναι η δουλειά που ο σκηνοθέτης έκανε με τους τρεις ηθοποιούς στους δεύτερους ρόλους: εξαιρετικοί και οι τρεις. Την Πηνελόπη Μαρκοπούλου -σε δυο ρόλους εδώ- την ξέρω, βέβαια, και την εκτιμώ από χρόνια. Την Στέλλα Γκίκα την ανακάλυψα τελευταία -και γι άλλη μια φορά θαύμασα το σκηνικό της κύρος.
Τον Αλέξιο Διαμαντή δεν τον ήξερα καθόλου και πολύ μου άρεσε πώς αντιμετώπισε αυτόν τον πιανίστα που προσπαθεί, για ρόλους
βιοπορισμού, να πάει με τα νερά του τρελαμένου, επικίνδυνου πρώην παιδιού-θαύματος -της Μπέιμπι Τζέιν (Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης).
Τη θεωρώ -δηλαδή είναι, δεν πρόκειται μόνο για δική μου άποψη- μια απ’ τις καλύτερες ηθοποιούς που διαθέτει το ελληνικό θέατρο. Απ’ τις εντελώς εξαιρετικές. Την Μάνια Παπαδημητρίου. Και δε μιλώ μόνο σε σχέση με τη γενιά της. Κάθε φορά που τη βλέπω στη σκηνή -και τη βλέπω απ’ την αρχή-αρχή, απ’ το ’82, όταν την έβγαλε ο Γιώργος Λαζάνης, τριτοετή, ακόμα, στη δραματική σχολή του «Θεάτρου Τέχνης» κι έκανε Χνούδι στο «Πανηγύρι» του Δημήτρη Κεχαΐδη, στο «Βεάκη»- όλο και ωριμότερη μου φαίνεται, όλο και πιο «γεμάτη», όλο και με περισσότερο χιούμορ, όλο και πιο όμορφη. Μια Ηθοποιός στην πλήρη ωριμότητά της. Το διαπίστωσα κι αυτή τη φορά, βλέποντάς την στην Β΄ Σκηνή του θεάτρου «Οδού Κεφαλληνίας», στον -κατά Σιμόν ντε Μποβουάρ- «Μονόλογο», σκηνοθετημένη απ’ την Αθηνά Κεφαλά -σας τα ’γραψα στο totetartokoudouni.blogspot.com πριν από λίγες μέρες -στις 30 Ιανουαρίου.
Μόνο που οι φορές που τη βλέπω στη σκηνή είναι πιο αραιές πια: σε μονολόγους, σε περφόρμανς, σε μουσικοθεατρικά δρώμενα… Τα τελευταία χρόνια η Μάνια Παπαδημητρίου ασχολείται και με το τραγούδι, ασχολείται και με τη σκηνοθεσία, ασχολείται και με την πολιτική. Έχει, φυσικά, κάθε δικαίωμα να το κάνει. Αλλά θέλω ευθέως να εκφράσω τη γνώμη μου: ούτε το τραγούδι -στο οποίο είναι εξαιρετική, πάντως-, ούτε η σκηνοθεσία, ούτε -πόσο μάλλον…- η πολιτική πιστεύω ότι είναι το μέλλον της. Το μέλλον της ακράδαντα πιστεύω πως είναι ο δρόμος της ηθοποιού -της Ηθοποιού. Εκεί, κατά τη γνώμη μου -ας το σκεφτεί- πρέπει να στρέψει το ενδιαφέρον της. Τώρα, πριν είναι αργά. Και να στρέψουν και οι τας κλείδας του θεάτρου μας κατέχοντες το ενδιαφέρον τους προς αυτή. Είναι δυνατόν η Μάνια Παπαδημητρίου να μην παίζει Ρόλους σ’ ένα απ’ τα κρατικά Θέατρα;
Και είναι δυνατόν να κρίνεται η Μάνια Παπαδημητρίου όχι για το Τάλαντό της -ποιος τολμάει να το αμφισβητήσει;- αλλά απ’ το αν διετέλεσε βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ ή αν μετακινήθηκε στην ΛΑΕ του Λαφαζάνη ή αν έχει ακολουθήσει την Ζωή Κωνσταντοπούλου στη δική της Πλεύση Ελευθερίας; Μπορεί να έχω κι εγώ τις απόψεις μου για τις κινήσεις της αυτές αλλά αυτό τον τρόπο σκέψης τον βρίσκω άδικο. Και μίζερο. Και σε Χρυσή Αυγή μόνο αρμόζοντα…
Θυμάμαι να την έχω πρωτοδεί το καλοκαίρι του 1994 στον Λυκαβητό: «Θεσσαλικό» κι οι πρώτοι «Φοιτηταί» του Ξενόπουλου που ’κανε ο Κώστας Τσιάνος, με ταλαντούχους νέους ηθοποιούς. Φρέσκια απόφοιτος της δραματικής σχολής Βεάκη ήταν, τότε, η Τζούλη Σούμα. Μια σταλιά κοριτσάκι αλλά ταλαντούχο πλάσμα. Κι ύστερα τη θυμάμαι -σεζόν 1998/1999- σ’ έναν άπαιχτο στην Ελλάδα μονόλογο που ’χε ανεβάσει -σ’ ένα δίπτυχο- η Όλγα Ποζέλη με την -τότε- ομάδα της «Heart» στο -τότε- «Τεχνοχώρο υπό Σκιάν» του Γιάννη Κακλέα: «Η μεγάλη της ευκαιρία» του Άλαν Μπένετ.
Εξαιρετική ήταν, δυναμική, καίρια, αν και πολύ νέα, ακόμα, ηθοποιός για μονόλογο -είχα γράψει τότε στα «Νέα».
Χαίρομαι που, είκοσι χρόνια και κάτι μετά το ντεμπούτο της, η Τζούλη Σούμα, μ’ άλλον ένα μονόλογο -«Το πράσινό μου το φουστανάκι» της Λένας Κιτσοπούλου-, όπως σας έγραφα στο totetartokoudouni.blogspot.com, προχτές, στις 31 Ιανουαρίου, συνεχίζει να επαληθεύει εκείνες τις προβλέψεις.
Από σαράντα κύματα… Στις 6 Σεπτεμβρίου 2015 είχα δώσει στο «Τέταρτο Κουδούνι» την είδηση ότι η «Νίκη», το ιδιαίτερα πετυχημένο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα (Εκδόσεις Πατάκη, 2014) του Χρήστου Χωμενίδη, ανεβαίνει στο θέατρο: ότι γίνεται παράσταση, σε διασκευή για τη σκηνή του ίδιου του συγγραφέα και σε σκηνοθεσία του Χρήστου Δήμα, στο «Gazarte» -σ’ αίθουσά του που θα διαμορφωνόταν ειδικά. Η παράσταση αυτή, τελικά, ναυάγησε -ποτέ δεν έμαθα τους λόγους.
Κατόπιν γράφτηκε πως η «Νίκη» θα παρουσιαζόταν, σε διασκευή Σταμάτη Φασουλή -ο οποίος θα υπέγραφε και τη σκηνοθεσία -και Γιώργου Λύρα, με την Φιλαρέτη Κομνηνού στο ρόλο της ώριμης Νίκης, στο «Παλλάς».
Κι ανεβαίνει η παράσταση, με τους ίδιους αυτούς συντελεστές -καθώς και με Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Στέλιο Μάινα, Ευγενία Δημητροπούλου, Γωγώ Μπρέμπου, Ευαγγελία Μουμούρη, Σοφία Φαραζή, Μάξιμο Μουμούρη, Αλέξανδρο Καλπακίδη στη διανομή, μεταξύ άλλων. Αλλά στον «Ελληνικό Κόσμο», τελικά. Στις 9 Φεβρουάριου. Με το καλό.
No comments:
Post a Comment