September 7, 2015

«Εκκλησιάζουσες» ως φαστφουντάδικο


Το έργο. Η Πραξαγόρα πείθει μία ομάδα από Αθηναίες να κλέψουν τα ρούχα των αντρών τους πριν εκείνοι ξυπνήσουν, να παρουσιαστούν ξημερώματα στην -ανδροκρατούμενη- Εκκλησία του Δήμου και να προσπαθήσουν με τα επιχειρήματά τους να περάσουν νόμο που να παραδίδει στις γυναίκες την εξουσία καθώς εκείνες σίγουρα ξέρουν να κυβερνούν καλύτερα από τους άντρες.
Θα τα καταφέρουν. Χωρίς να τους πάρουν μυρουδιά. Εκλέγουν αρχηγό τους την Πραξαγόρα και κηρύσσουν ισότητα, ισονομία, κατάργηση της περιουσίας, κατάθεση των υπαρχόντων των πολιτών στο δημόσιο ταμείο, ισομοίρασμα των αγαθών, κοινά συσσίτια για όλους -ένα πρόωρο κομμουνιστικό μανιφέστο!- αλλά και κοινοκτημοσύνη των γυναικών με προτεραιότητα στις γριές και στις άσχημες.
Ο Βλέπυρος, ο άντρας της Πραξαγόρας, που όταν ξύπνησε δεν βρήκε στο σπίτι ούτε τη γυναίκα του ούτε τα ρούχα του και αναγκάστηκε να φορέσει τα δικά της για να βγει από το σπίτι να κάνει τη -χοντρή- ανάγκη του, αιφνιδιάζεται όταν μαθαίνει τα νέα για τη γυναικοκρατία αλλά τελικά την αποδέχεται και καμαρώνει στο πλευρό της αρχηγίνας.
Ανακύπτουν, όμως, και προβλήματα με το νέο καθεστώς: δύο άντρες, που ο ένας τους προσέρχεται να παραδώσει τα υπάρχοντά του στο δημόσιο και ο άλλος διαφωνεί, θα λογομαχήσουν ενώ σε έναν νέο, που είναι στα ντουζένια του και θέλει σφόδρα να σμίξει με τη νεαρή αγαπημένη του, θα στήσει, προς απελπισία του, καρτέρι μία άσχημη γριά η οποία, σύμφωνα με τον νέο νόμο που ψηφίστηκε, προηγείται και απαιτεί τα δικαιώματά της πριν εμφανιστεί μία ακόμα πιο γριά και άσχημη άρα με περισσότερα δικαιώματα επί του νέου, η οποία, τελικά, θα βρεθεί να έπεται και αυτή, διότι την προτεραιότητα για την αγκαλιά του έχει μία τρίτη, ακόμα χειρότερη! Στο τέλος οι γυναίκες για να γιορτάσουν τη νίκη τους θα το ρίξουν στο γλέντι στο οποίο καλείται να συμμετάσχει και ο Βλέπυρος συνοδευόμενος από όμορφες κοπέλες.

Ο Αριστοφάνης με τις «Εκκλησιάζουσές» του (392 με 391 π.Χ.) εμφανίζεται πολιτικά ξεδοντιασμένος. Η Αθήνα είναι ο μεγάλος ηττημένος του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αυτό πια το έχουν όλοι συνειδητοποιήσει. Ταπεινωμένη ήδη από το 404 π.Χ., γονατισμένη από τους νικητές Σπαρτιάτες που επέβαλαν τους όρους τους, με χαμένη την ηγετική της θέση, ξεπουπουλιασμένη, χωρίς ηγέτες με κύρος, παραπαίει. Δεν υπάρχει πια ελπίδα. Αυτή ακριβώς την εποχή εκφράζει η συγκεκριμένη κωμωδία.
Ο συγγραφέας χωρίς πια την έπαρση του δυνατού -πού εκείνες οι εγωπαθείς Παραβάσεις του…- ούτε τη δύναμη να παίξει επιθετικά και να προτείνει λύσεις, έχει χάσει την ποιητική του δύναμη και ο στίχος του τη λάμψη του, ο Χορός του έχει συρρικνωθεί, η σάτιρά του έχει εξασθενίσει - περιορίζεται σε απλούς συμπολίτες του, δεν αγγίζει διακεκριμένους-, καταφεύγει σε εύκολα και φτηνά τερτίπια -όπως το επεισόδιο της αποπάτησης του Βλέπυρου- που παλαιότερα τα απέφευγε και τα έψεγε. Η Αρχαία Κωμωδία έχει τελειώσει, έχει φτάσει η περίοδος της Μέσης Κωμωδίας.
Σε μία ακόμη ουτοπία καταφεύγει και εδώ -η εξουσία στις γυναίκες- αλλά με σκυφτό πια κεφάλι, χωρίς το κέφι που είχε κάποτε -οι «Όρνιθες» και η «Λυσιστράτη» του είναι μακριά, εδώ η ουτοπία του ακούγεται σαν απόγνωση. Αλλά δεν έχει πάψει να είναι ο Αριστοφάνης. Το κρουστό επεισόδιο με τις Γριές, τον Νέο και την Νέα είναι μία από τις πιο απολαυστικές σκηνές του -για ανθολογία.


Η παράσταση. Ο Γιάννης Μπέζος αποφάσισε να σκηνοθετήσει για πρώτη φορά Αριστοφάνη. Νομίζω πως υπερτίμησε τις δυνάμεις του. Επέλεξε καταρχάς τη μετάφραση που έχει κάνει ο Μίνως Βολανάκης. Μετάφραση ευφυής, με πολλές επιτυχημένες λύσεις αλλά που οπωσδήποτε κουβαλάει πενήντα χρόνια στη ράχη της -είναι «κομψή», όπως ήθελε η εποχή της. Ο Γιάννης Μπέζος το εισέπραξε, προφανώς, αυτό και επενέβη με δραματουργική επεξεργασία. Είναι προς τιμήν του ότι δεν επανέλαβε το λάθος που είχε κάνει τον προπέρσινο χειμώνα στο Εθνικό, με τις επεμβάσεις του στον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου που ευτέλισαν το έργο. Πόσω μάλλον εδώ που το κείμενο του Αριστοφάνη εύκολα σε παρασύρει προς ανάλογες λύσεις.


Η αίσθησή μου είναι πως ήθελε να στήσει κάτι που να φέρνει προς το μιούζικ χολ -κάτι ανάλογο με την «Ειρήνη» που είχε κάνει ο Σπύρος Ευαγγελάτος τη δεκαετία του ’80. Σαφώς αυτή την εντύπωση μου έδωσε η έναρξη, με την είσοδο των μουσικών/κωμικών της ζωντανής ορχήστρας -ηθοποιοί της διανομής. Αυτή την εντύπωση μου έδωσαν και τα τραγούδια και τα στάσιμα της παράστασης. Ο Κωστής Μαραβέγιας, άλλωστε, έχει κάνει καλή δουλειά: η μουσική του είναι γλυκόπιοτη και την εκτελούν πολύ σωστά τόσο η ορχήστρα όσο και ο άριστα διδαγμένος μουσικά από την Μελίνα Παιονίδου Χορός με τα καλλίφωνα μέλη.
Αλλά μέχρις εκεί. Όλα τα πρόσθετα «αστεία» μου φάνηκαν εντελώς ξενέρωτα, άνοστα, πολυακουσμένα -φαστ φουντ-, περιορισμένης φαντασίας και εκτελεσμένα άχαρα. Η παράσταση που δεν λέει να ξεκολλήσει από τη μετωπικότητα, τελικά, μου θύμισε μέτρια επιθεώρηση. Ψιλοσέρνεται άρρυθμη, ουσιαστικά άκεφη και ας καμώνεται το αντίθετο, χωρίς ενέργεια, κοινότοπη, βαρετή κατά τη γνώμη μου. Την ενέργεια ο σκηνοθέτης μοιάζει να την κρατάει για το επεισόδιο με τις γριές. Εκεί, όμως, συσσωρευμένη καθώς είναι, ξεσπάει ανεξέλεγκτα ως υπερβολή και υπερκινητικότητα και η παράσταση καταντάει, χωρίς να γίνεται χυδαία, φτηνιάρικη -μία χοντροκοπιά.
Έκπληξη, για μένα, όχι ευχάριστη, η δουλειά του Γιώργου Γαβαλά που τον εκτιμώ ιδιαίτερα: βρήκα λιτά μεν αλλά εντελώς άχρωμα τα σκηνικά του, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση φωτισμένα και από τον Χρήστο Τζιόγκα, και άνισα τα κοστούμια του. Καλόγουστα και χρωματικά ελκυστικά τα γυναικεία του Χορού, που παραπέμπουν σε δεκαετία του ’60, κακοσούλουπα, αν και προσπαθούν να είναι αστεία, τα στιλιζαρισμένα -συν οι περούκες- ανδρικά του και πολύ κοινότοπη, επιθεωρησιακή λύση, για να βγει χάχανο, το βασικό της Πραξαγόρας, κόπια της περιβολής της τέως Προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου στην ορκωμοσία της προηγούμενης κυβέρνησης.
Άνιση και η κίνηση που δίδαξε η Σεσίλ Μικρούτσικου. Ωραίες ιδέες, κάποτε αποτελεσματικές, που, συνήθως, όμως, χάνονται στην εκτέλεση και καταντούν ατσούμπαλες μουντζούρες.
Οι ερμηνείες. Ο Γιάννης Μπέζος, με την πείρα, το χιούμορ και την ωραία φωνή του, βγάζει πέρα σωστά την Πραξαγόρα, με ενέργεια αλλά χωρίς εξάρσεις. Φοβάμαι, όμως, πως, τελικά, κάνοντας το λάθος να αβαντάρει τον καθένα χωριστά, στην πραγματικότητα άφησε τους άλλους ηθοποιούς στην τύχη τους. Προβάλλονται αλλά η διανομή χάνει έτσι την ομοιογένειά της -δεν υπάρχει δέσιμο.
Ο Γιάννης Ζουγανέλης (Βλέπυρος), ένας διασκεδαστής που αντιμετωπίζει την υποκριτική με πρωτογενή τρόπο -ορμητικά μπαίνει για την ατάκα του και όταν την τελειώσει περιμένει, χωρίς κανένα κρίκο, χωρίς συνέχεια, να ορμήσει στην επόμενη-, με τις εναλλαγές φωνητικών τόνων και τις φωνητικές μεταπτώσεις του για άλλη μια φορά μου θύμισε καραγκιοζοπαίχτη που χρησιμοποιεί διάφορες φωνές πίσω από τον μπερντέ.
Επαρκής Γείτονας ο Νίκος Μαγδαληνός, ικανοποιητικός αλλά με μία σκηνική προπέτεια ο Παναγιώτης Κατσώλης (Άνδρας). Ο Γιωργής Τσουρής, ανεξέλεγκτος από τη σκηνοθεσία, στον αβανταδόρικο ρόλο της Γριάς Α΄ κάνει ό,τι μπορεί για να κλέψει την παράσταση. Και την κλέβει. Αλλά με άνομα μέσα: φτηνά και λαϊκίστικα -μπαλαφαριές. Ένα ανεξάρτητο νούμερο φτηνής επιθεώρησης. Αδύναμους -αλλά όχι φάλτσους- βρήκα τον Μπάμπη Γαλιατσάτο (δύσκαμπτη Γριά Β΄), την Δανάη Σκιάδη (Νέα), τον Θανάση Ισιδώρου (Γριά Γ΄) και τον Σχολιαστή Κώστα Κοράκη.
Ο Πάνος Βλάχος σαφώς και έχει προσόντα κωμικού. Αλλά αυτό το σφιγμένο, ζαλιστικά, μέχρι υστερίας υπερκινητικό νευρόσπαστο που η σκηνοθεσία άφησε, επίσης, ανεξέλεγκτο δεν ξέρω τι σχέση μπορεί να έχει με τον Νέο των «Εκκλησιαζουσών». Ο νεαρός ηθοποιός πρέπει να ελέγξει και να τιθασεύσει και να φορμάρει τα μέσα του, εκτός και αν καταφέρει να επιβάλει αυτό που κάνει ως προσωπικό στιλ. Εμένα, πάντως, με κούρασε και με άγχωσε.
Ξεχώρισα τον Λαέρτη Μαλκότση (Χρέμης) έστω και αν κι αυτός καταφεύγει σε μανιέρα.
Από τα μέλη του Χορού διέκρινα την Άντρη Θεοδότου και την Βαλερία Κουρούπη.
Το συμπέρασμα. Άλλη μία παράσταση -μετρημένη μεν και με κάποιες στιγμές γέλιου- που δεν προσφέρει, κατά τη γνώμη μου, καμία λύση στο αδιέξοδο «Αριστοφάνης στην ελληνική σκηνή».
(Οι φωτογραφίες της Μαριλένας Σταφυλίδου).

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, Εθνικό Θέατρο, 2 Σεπτεμβρίου 2015.

No comments:

Post a Comment