September 11, 2015

«Αίας» χαμηλών πτήσεων και λανθασμένων τονισμών




Το έργο. Τρωικός Πόλεμος. Μετά το θάνατο του Αχιλλέα τα φημισμένα όπλα του έχουν κατακυρωθεί στον Οδυσσέα. Έξαλλος ο Αίας, ο δεύτερος τη τάξει, μετά τον Αχιλλέα, ήρωας του στρατοπέδου των Αχαιών, για την αδικία και τη νοθεία που πίστεψε -όχι αβάσιμα…- πως διέπραξαν εις βάρος του, όρμησε να σφάξει τους Ατρείδες -τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο- που τους θεωρούσε υπεύθυνους για την απόφαση και τον Οδυσσέα. Η Αθηνά, όμως, οργισμένη από την έπαρσή του και για να σώσει τους προστατευόμενούς της, τον τρέλανε. Και η τρέλα τον οδήγησε να σφάξει αντί για τους εχθρούς του τα κοπάδια των Ελλήνων και τους βοσκούς τους.
Όταν συνέρχεται, ντροπιασμένος και ταπεινωμένος, ο Αίας παίρνει την απόφαση να αυτοκτονήσει. Τα λόγια της γυναίκας του, της Τέκμησσας, που προσπαθεί να τον αποτρέψει από μία τέτοια πράξη θυμίζοντάς του πως σ’ αυτόν στηρίζονται ο γέροντας πατέρας του Τελαμών και ο μικρός γιος του Ευρυσάκης, τον οποίο, μάλιστα, φέρνει κοντά του, δεν τον πείθουν. Στήνει το σπαθί του και καρφώνεται πάνω του.
Ο αδελφός του ο Τεύκρος, που δεν τον προλαβαίνει ζωντανό, συντριμμένος, θρηνώντας μαζί με την Τέκμησσα, θα συγκρουστεί με σφοδρότητα με τον Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα που απαγορεύουν την ταφή του εχθρού τους. Ο Οδυσσέας, όμως, παραδόξως, θα κατευνάσει τα πνεύματα. Ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος θα υποχωρήσουν και ο Τεύκρος ετοιμάζει τα πρέποντα για την ταφή του Αίαντα.
Ο «Αίας», η πιθανολογούμενη ως η παλαιότερη από τις σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή (χρονολογείται μεταξύ 450 και 440 π.Χ.), δεν έχει την αρτιότητα των μεταγενεστέρων του και τα δύο μέρη στα οποία χωρίζεται αφήνουν μία αίσθηση μετατόπισης του άξονα αλλά δεν παύει να είναι μία τραγωδία με το δραματικό κύρος του Σοφοκλή. Που υμνεί την Τιμή, έστω και αν ο επώνυμος ήρωας σήμερα αφήνει μία αίσθηση άμετρης, ανεξέλεγκτης έπαρσης. Αλλά αυτό δεν είναι η Ύβρις στην αρχαία τραγωδία;
Η παράσταση. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος θέλησε να δέσει την τραγωδία της ανεπανόρθωτα θιγμένης Τιμής με την πιο πρόσφατη ελληνική παράδοση και ιστορία, ειδικά με την Επανάσταση του 1821 και τους εμφύλιους σπαραγμούς της. Δεν ήταν καθόλου κακή ιδέα αλλά το θέμα είναι πως υλοποιείται η ιδέα. Η παράστασή του, κατά τη γνώμη μου, δεν την υλοποίησε αποτελεσματικά -είχε προτερήματα αλλά περισσότερα ελαττώματα.
Το ξεκίνημά της με τον ραψωδό και το έξοχο ποίημα του Παντελή Μπουκάλα «Αίας» εν είδει προλόγου ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον εναρκτήριο λάκτισμα που έδινε και το αφηγηματικό στίγμα της: μετωπικά στησίματα, ηθοποιοί/μουσικοί διαρκώς επί σκηνής και έμφαση στο λόγο. Μόνο που τα μετωπικά στησίματα αποδείχθηκαν, τελικά, εύκολη και αμήχανη λύση. Και η έμφαση στο λόγο ένα ανεξήγητο τελάλημα του κειμένου και «χτύπημα» των λέξεων, που, αντί να το προβάλουν, όπως επεδίωκαν, το θόλωναν. Η παράσταση είχε ενδιαφέρουσες στιγμές αλλά το συνολικό παραστασιακό αποτέλεσμα έμοιαζε ανολοκλήρωτο -σαν να μην είχε δουλευτεί επαρκώς ή σαν να μην είχε κατασταλάξει ο σκηνοθέτης.

Βλέποντας τα στριμωγμένα μπροστά στον αδυσώπητο τοίχο του Ηρωδείου, καλόγουστα στη λιτότητά τους σκηνικά της Ελένη Μανωλοπούλου -ένα αλωνάκι, δύο παραπήγματα/τέντες και καλαμιές στο «βάθος»- προσπαθούσα να φανταστώ πώς λειτούργησαν στην Επίδαυρο ή σε άλλα θέατρα με ανοιχτό ορίζοντα. Εδώ φαίνονταν βεβιασμένα. Το εύρημα, πάντως, αντί της πράξης αυτής καθαυτής, του ανοίγματος, στη σκηνή της αυτοκτονίας, μιας καταπακτής, κρυμμένης κάτω από το χώμα του αλωνιού, που έμοιαζε με ασπίδα όπου πάνω της απεικονιζόταν ακριβώς το γεγονός σαν αποτύπωση ερυθρόμορφου αγγείου, εξαιρετικό: έδωσε στην παράσταση ένα πέταγμα.
Τα κοστούμια της -σε μαύρο και άσπρο βασικά, λίγο γκρίζο και μπεζ και με λίγο κόκκινο πάνω σε λευκό της Τέκμησσας, που άφηνε μία αίσθηση σαν να ήταν καταιονισμένο από το αίμα του Αίαντα- είχαν μία εμπνευσμένη γραμμή, αντλημένη από την ελληνική παράδοση, που υποστήριζε τη σκηνοθετική άποψη για σύνδεση αυτού του συμβάντος του Τρωικού Πολέμου με το 1821. Συνδυασμένη με υψηλή αισθητική παρά την κάποια ανομοιογένεια, καθώς η ενδυματολόγος προσπάθησε να τα συνδυάσει και με ανατολίτικες παραδόσεις.
Ο συνθέτης Νίκος Κυπουργός έπλεξε ήχους βαλκάνιους και ήχους βυζαντινούς δημιουργώντας ένα υπέροχο λαμέντο -ένα θρήνο, κάτι σαν ρέκβιεμ- στο οποίο πολύ σωστά βούτηξε από την αρχή όλη την παράσταση και το έργο αυτό στο οποίο το πένθος κυριαρχεί. Η μουσική διδασκαλία των Αναστάση Σαρακατσάνου και Γιάννη Πλαστήρα υποστήριξε με σθένος τη δουλειά του.
Αναποφάσιστες βρήκα τις χορογραφίες της Αγγελικής Στελλάτου. Οι μικρές επιτόπιες κινήσεις, που είναι και το προσωπικό της στιλ, είχαν ύφος και ενδιαφέρον αλλά νοθεύονταν από άλλες άτσαλες, κατά τη γνώμη μου, λύσεις. Ο Σάκης Μπιρμπίλης για άλλη μια φορά έδωσε κύρος και βάθος στην παράσταση με τους φωτισμούς που σχεδίασε.
Άφησα, τιμητικά, τελευταία τη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη. Ήχησε ως ένα επίτευγμα αφήνοντας ελεύθερο να ξεχυθεί τον δραματικό και λυρικό λόγο του Σοφοκλή με αξιομνημόνευτα ελληνικά -τι υπέροχο εκείνο το «θέα αθέατη τόλμης παράτολμης», μοναδικό! Ένα επίτευγμα που δεν κατάφεραν να το αλλοιώσουν οι λανθασμένοι τονισμοί που πλημμύριζαν -αδιανόητο!-, εκφερόμενοι από τα στόματα όλων, σχεδόν, των ηθοποιών, την παράσταση…
Οι ερμηνείες. Ο Νίκος Κουρής έχει το μέγεθος και τη δύναμη να παίξει τον Αίαντα και είναι ένας ηθοποιός που δίνεται σ’ αυτό που κάνει. Αλλά η προσπάθειά του έμεινε ημιτελής νομίζω. Τον άκουγα, με μία πολύ ενδιαφέρουσα φιγούρα, να τονίζει -πολύ συχνά λανθασμένα- με έμφαση και με στεντόρεια φωνή λέξεις και να χάνει τα νοήματα καταλήγοντας σε μία ηχητική μονοτονία. Αντίθετα η Μαρία Πρωτόπαππα, φιγούρα ευθυτενής έξοχη, υπερασπίστηκε αποτελεσματικά και με κύρος την Τέκμησσα -στη γραμμή της παράστασης βέβαια. 
Απόρησα με την Ελένη Ουζουνίδου. Εξαιρετική ηθοποιός, εδώ οδηγήθηκε από τη σκηνοθεσία να διαλαλεί το λόγο της Αθηνάς με μία αδρότητα, μία επιθετικότητα και μία ευτέλεια -μία Αθηνά τσαούσα, που μόνο σε έργο του Ευριπίδη θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Η έμφαση αυτή ταλαιπωρούσε και την απόδοση του ικανού Μιχάλη Τιτόπουλου-Ραψωδού. Αδύναμους βρήκα τον Παντελή Δεντάκη (Άγγελος) και, κυρίως, τον Γιάννη Κλίνη (Μενέλαος). Ικανοποιητικός, με μέγεθος αλλά και με κάποια μανιέρα, ο Αγαμέμνων του Δημήτρη Παπανικολάου.


Βρήκα πιο αποτελεσματικούς τον Γιάννη Τσορτέκη (Οδυσσέας) και, κυρίως, τον Γιάννο Περλέγκα. Με ωραία, ηρωική φιγούρα, με εσωτερικότητα, με μέγεθος και με δύναμη, γεμάτος συναισθηματικά χωρίς να ευτελίζει τη συγκίνηση, με τον Τεύκρο επιμένω πως έκανε τον καλύτερό του ρόλο.
Ο Χορός, αν και με καλά στελέχη, έμοιαζε να μην έχει επιτύχει την ομοιογένεια. Και ήταν ο κύριος φορέας του βασικού ελαττώματος από το οποίο έπασχε η παράσταση: της φωνασκίας.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση με πρωτότυπη άποψη και με προτερήματα, αισθητικά κυρίως, που δεν είχε καταφέρει, νομίζω, να ολοκληρωθεί. Και μία μετάφραση-επίτευγμα που θα μείνει. Εσαεί.

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, «Θέατρο του Νέου Κόσμου», 4 Σεπτεμβρίου 2015.

2 comments:

  1. Κατ' εμέ το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της παράστασης ηταν η καταπλακτική μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη και οι εξαιρετικοί φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη. Η παράσταση δυστυχώς δεν κατόρθωσε να κορυφωθεί !

    ReplyDelete