Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια... 20
Η Επίδαυρος άργησε να μπει στη ζωή μου. Δεν ήμουν και πολύ των μετακινήσεων, αυτοκίνητο δεν είχα, φίλους πολλούς δεν είχα... Το Εθνικό, άλλωστε -που, απ’ το 1955, εναρκτήρια χρονιά των επίσημων Επιδαυρίων, έως την Μεταπολίτευση, επί 20 ολόκληρα χρόνια δηλαδή, είχε την αποκλειστικότητα του
Φεστιβάλ Επιδαύρου-, έφερνε τις επιδαύριες παραστάσεις του το επόμενο του πρώτου ανεβάσματος καλοκαίρι στο Ηρώδειο. Βέβαια δεν είναι το ίδιο μια παράσταση σμιλεμένη για την άπλα του θεάτρου του Πολυκλείτου να τη βλέπεις πελεκημένη, καλαφατισμένη ώστε να προσαρμοστεί στο ρομαϊκό ωδείο αλλά αυτά τα ανακάλυψα αργότερα -όταν πήγα στην Επίδαυρο.
Έφτασε το καλοκαίρι του 1978, όμως, για να πάω. Συμπληρώνονταν 40 χρόνια
-11 Σεπτεμβρίου 1938- απ’ την ιστορική -Κατίνα Παξινού, Ελένη Παπαδάκη, Θάνος Κωτσόπουλος, Βάσω Μανωλίδου, Νίκος Ροζάν, Γιώργος Γληνός, Αθανασία Μουστάκα έως κι ο Μάνος Κατράκης βουβός Πυλάδης...- σοφόκλεια «Ηλέκτρα», τη, στη συνέχεια, κοσμογυρισμένη και διεθνώς παινεμένη, με την οποία το Εθνικό άνοιξε επίσημα στη σύγχρονη εποχή το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Ο
Αλέξης Μινωτής, γενικός διευθυντής, τότε, του Εθνικού Θεάτρου, είχε καλέσει, παρά τις διαφορές που τους χώριζαν, τον παραμερισμένο -είχε να σκηνοθετήσει απ’ το 1967 (στο δικό του «Πειραϊκό Θέατρο» που ήταν ανενεργό απ’ το 1968), στο Εθνικό απ’ το 1959 (!)- τον 79χρονο σκηνοθέτη της παράστασης και Δάσκαλο Δημήτρη Ροντήρη
-παράστασή του δεν είχα δει ποτέ-, με το ένδοξο παρελθόν, ν’ αναβιώσει την παράστασή του εκείνη. Με τους ίδιους συντελεστές -η παράσταση του ’38 συνοδευόταν, βέβαια, από ζωντανή ορχήστρα που εδώ δε θα υπήρχε- αλλά με καινούργια, βέβαια, διανομή, που ο Ροντήρης θ’ αντλούσε απ’ το τότε τρέχον δυναμικό του Εθνικού καθώς, μετά από 40 χρόνια, οι πρώτοι διδάξαντες είτε δεν ήταν
στη ζωή πια είτε είχαν παροπλιστεί είτε είχαν γεράσει πολύ. Θα ’ταν η εναρκτήρια παράσταση του Φεστιβάλ Επιδαύρου 1978.
«Να πάμε! Πρέπει, έστω και μια φορά, να δεις τι σημαίνει σκηνοθεσία Ροντήρη» μου ’πε ο φίλος μου ο Γιάννης. Και πήγαμε. Με πούλμαν -κάποιο γραφείο είχε δρομολογημένα ειδικά για την παράσταση, πήγαμε κι αμέσως μετά γυρίσαμε.
Ο χώρος, τα ερείπια του Ασκληπιείου, το μικρό μουσείο αλλά, πάνω απ’ όλα, αυτό καθαυτό το θέατρο με συνεπήραν. Αυτή την πρώτη αίσθηση μπορεί να μην την ξανάχα ποτέ αλλά, κάθε φορά, μα κάθε φορά που πηγαίνω εκεί, συνειδητοποιώ ότι την ομορφιά του χώρου αυτού, τον τρόπο
που σου επιβάλλεται δεν τα ’χω ξεπεράσει ποτέ. Ό,τι και να δω, όσο μέτρια ή κακή και να ’ναι η παράσταση, ακόμα κι αν εκνευριστώ ή θυμώσω απ’ αυτό που είδα, τις εντυπώσεις μου επικαλύπτει η μαγεία του χώρου. Ειδικά η στιγμή εκείνη που η παράσταση πάει ν αρχίσει κι ο ορίζοντας βάφεται με τα χρώματα του δειλινού.
Επί του προκειμένου. Ο Ροντήρης είχε γεράσει πια ήταν στα 79-, η σκηνοθεσία του, ο τρόπος του είχαν γεράσει πια. Έφυγα με μια αίσθηση πληρότητας στο άκουσμα του λόγου, μιας πεντακάθαρης, άψογης εκφοράς του -ομαδικής απ’ τον Χορό-, ενός εκπληκτικού ρυθμού, μιας πλήρους μουσικότητας αλλά τίποτα δε με ζέστανε. Όλα έμοιαζαν ψυχρά και, ενίοτε, ακούγονταν στομφώδη. Η Ελένη Χατζηαργύρη ήταν η Ηλέκτρα, η Αλέκα Κατσέλη η Κλυταιμνήστρα, η Έλλη Βοζικιάδου η Χρυσόθεμις, Ορέστης ο Χρήστος Πάρλας, Παιδαγωγός ο Γκίκας Μπινιάρης, Αίγισθος ο Νίκος Τζόγιας -κανείς τους δε ζει πια. Όλοι, υποταγμένοι τυφλά στη διδασκαλία -όργανα ορχήστρας.
Η μετάφραση ήταν η κλασική του Ιωάννου Γρυπάρη, τα σκηνικά-γεωμετρία του Κλεόβουλου Κλώνη, τα απολύτως λιτά κοστούμια του σπουδαίου Αντώνη Φωκά, η μουσική του Δημήτρη Μητρόπουλου, χορογράφος η Λουκία -όλοι οι συνεργάτες της παράστασης του ’38 (που ’χε ανεβεί για πρώτη φορά στο Ηρώδειο το 1936)- κι η μουσική διδασκαλία της Έλλης Νικολαΐδου.
Φύγαμε με μια αίσθηση απογοήτευσης. Αλλά και με μια αίσθηση ότι καταλάβαμε, έστω και καθυστερημένα, τι σήμαινε Ροντήρης στην εποχή του -γιατί σήμαινε πολλά. Επέπρωτο να ’ναι η τελευταία του παράσταση -πέθανε το 1981.
Προσωπικά έφυγα με την αίσθηση, προπαντός, ενός χώρου που με συνάρπασε. Έκτοτε πήγα πολλές, πάρα πολλές, μα πάρα πολλές φορές στην Επίδαυρο. Κοιμήθηκα στο «Ξενία», έφαγα πρωινό εκεί, είδα νύχτα, άδειο, το θέατρο, είδα εκεί παραστάσεις που μ’ απογοήτευσαν -πολλές...-, κρατώ σα φυλαχτό αυτές -τις λίγες- που με συνεπήραν -με πρώτες την «Αντιγόνη» του Λευτέρη Βογιατζή και το «Ορφέας και Ευρυδίκη» της Πίνα Μπάους
αλλά εκείνη την αίσθηση της πρώτη φορά Επιδαύρου δε θα την ξεχάσω. Ποτέ. Ήταν 1 ή 2 Ιουλίου 1978. Ήμουν στα 28 (Το σκίτσο από την παράσταση, της Έλλης Σολομωνίδη-Μπαλάνου για την «Καθημερινή»).
No comments:
Post a Comment