Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια... 19
Ε, το Ηρώδειο κι αν ήταν όνειρο άπιαστο. Και το Φεστιβάλ Αθηνών. Απ’ την εφηβεία μου. Μέσα δεκαετίας του ’60, καλοκαίρια, Βόλος, διάβαζα στα «Νέα» τα νέα του -για πρόσωπα και πράγματα, για καλλιτέχνες και συγκροτήματα μετακλημένα-, άκουγα στο ραδιόφωνο -ένας καταιγισμός από σποτάκια για το εβδομαδιαίο του πρόγραμμα-, το Φεστιβάλ, που το οργάνωνε ο ΕΟΤ, είχε αναπτυχθεί, είχε ξανοιχτεί, είχε απλωθεί και σ’ άλλους χώρους, έστελνε εκδηλώσεις του σ’ όλη την Ελλάδα, αλλά καρδιά του παρέμενε το «Ωδείον Ηρώδου του Αττικού» -όπως, αναγκαστικά, συμβαίνει και φέτος-, στα εξώφυλλα των έντυπων προγραμμάτων του, Φεστιβάλ και «Ηρώδειον» ήταν ταυτισμένα.
Σεπτέμβριος του ’65 κι έχουμε έρθει απ’ τον Βόλο διακοπές στην Αθήνα -στην Αθήνα κάναμε τις διακοπές μας τότε. Μένουμε στα Κάτω Πετράλωνα, μας φιλοξενούν ο θείος Γιώργος κι η θεία Μαρίνα και την έχω καταβρεί με τις περίπου συνομίληκες δεύτερες ξαδέλφες μου, την Κατερίνα, την Ντίνα και την Λούλα που αργότερα αποκαταστάθηκε σε Αργυρώ -γέλια, κακό, ξενυχτούμε παίζοντας Γκρινιάρη... «Ανένδοτος Αγώνας», «Αποστασία», ο γέρος Παπανδρέου έχει υποχρεωθεί σε παραίτηση, ανακτορικοί πρωθυπουργοί, έχουν σκοτώσει τον Πέτρουλα, η Αθήνα βράζει απ’ τις διαδηλώσεις, δύσκολες μέρες, αλλά εμείς... επαρχιώτες στην Ομόνοια...
Κι η Μαρίκα. Ναι, Η Μαρίκα. Με κεφαλαίο το ήτα. Πρώτη ξαδέρφη της μητέρας μου. Η θεία Μαρίκα. Βασιλάκου -στον πατέρα της. Ή, Μαρία Καπόλου -το επώνυμο του Δημήτρη, ενός άντρα που πολύ θαύμαζε, τον είχε παντρευτεί, είχαν ζήσει ελάχιστα μαζί και τον είχαν σκοτώσει στον Εμφύλιο. Χρησιμοποιούσε και τα δυο επίθετα -κατά περίπτωση. «Με το Βασιλάκου ηχητικά πάει το Μαρίκα» έλεγε, με το Καπόλου απαιτούσε το Μαρία. Κι από μας, τα παιδιά, απαιτούσε το Μαρίκα σκέτο. Δεν περιγράφεται. Αδύνατον. «Η τρελή της Δαφνομήλη», αυτοαποκαλούνταν, αντλώντας απ’ την «Τρελή του Σαγιό» του Ζιροντού, καθώς έμενε στην Νεάπολη, στην οδό Δαφνομήλη, αφού είχε αλλάξει δεκάδες σπίτια. Μια μεγαλοφυής τρελή. Ντυμένη «αλλιώτικα» αλλά μ’ ωραία χρώματα, της γαλικής κουλτούρας, με το γαλικό βιβλίο πάντα στο χέρι, τρόφιμη της Βιβλιοθήκης του Γαλικού Ινστιτούτου στην Σίνα, τρόφιμη στα θέατρα -επί Χούντας σταμάτησε να πηγαίνει, έκανε παθητική αντίσταση έλεγε-, γνώριζε τους πάντες στο θέατρο, ήταν φίλη με πολλούς, γελοιοποιούσε τα πάντα -με πρώτο τον εαυτό της- αλλά και ήταν πιο σοβαρή απ’ όλους μας. Κι εμάς, τα παιδιά, μας επηρέασε. Πολύ. Τότε γελούσαμε, όταν έφυγε απ’ τη ζωή, το 1999, καταλάβαμε πόσο...
Αλλά ας γυρίσουμε στο μακρινό 1965. Η Μαρίκα ερχόταν να μας δει. Ήρθε και μια μέρα που, κατόπιν, θ’ ανηφόριζε στο Ηρώδειο. Για να δει την Άννα Συνοδινού -ήταν απ’ τους φίλους της- η οποία πρωταγωνιστούσε στην «Σίβυλλα» του Σικελιανού που ’χε ανεβάσει με το ΚΘΒΕ, το οποίο διηύθυνε τότε, ο Σωκράτης Καραντινός κι είχαν φέρει την παράσταση στην Αθήνα, στο Φεστιβάλ Αθηνών, το ταυτισμένο απόλυτα, όπως σας έλεγα, με το Ηρώδειο. Αποφάσισε να με πάρει μαζί της. Χαρά εγώ! Ντύθηκα, στολίστηκα και ξεκινήσαμε νωρίς γιατί η Μαρίκα ήταν βραδυκίνητη. Δε φτάσαμε ποτέ -γιατί η Μαρίκα ήταν και κυκλοθυμική, άλλαζε συνέχεια γνώμη και μετάνοιωσε. Καταλήξαμε στου Φιλοπάππου, στην ιστορική υπαίθρια έκθεση «Παναθήναια Γλυπτικής 1965», πρώτη μεγάλης κλίμακας παρουσίαση στην Ελλάδα μοντέρνας γλυπτικής -ψυχή της ο τεχνοκριτικός Τώνης Σπητέρης, σχεδιαστής ο αρχιτέκτονας Γιώργος Κανδύλης που ’χε έρθει απ’ το Παρίσι-, ενταγμένη στο Φεστιβάλ, η οποία
μόλις είχε εγκαινιαστεί. Είδαμε δυο-τρία γλυπτά, απλά κι αρμονικά ενταγμένα, απ’ όσο θυμάμαι, στο χώρο, ανάμεσα στα δέντρα, κι αυτό ήταν... -γιατί η Μαρίκα άλλαζε και πολύ εύκολα διάθεση και πολύ εύκολα βαριόταν. Έτσι άδοξα έληξε η πρώτη απόπειρα επαφής μου με το Φεστιβάλ Αθηνών.
Χρειάστηκαν τρία χρόνια ακόμα. 14 Σεπτεμβρίου του 1968 -εγώ επίδοξος φοιτητής, έχω δώσει εξετάσεις, τα αποτελέσματα δεν έχουν βγει ακόμα αλλά έχω τη σιγουριά- θα εγκατασταθούμε οικογενειακά στην Αθήνα. Πρώτη μου σκέψη, όχι τ’ αποτελέσματα αλλά... το Φεστιβάλ. Προλαβαίνω κάτι; Προλάβαινα την «Λυσιστράτη» του Εθνικού. Στην τελευταία της παράσταση, την τελευταία μέρα του Φεστιβάλ Αθηνών 1968.
Εισιτήρια βρήκα μόνο για το άνω «διάζωμα», όπως, από τότε, είχε λανθασμένα καθιερωθεί να το λένε -αντί άνω «ζώνη». Πήγαμε με τη θεία μου, την Μάρω, την αδελφή του πατέρα μου -παντρεμένη στην Ρουμανία με Γάλο που πέθανε νέος, με μια ζωή που ξεχείλιζε από προσφυγιές και ταλαιπωρίες και δυστυχίες, η οποία είχε έρθει, συνταξιούχος πια, απ’ το Παρίσι, ζούσε μαζί μας και... μιλούσαμε γαλικά. Δεν ήξερα τα κόλπα του Ηρωδείου όπου οι πάνω θέσεις δεν είχαν αρίθμηση. Δεν πήγαμε νωρίς. Και βρεθήκαμε στην πιο πλαϊνή κερκίδα, κοντά στον τοίχο, δεξιά -κοιτώντας το κοίλον από κάτω. Κουκίδες τους βλέπαμε τους ηθοποιούς. Όσο για το πρόγραμμα είχε -προς απελπισία μου- εξαντληθεί. Ύστερα από
χρόνια μού το ’δωσε ο Αλκιβιάδης Μαργαρίτης, κριτικός θεάτρου στα «Νέα»,
να το φωτοτυπήσω, μαζί μ’ άλλα παλαιότερα που μου ’λειπαν, ώστε να ’χω την πλήρη σειρά.
Η παράσταση του Αλέξη Σολομού ήταν ήδη του 1957. Είχε πρωτοανεβεί στην Επίδαυρο, είχε παιχτεί το ίδιο καλοκαίρι, αμέσως μετά, και στο Ηρώδειο, όπου επαναλήφθηκε το 1958 ενώ το 1960 παρουσιάστηκε και πάλι στην Επίδαυρο. Ήταν η πρώτη φορά έκτοτε, οκτώ χρόνια μετά, που την παρουσίαζε το Εθνικό ενώ, στη συνέχεια, ανεβαζόταν -και στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο- όλο και συχνότερα -απ’ τα highlights του Εθνικού,
νομίζω η μακροβιότερη παράστασή του, 23 χρόνια παιζόταν, κλασική έγινε. Δε μου άφησε, ομολογώ, ανεξάλειπτες εντυπώσεις -ο Αριστοφάνης δεν είναι άλλωστε αγαπημένος μου. Αλλά ακόμα θυμάμαι τα χρώματα και το στιλ του Γιώργου Βακαλό στα σκηνικά και τα κοστούμια. Και τις μουσικές του Χατζιδάκι -«Ένα μύθο θα σας πω»...
Η Μαίρη Αρώνη είχε το ταμπεραμέντο για να ταυτιστεί με το ρόλο. Και είχε ταυτιστεί - θεατρίνα! Αλλά ήταν ήδη -με τους πιο συντηρητικούς... υπολογισμούς, καθώς ποτέ δε μάθαμε πότε ακριβώς είχε γεννηθεί...- 54 ετών και μου φαινόταν μεγάλη για το ρόλο. Που τον έπαιξε, πάντως, μέχρι τέλους της σταδιοδρομίας της παράστασης -έως (τουλάχιστον) τα 66 της. Εκείνο, όμως, που με
σοκάρησε ήταν ο Κινησίας. Ο Χριστόφορος Νέζερ που τον υποδυόταν, καθώς, σύμφωνα με τους κανόνες του τότε Εθνικού Θεάτρου -που οι ηθοποιοί του ήταν μόνιμοι-, στις επαναλήψεις, το ρόλο τον επωμιζόταν πάντα, μέχρι την αποχώρησή του, ο πρώτος διδάξας, ήταν τότε στα 82 του!!!! Κι έπαιζε -στα 82 του- τον κατακαβλωμένο Κινησία!... Απλώς έχω να λέω ότι πρόλαβα να δω τον Χριστόφορο Νέζερ ακριβώς στην τελευταία του παράσταση -πέντε μήνες μετά, πέθανε, χωρίς να παίξει κάτι άλλο.
Πρόβουλος ήταν ο Παντελής Ζερβός, Μυρρίνη η Πόπη Παπαδάκη, Λαμπιτώ η Πίτσα Καπιτσινέα, Α΄ Κορυφαία η Βέρα Δεληγιάννη, Α΄ Κορυφαίος ο Μιχάλης Καλογιάννης... Περισσότερο θυμάμαι την ολοστρόγγυλη Ελένη Χαλκούση ως Κλεονίκη, να προσπαθεί απολαυστικά ν’ αποφύγει τον όρκο ότι θα κάνει αποχή απ’ το σεξ -στα 67 της εκείνη τότε... Έτσι λειτουργούσε το παλιό Εθνικό...
Αυτή, λοιπόν, ήταν η πρώτη μου εμπειρία στο Ηρώδειο -και στο Φεστιβάλ Αθηνών. Πριν από 52 σχεδόν χρόνια. Έμελλε από τότε να μάθω την κάθε πέτρα του, σε άνω και κάτω «διάζωμα». Τότε ήταν Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου του 1968. Και ήμουν στα 18.
No comments:
Post a Comment