March 9, 2019

Στο Φτερό / Ταξίδι στο έρεβος: ο εφιάλτης του Γιόζεφ Κ. ή Φραντς Κ. ή Κρίστιαν Κ. ή Το κράτος του ζόφου


«The Trial («Η δίκη») (Κάφκα). Διασκευή: Κρίστιαν Λούπα / Σκηνοθεσία: Κρίστιαν Λούπα. 


Είναι η μέρα των γενεθλίων του: κλείνει τα τριάντα ο Γιόζεφ Κ., τμηματάρχης σε τράπεζα -ένας συνηθισμένος, ασήμαντος ανθρωπάκος. Μόλις έχει ξυπνήσει, είναι ακόμα στο κρεβάτι, πριν ντυθεί, πριν ξεκινήσει για τη δουλειά του, πριν φάει το πρωινό που του σερβίρει πάντα η σπιτονοικοκυρά του, όταν συλλαμβάνεται για ένα απροσδιόριστο έγκλημα, από δυο απροσδιόριστους πράκτορες μιας απροσδιόριστης υπηρεσίας, οι οποίοι θρασύτατα εισβάλλουν στο δωμάτιο που νοικιάζει στο σπίτι της Κυρίας Γκρούμπαχ. Μετά από μια πρόχειρη ανάκριση στο δωμάτιο της γειτόνισσάς του δεσποινίδας Μπούρστνερ, αφήνεται προσωρινά ελεύθερος. Και καλείται στο δικαστήριο -ένα αλλόκοτο δικαστήριο-, την επόμενη
Κυριακή, για νέα ανάκριση. Όπου απολογείται υπερασπιζόμενος την αθωότητά του. Εις μάτην. Τον θεωρούν εκ προοιμίου ένοχο. Κι αρχίζει ν’ αναρωτιέται κι ο ίδιος μήπως ειν ένοχος. Αναζητάει διάφορες διεξόδους, έρχεται σ’ επαφή με διάφορα πρόσωπα -ανάμεσά τους γυναίκες με τις οποίες συνευρίσκεται-, οδηγείται σε περίεργα περιβάλλοντα αλλά όσο αγωνίζεται να βρει μια εξήγηση και να διασωθεί τόσο βαθύτερα βουλιάζει... Ο θείος του Καρλ τον 
πείθει να ζητήσει τη βοήθεια του δικηγόρου Χουλντ αλλά εκείνος τον σπρώχνει ακόμα πιο βαθιά στο λαβύρινθο στον οποίο έχει παγιδευτεί, έχει εγκλωβιστεί. Ούτε ο ιδιόρρυθμος ζωγράφος των δικαστηρίων Τιτορέλι, ειδικευμένος ν’ απεικονίζει τα συμβαίνοντα σε κάθε δίκη, θα τον βοηθήσει, παρά τις πολλές γνωριμίες του, ουτ ο Εφημέριος τον οποίο συναντάει. Η δίκη γίνεται ερήμην του, χωρίς ποτέ να μάθει αν βαρύνεται με κάποιο έγκλημα και με ποιο. Ανίσχυρος, απλώς αναμένει την ποινή. Κι ένα βράδυ δυο μαυροντυμένοι άντρες θα τον οδηγήσουν σ’ ένα λατομείο έξω απ την πόλη όπου θα τον σκοτώσουν μ’ ένα μαχαίρι. Σαν το σκυλί. Συμβαίνουν ολ’ αυτά; Θα μπορούσε και να ’ναι μόνον ένας εφιάλτης που είδε,
ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ο Κ. -έτσι αρχίζει, άλλωστε, το έργο. «Η δίκη», το γραμμένο μεταξύ 1914 και 1915, στα γερμανικά, ντοστογιεφσκικών απηχήσεων, μυθιστόρημα του γερμανόφωνου Εβρέου της Τσεχοσλοβακίας Φραντς Κάφκα, που το άφησε ημιτελές, με την εντολή να καταστραφούν, μετά το θάνατό του, τα χειρόγραφά του, όπως και των άλλων ημιτελών έργων τα οποία κατέλειπε, και που εκδόθηκε το 1925, μετά τον πρόωρο θάνατό του, συμπληρωμένο και «ρετουσαρισμένο» -δυστυχώς...- απ’ τον εκτελεστή της διαθήκης του, φίλο του, Μαξ Μπροντ ο οποίος -ευτυχώς;- παράκουσε την επιθυμία του, έμελλε να γίνει απ’ τα κείμενα που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα και την πορεία της λογοτεχνίας καθιερώνοντας το επίθετο «καφκικός»: πολυεπίπεδο κείμενο, που μπορεί να 

ερμηνευτεί ψυχαναλυτικά αλλά και πολιτικά, μεταξύ άλλων -μια αλληγορία ενάντια στα ολοκληρωτικά συστήματα διακυβέρνησης, ενάντια στον παραλογισμό της γραφειοκρατίας, ενάντια στη δικαιοσύνη που ερμηνεύει κατά βούληση και παραμορφώνει την
«εύπλαστη» νομοθεσία- και που ο επερχόμενος νατσισμός κι αργότερα ο σταλινισμός φρόντισαν να το καταστήσουν προφητικό, κατά κάποιο τρόπο, υλοποιώντας το... Εξ ου κι ο διαχρονικός του χαρακτήρας -ο Κάφκα γεφυρώνει τον Ντοστογιέφσκι με τον Μπέκετ. Ο Κρίστιαν Λούπα που ζει στην πατρίδα του, την Πολονία, παρόμοιες καταστάσεις, μέσα σ’ ένα ακροδεξιό κύμα συντήρησης, εθνικισμού, ρατσισμού 
και φανατικού καθολικισμού, εκφραζόμενο απ’ την παρούσα κυβέρνησή της, βρήκε στην «Δίκη» ένα ιδανικό κείμενο για να το αντιστοιχίσει με τις καταστάσεις αυτές. Υπογράφοντας τη διασκευή και τη σκηνοθεσία μιας παράστασης (2017) σε τρία μέρη δεν προσπάθησε, πάντως, να εκσυγχρονίσει το κείμενο και να κραυγάσει τις αντιστοιχίες. Το άφησε να μιλήσει μόνο του, με διακριτικές αλλά εύγλωττες παρεμβάσεις -μια τηλεόραση που δείχνει στην αρχή μια πολιτική συζήτηση μ’ εκπροσώπους των πολονικών κομμάτων, η εμβληματική σκηνή όπου οι ηθοποιοί 

εμφανίζονται παρατεταγμένοι κατά μέτωπον με τα στόματα σφραγισμένα με μαύρες συγκολλητικές ταινίες ενώ, πίσω τους, σε βίντεο, φαίνονται να εκτελούνται δια τουφεκισμού.... Παράλληλα, 

κρατώντας τις ισορροπίες, δεν έχει παραμελήσει την ψυχαναλυτική ταυτότητα της «Δίκης»: ο Γιόζεφ Κ. του Κρίστιαν Λούπα, σιγά-σιγά, γλιστράει και ταυτίζεται με τον ίδιο τον Κάφκα, τον ανασφαλή, με ψυχολογικά και σεξουαλικά προβλήματα συγγραφέα κι άνθρωπο, τον πληγωμένο απ’ το «εβραϊκό στίγμα» -γίνεται Φραντς Κ. Εξ ου κι οι δυο ηθοποιοί που επωμίζονται το ρόλο. Ο Λούπα έχει ακολουθήσει τη ροή του μυθιστορήματος 

συρρικνώνοντας κάποια σημεία, αλλάζοντας κάποια πρόσωπα -ο θείος Καρλ γίνεται θεία Αλμπερτίν, ίσως ένα κλείσιμο του ματιού προς τον Προυστ του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»-, τονίζοντας τον σκοτεινό ερωτισμό του κειμένου, παρεμβαίνοντας με voice-over ο ίδιος -θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για Κρίστιαν Κ.- ή οι ηθοποιοί του, εν είδει εσωτερικών μονολόγων, καταργώντας το τέλος τού -όπως τυπώθηκε το 1925- μυθιστορήματος -ο Εφημέριος δίνει οδηγίες στον Γιόζεφ (Φραντς) 


Κ. πώς θα βγει απ’ το ναό κι οι ηθοποιοί, μπρεχτικά και πάλι, παρατεταγμένοι κατά μέτωπον, κλείνουν την παράσταση, απευθυνόμενοι στο κοινό, με την ατάκα: «Τη συνέχεια τη γνωρίζετε». Και προσθέτοντας, στο δεύτερο μέρος, μια μεγάλη σε διάρκεια σκηνή αναρρωτηρίου, μέσα απ’ την οποία, χρησιμοποιώντας άλλα κείμενα του Κάφκα, επιστολές του ή κείμενα άλλων για τον Κάφκα, με παρόντες στη σκηνή τον Μαξ Μπροντ και την δις -το 1914 και το 1917-αρραβωνιστικιά του Φελίτσε Μπάουερ την οποία γνώρισε το 1912 και απ’ την οποία δις χώρισε χωρίς ποτέ να παντρευτούν, υλοποιεί αυτό το γλίστρημα 
απ’ τον Γιόζεφ Κ. στον Φραντς Κ.(άφκα) ενώ, παράλληλα, μας συνδέει, γι άλλη μια φορά με τη σύγχρονη πολονική πραγματικότητα. Ολ’ αυτά βουτηγμένα σε νοσηρά ημίφωτα, συνοδευόμενα από καθηλωτικά βίντεο (Μπάρτος Νάλαζεκ, ο υπεύθυνος αλλά και συνεργάτης στους φωτισμούς), τραβηγμένα σε χώρους εφιαλτικούς αλλά κι από ταυτόχρονες λήψεις βίντεο που μεγεθύνουν λεπτομέρειες, μέσα σε καταπληκτικά, ζοφερά σκηνικά (τα υπογράφει, όπως και το σχεδιασμό των φωτισμών ο ίδιος ο Κρίστιαν Λούπα) που διαμορφώνονται μ’ εξαίσιους φωτισμούς και με βίντεο, με τα αρμόζοντα κοστούμια (Πιοτρ Σκίμπα), που κρυφοβλέπουν προς τη δεκαετία του 1920 και σ’ ένα τρομακτικό, συναρπαστικό υποβόσκον ηχητικό/μουσικό περιβάλλον (ο Μπογκουμίλ Μίσαλα υπογράφει τη μουσική ενώ ακούγονται, πάντα υπόγεια αλλά καίρια, από Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ μέχρι Άρβο Παρτ κι από «Casta Diva» απ’ την «Νόρμα του Μπελίνι με Κάλλας μέχρι Άστορ Πιατσόλα). Αργοί ρυθμοί, παύσεις, σιωπές, πόρτες που, καθώς ανοίγονται, κάτι ξαφνικό, κάτι που αιφνιδιάζει και τρομάζει κρύβουν πίσω τους συνθέτουν, μέσα σ’ αυτό το
εικαστικό -που, κάποιες στιγμές με παρέπεμψε σε Φράνσις Μπέικον- και ηχητικό περιβάλλον έναν αργόσυρτο, υπνωτιστικό, «παχύρρευστο», τρομακτικό εφιάλτη, ένα ταξίδι στην άκρη της νύχτας, στο έρεβος, μια ες Άδου κάθοδον -ακριβώς αυτό που αρμόζει στο καφκικό κείμενο. Η παράσταση (που εξοβελίστηκε για πολιτικούς λόγους απ’ το «Πολονικό Θέατρο» του Βρότσλαφ όπου είχε ξεκινήσει να ετοιμάζεται, αλλά, τελικά, βρήκε στέγη στο «Νέο Θέατρο» της Βαρσοβίας -καλλιτεχνικός διευθυντής ο Κσίστοφ Βαρλικόφσκι- κι υλοποιήθηκε με την οικονομική στήριξη, ως συμπαραγωγών, διάφορων ευρωπαϊκών φορέων, μεταξύ των οποίων κι η «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση) έχει, όμως, και τα ελαττώματά της: η σκηνή του αναρρωτηρίου είναι εξοντωτικής
διάρκειας ενώ και στο τρίτο μέρος εισέπραξα δυο κοιλιές με τον μονόλογο του Δικηγόρου και στη σκηνή με τον Εφημέριο. Οι ελληνικοί υπότιτλοι, αναγκαστικά συρρικνωμένοι και γρήγορα εναλλασσόμενοι, λόγω του πολύ φορτωμένου, πυκνού κι, επιπλέον, με δύσκολες έννοιες λόγου, και χωρίς ν’ αναφέρονται τα ομιλούντα πρόσωπα, σε συνδυασμό με τα ημίφωτα που δυσκολεύουν τον εντοπισμό των ηθοποιών οι οποίοι μιλούν καθιστούν δύσκολη την παρακολούθηση. Οι ηθοποιοί, υψηλού επιπέδου, εκτελούν το όραμα του Λούπα με συνέπεια μ’ επικεφαλής τον Μαρτσίν 


Πέμπους (ο βασικός Γιόζεφ Κ.). Ξεχώρισα την Χαλίνα Ρασιάκοβνα-Θεία Αλμπερτίν, θεατρίνα με ταμπεραμέντο και χιούμορ. Μια παράσταση με δυσκολίες αλλά και με υψηλή αισθητική που ζωντανεύει στη σκηνή τον καφκικό εφιάλτη -αυτό το ταξίδι στην κόλαση (Φωτογραφίες: 1, 9 Magda Heuckel 2, 3, 4, 5, 6, 13, 14 Ελίνα Γιουνανλή   7, 8, 10, 11, 12, 15 Natalia Kabanow).

(Πολύ κατατοπιστικό, το -δωρεάν- εν μέρει δίγλωσσο -ελληνικά κι αγγλικά- πρόγραμμα της παράστασης. Έλλειψη: η αλφαβητική αναφορά των ονομάτων των ηθοποιών κι όχι η διανομή, πράγμα που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την παρακολούθηση). 

«Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση / Κεντρική Σκηνή, «Νέο Θέατρο» Βαρσοβίας, 6 Μαρτίου 2019.

No comments:

Post a Comment