March 21, 2019

Στο Φτερό / Ματωμένος γάμος


«Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, λιμπρέτο (σερ Γουόλτερ Σκοτ) Σαλβατόρε Καμαράνο / Μουσική διεύθυνση: Πιερ Ντιμουσό. Σκηνοθεσία: Κέιτι Μίτσελ.


Ξαναείδα την περσινή «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» της Λυρικής. Με φόβο. Είχα θεωρήσει την περσινή παράσταση συγκλονιστική και φοβόμουν ότι, φέτος, θ’ άρχιζα να βρίσκω ελαττώματα. Το αντίθετο: πρόσεξα, εντόπισα, ανακάλυψα λεπτομέρειες που μου είχαν διαφύγει, θαύμασα ακόμα περισσότερο τον τρόπο που η 
σκηνοθεσία ανέσυρε από το λιμπρέτο τα εξαιρετικά ευρήματά της, τον τρόπο που συνέπλευσε με τη μουσική, χωρίς να καπελώσει την όπερα με σκηνοθετισμούς και πιστεύω, ακράδαντα πια, πως πρόκειται για την καλύτερη παράσταση της Λυρικής, τουλάχιστον από το 1968 που την παρακολουθώ ανελιπώς. Και ότι η Κέιτι 

Μίτσελ είναι σπουδαία σκηνοθέτρια που έχει ανεβάσει μία παράσταση-σταθμό στην ιστορία της όπερας. Ένοιωσα την ανάγκη -την υποχρέωση μάλλον- να μεταφέρω το σχετικό κομμάτι που έγραψα πέρσι, στο totetartokoudouni.blogspot.com, κατά σύμπτωση, ακριβώς ένα χρόνο πριν -21 Μαρτίου 2018-, και ανάρτησα, πάλι, αυτούσιο, στις 24 του περασμένου Φεβρουαρίου στο facebook. Αυτή τη φορά συμπληρωμένο και προσαρμοσμένο στα κάπως διαφοροποιημένα, ως προς τη μουσική διεύθυνση και τη διανομή, φετινά δεδομένα της παράστασης που είδα: 

Τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια χρειάστηκαν από το τελευταίο ελληνικό ανέβασμα της όπερας του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, για να παρουσιάσει η Εθνική Λυρική Σκηνή και πάλι την «Λουτσία ντι Λαμερμούρ», σε μία παράσταση-συμπαραγωγή με την Βασιλική Όπερα, Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, που έκανε εκεί την πρεμιέρα της τη σεζόν 2015/2016. Ο έρωτας, στην Σκοτία των αρχών του 18ου αιώνα, της Λουτσία του Λαμερμούρ με τον Εντγκάρντο, λόρδο του Ρέιβενσγουντ, θανάσιμο εχθρό του αδελφού της Ενρίκο Άστον, λόρδου του Λαμερμούρ ο οποίος, όταν τον 

πληροφορείται, εκβιαστικά την υποχρεώνει -και για λόγους προσωπικής του πολιτικής διάσωσης- να παντρευτεί τον λόρδο Αρτούρο Μπάκλο, έρωτας με τραγική έκβαση, καθώς ο Εντγκάρντο εμφανίζεται στη διάρκεια της τελετής του γάμου και καταριέται για την, όπως πιστεύει, προδοσία της την Λουτσία που παραφρονεί, σκοτώνει τον άντρα της και πεθαίνει ενώ ο 

Εντγκάρντο, όταν μαθαίνει το θάνατό της, αυτοκτονεί, τρίπρακτη όπερα σε λιμπρέτο του Σαλβατόρε Καμαράνο (βασισμένο στο γκόθικ ρομαντικό, ιστορικό -καθώς αντλεί από ένα ιστορικό γεγονός του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα- μυθιστόρημα «Η
νύφη του Λάμερμουρ» (1819) του Σκότου σερ Γουόλτερ Σκοτ), από τις κορυφαίες του μπελκάντο -η αποθέωσή του-, ιδεώδες, δεξιοτεχνικό μελόδραμα, βρήκε ιδανική σκηνοθέτρια στο πρόσωπο της Αγγλίδας Κέιτι Μίτσελ. Η Κέιτι Μίτσελ έσκυψε με τόλμη αλλά και με περίσκεψη και με μεγάλη προσοχή και ανέσκαψε με ιδιαίτερη φροντίδα την όπερα του Ντονιτσέτι -μουσική και λιμπρέτο- ανατρέχοντας στις γκόθικ 
ρίζες της αλλά τοποθετώντας την στην εποχή που γράφτηκε (1835). Δεν έπεσε στην παγίδα του εύκολου «εκσυγχρονισμού» και των προς εντυπωσιασμόν, όπως λάχει, ευρημάτων για τα ευρήματα, στο δήθεν μεταδραματικό κιτς και στην αποδόμηση. Της ήταν περιττά. Προτίμησε την έρευνα και την ουσία. Στη σκηνοθεσία της, που εδώ την έχει αναβιώσει ο Ρόμπιν Τέμπατ, σε αντίθεση με τα, συνήθη στις οπερατικές σκηνές,

grosso modo -«χοντρικά»- ανεβάσματα, η έμφαση που δίνεται στη λεπτομέρεια είναι αξιοπρόσεκτη -τα γυαλιά του που καθαρίζει ο Εντγκάρντο στην ερωτική σκηνή, η Λουτσία που προσπαθεί να τον γδύσει (δύο στιγμιότυπα που απόρησα γιατί δεν υπάρχουν στη φετινή παράσταση, έως και λογοκρισία υποπτεύτηκα...), οι κολορατούρες της Λουτσία στη Σκηνή της Τρέλας που ιδιοφυώς μετασχηματίζονται από μπραβούρα μελοδράματος της
αρχής του 19ου αιώνα σε κραυγές πόνου της γυναίκας που απέβαλε, εκείνο το ανατριχιαστικό, μοναδικό ξεχείλισμα της μπανιέρας στο φινάλε, με την Λουτσία νεκρή με κομμένες φλέβες μέσα, και τον Εντγκάρντο να την ακολουθεί κόβοντας το λαιμό του... Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο, κάθε εύρημα είναι αντλημένο από το κείμενο και συμπλέει με τη μουσική. Η διαίρεση στα δύο της σκηνής στο τέλεια ζυγισμένο, όπως και η σκηνοθεσία, εξαιρετικό και εξαιρετικά φωτισμένο από 
τον Τζον Κλαρκ -αυτά τα «ομιχλώδη» ημίφωτα!- σκηνικό της Βίκι Μόρτενσεν, που υπογράφει και τα πειστικής αυθεντικότητας κοστούμια, επιτρέπει στη σκηνοθεσία να εμπλουτίσει την κύρια δράση με δράση παράλληλη, βουβή, συμπληρωματική, επεξηγηματική της πλοκής αλλά ποτέ φλύαρη, ποτέ περιττή. Τα δύο φαντάσματα από το παρελθόν τα οποία εμφανίζονται -της ερωτευμένης κοπέλας που 

σκότωσε ο εραστής της, ένας ζηλότυπος πρόγονος του Ρέιβενσγουντ, και της μητέρας τής Λουτσία, που πρόσφατα έχει πεθάνει-, στοιχειώνοντας το παρόν, δένονται -η γκόθικ πινελιά- οργανικά στη δράση -ρέουν αργά, υπνωτιστικά μέσα στην παράσταση- και η τρέλα στην οποία κυλάει η Λουτσία προκύπτει 

«λογικά», «αβίαστα», «υποχρεωτικά» ως συσσωρευτικό αποτέλεσμα της τρομερής καταπίεσης από τον αδελφό της, της κοινωνικής πίεσης που υφίσταται, των ασφυκτικών απαιτήσεων και της απόρριψης από τον Εντγκάρντο αλλά και της εγκυμοσύνης της η οποία καταλήγει σε αιματηρή αποβολή -ευφυές σκηνοθετικό εύρημα: μία γυναίκα απόλυτα καταπιεσμένη από παντού που φτάνει, με τη 

βοήθεια μιας άλλης γυναίκας, της έμπιστης υπηρέτριάς της Αλίζα, στο φόνο του κατ’ επιταγήν συζύγου της -μία ακραία κίνηση πρώιμου φεμινισμού. Η Κέιτι Μίτσελ έχει ανεβάσει, τελικά, ένα αιματοβαμμένο θρίλερ, κοντά στο σπλάτερ, που, όμως, με την υψηλότατη αισθητική του -απόλυτα λειτουργική και η κινησιολογία/χορογραφία του Τζόζεφ Άλφορντ-, αναβαθμίζει, «γεμίζει» -αλλά όχι με φούμαρα- την όπερα του Ντονιτσέτι. Μία σπουδαία σκηνοθεσία που δεν καπελώνει αλλά αναδεικνύει το έργο. Η Ορχήστρα της Λυρικής υπό τον δυναμικό Γάλο Πιερ Ντιμουσό συμβάλλει θετικά στο μουσικό κομμάτι της παράστασης, αν και, ειδικά στην πρώτη και στη δεύτερη σκηνή της τρίτης
πράξης, μετά την άρια της τρέλας «Ο γλυκός ήχος», εντόπισα κάποια προβλήματα σύμπλευσης με τους τραγουδιστές. Ικανοποιητική και η Χορωδία της Λυρικής σε διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Βρήκα με κάποιες φωνητικές αδυναμίες τον Νορμάνο του τενόρου Χαράλαμπου Βελισσάριου και την Αλίζα της μέτζο Λυδίας Βαφειάδη αλλά ενταγμένους στην παράσταση. Ο μπάσος Τάσος Αποστόλου ως Ραϊμόντο, φωνητικά στέρεος και υποκριτικά ικανός ακόμα και όταν σιωπά, ξέρει να πατάει γερά το σανίδι. Ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος έχει ωριμάσει φωνητικά και υποκριτικά: ο Εντγκάρντο του είναι πολύ καλός. Ο Ενρίκο του Τάση Χριστογιαννόπουλου σχεδόν κλέβει  


την παράσταση: εξαιρετική φιγούρα, κορμοστασιά-σπαθί, υποκριτική επιπέδου πρόζας, θαυμάσια κίνηση και φωνή βαρύτονου μεστή και με εύρος. Η Χριστίνα Πουλίτση πραγματοποιεί έναν άθλο: ακροβατεί φωνητικά με θριαμβευτική επιτυχία στο ρόλο της 

Λουτσία αλλά και, καλά οδηγημένη από τη σκηνοθεσία, ερμηνεύει αυτό το κορίτσι, που ασφυκτιά από την καταπίεση και που εξεγείρεται απεγνωσμένα για να καταρρεύσει από την υπεράνθρωπη προσπάθεια να υπερβεί τους κανόνες της κοινωνίας της, συναρπαστικά. Μία παράσταση ιδιοφυής, κατά τη γνώμη μου η σημαντικότερη στην ιστορία της Λυρικής. ΟΦΕΙΛΕΤΕ να τη δείτε. Και η Λυρική ΟΦΕΙΛΕΙ να εντάξει αυτή την παράσταση στο ρεπερτόριό της (Φωτογραφίες: 1,3,4,5,9,10,13,14,15,17 Ανδρέας Σιμόπουλος 2,6,7,8,11,12,16 Δημήτρης Σακαλάκης).

(Το έντυπο -δίγλωσσο, ελληνικά και αγγλικά- πρόγραμμα της παράστασης, περσινή έκδοση με καινούργιο ένθετο για τους συντελεστές, πλουσιότατο. Μία παρατήρηση: Το Royal Shakespeare Company/RSC μεταφράζεται Βασιλικός Σεξπιρικός Θίασος κι όχι Βασιλική Εταιρεία Σέξπιρ).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Κύκλος «Ιταλικής Όπερας», Εθνική Λυρική Σκηνή και Βασιλική Όπερα, Κόβεντ Γκάρντεν, 20 Μαρτίου 2019.

No comments:

Post a Comment