Το Τέταρτο Κουδούνι / 18 Απριλίου 2018
Τέταρτη παράταση! Η επιτυχία μάς υποχρεώνει σε αναρτήσεις έως το τέλος Απριλίου.
Πάντα χειροκροτώ στο τέλος των παραστάσεων. Έστω και τυπικά, αν δε μου αρέσουν καθόλου -σέβομαι τον κόπο των επί σκηνής. Εκτός κι αν θυμώσω. Κι αυτή τη φορά θύμωσα. Θύμωσα πολύ. Και δε χειροκρότησα. Καθόλου. Στο «Requiem pour L.». Του Αλέν Πλατέλ και του Φαμπρίτσιο Κασόλ. Που ’δα στην «Στέγη».
Γνωρίζω τo Μπαλέτο C. de la B. ήδη απ’ το 2005 και το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας της Βίκυς Μαραγκοπούλου, το ’δα στο Φεστιβάλ Αθηνών, κατόπιν στην «Στέγη» -θετικότατες οι εντυπώσεις μου. Πήγα, λοιπόν, να δω την καινούργια παράστασή τους που συνυπέγραφαν ο Αλέν Πλατέλ, ο ιδρυτής του C. de la B. κι ο Φαμπρίτσιο Κασόλ με το πειραγμένο απ’ τον Κασόλ «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ -χωρίς καμιά πληροφόρηση, καθώς πουθενά κουβέντα για την ταμπακιέρα, ήτοι τον βασικό σκηνικό άξονα της παράστασης. Ούτε στην επίσημη σελίδα της ομάδας, ούτε στα δελτία Τύπου, ούτε στη σελίδα της «Στέγης», ούτε στις συνεντεύξεις του Πλατέλ, ούτε κάτι να γίνεται αντιληπτό απ’ τις φωτογραφίες της παράστασης που μοιράστηκαν… -ο λόγος μόνο για το μουσικό μέρος της.
Κι εκεί, επί τόπου, ανακάλυψα ότι όλη η παράσταση -συναυλία περισσότερο θα τη χαρακτήριζα, με λίγη κίνηση- στηρίζεται, βασίζεται, εξελίσσεται, αναπτύσσεται κάτω από ένα βίντεο, διάρκειας μιας ώρας και 40 λεπτών, όπου μια ηλικιωμένη γυναίκα, η L. του τίτλου, πεθαίνει. Όχι μεταφορικά, κυριολεκτικά. Σε γκρο πλάνο, με την κάμερα στημένη απέναντί της: εκείνη μακιγιαρισμένη και ντυμένη με τα καλά της, ξαπλωμένη σε μια πολυθρόνα, ακουμπώντας το κεφάλι της στην πλάτη της πολυθρόνας, αποκαμωμένη, άλλοτε με τα μάτια ανοιχτά, άλλοτε να προσπαθεί με κόπο να τ’ ανοίξει, άλλοτε σε βύθος -χαμένη στον κόσμο της-, κάποια στιγμή ψιθυρίζοντας -βουβά για μας- λίγα λόγια, οι - ήρεμες- τελευταίες στιγμές της, οι άνθρωποί της που της παραστέκονται ως κομπάρσοι… Και στο τέλος, νεκρή.
Δε βρήκα το βίντεο σοκαριστικό -έχω ζήσει θανάτους. Το βρήκα Βλάσφημο: ο «καλλιτέχνης», κορεσμένος από κάθε ερέθισμα πια, στερεμένος από κάθε έμπνευση, να χρησιμοποιεί ως δημόσιο θέαμα την πιο προσωπική, την πιο ιερή στιγμή ενός ανθρώπου: το θάνατό του. Και να κάνει «τέχνη». Με την άδεια, φυσικά, της θνήσκουσας -άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου…- και των συγγενών, όπως διάβασα -αλλά πώς ήξεραν πότε θα πεθάνει και τη μακιγιάρισαν και της έβαλαν το κολιέ; Την κάμερα την είχαν στήσει εκ των προτέρων δια παν ενδεχόμενον; Έμεινα με την απορία… (Για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα -λυπάμαι αλλά- αρνούμαι, όσο ενδιαφέρον κι αν ήταν, να σχολιάσω οτιδήποτε).
Δε θύμωσα απλώς. Ντράπηκα με την κατάντια μας. Ένοιωσα να ζω σ’ εποχή απόλυτης παρακμής της τέχνης -σ’ εποχή «Σατυρικού» του Πετρόνιου, ρωμαϊκή: ο καλλιτέχνης ως Τέρας.
Το βραβευμένο θεατρικό έργο «Δυο γυναίκες χορεύουν» (2008, πρεμιέρα 2010) του διακεκριμένου καταλανού συγγραφέα Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ ι Ζουρνέτ θα παρουσιαστεί την επόμενη χειμερινή θεατρική περίοδο 2018/2019 στο «Μεταξουργείο», με την Άννα Βαγενά και την Γιασεμί Κηλαηδόνη στους δυο βασικούς -και μόνους- ρόλους του, στη μετάφραση που ’χει γίνει ως συνεργασία της μεταφραστικής ομάδας «Els de Paros», μ’ έκτακτη συμμετοχή της Ειρήνης Καλλιγά και της Φιλιώς Ευθυμίου. Για το σκηνοθέτη και τους λοιπούς συντελεστές οι συζητήσεις δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί.
Στο έργο, μια δύστροπη ηλικιωμένη, με πάθος για τα κόμικς, που ζει απομονωμένη απ’ τον κόσμο σ’ ένα ρημαγμένο διαμέρισμα, και μια νεαρή γυναίκα, μ’ ένα ένοχο μυστικό που την έχει στοιχειώσει και την έχει αποκόψει απ’ την κοινωνική ζωή, αναγκάζονται να συνυπάρξουν, όταν η κόρη της ηλικιωμένης προσλαμβάνει τη νεαρή για να καθαρίζει και να τακτοποιεί το σπίτι της μητέρας της. Δυο γυναίκες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους -ηλικία, μνήμες, επιθυμίες, προσέγγιση της ζωής…-, κάτω απ’ την ίδια στέγη για κάποιες μέρες, ξεδιπλώνουν η μια στην άλλη τις επιθυμίες τους, τους φόβους τους κι οδηγούνται στη μοιραία απόφαση: αφού δεν μπορούν να ’χουν τη ζωή που θέλουν, θα πάψουν τουλάχιστον να την εξευτελίζουν. Και χορεύουν μαζί τον τελευταίο χορό…
Ο 78χρονος, σήμερα, Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ ι Ζουρνέτ, που θεωρείται απ’ τους κορυφαίους της σύγχρονης ισπανικής θεατρικής γραφής, έγραψε το «Δυο γυναίκες χορεύουν», όπως έχει δηλώσει, τυχαία, όταν το βλέμμα του συνέλαβε μια ηλικιωμένη γυναίκα ν’ αγοράζει παθιασμένα παιδικά κόμικς σ’ ένα παλαιοπωλείο. Το αποτέλεσμα είναι μια δραματική κομεντί, με το χιούμορ και τη συγκίνηση να εναλλάσσονται γοργά.
Το έργο, που ’χει τιμηθεί, στο μεταξύ, με διακρίσεις, πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα σε παγκόσμια πρώτη, στα ελληνικά, το 2009/2010, πριν απ’ την πρεμιέρα του, στο πρωτότυπο, το 2011 στην Βαρκελόνη, με τη μορφή «θεατρικού αναλογίου» -στην Αθήνα, στο «Studio Μαυρομιχάλη» και στο πλαίσιο διήμερου αφιερώματος στο καταλανικό θέατρο, σε σκηνοθεσία Ελένης Γεωργοπούλου, με την Νίτα Παγώνη και την Μαρία Τσιμά.
Η πρώτη του σκηνική παρουσίαση στα ελληνικά έγινε στην Κύπρο -στην Λευκωσία-, τη σεζόν 2013/2014, στο θέατρο «Διόνυσος», με σκηνοθέτη τον Έντμοντ Νανούση και με την Ιωάννα Σιαφκάλλη και την Άννα Γιαγκιώζη.
Στην Ελλάδα, στη σκηνή το πρωτοανέβασε, την επόμενη χειμερινή περίοδο -2014/2015-, ο Τάσος Ιορδανίδης, στο «Ιλίσια/Βολανάκης», με την Χρυσούλα Διαβάτη και την Θάλεια Ματίκα -η παράσταση επαναλήφθηκε και την επόμενη σεζόν 2015/2016.
Τη λήγουσα σεζόν 2017/2018 ανέβηκε στο Ηράκλειο, απ’ την Ομάδα Θεατρικής Τέχνης «Το Σανίδι», σε σκηνοθεσία Έφης Δράκου, με την Κωνσταντίνα Σαρρή και την Φαίη Ταμιωλάκη.
Ένα υπέροχο θεατρικό έργο για τέσσερις σολίστες (που πολύ αργά το ανακαλύψαμε στην Ελλάδα, χάρη στον Τάκη Βουτέρη, την Αννίτα Δεκαβάλλα και το «Θέατρο Εξαρχείων»): «Το τίμημα» του Άρθουρ Μίλερ. Η παράσταση της Ιωάννας Μιχαλακοπούλου που ’δα στο «Ιλίσια» -και που πολύ άρεσε και θα πάει και την επόμενη χειμερινή σεζόν- είναι μια παράσταση έντιμη, καλά στημένη, με σωστούς ρυθμούς. Που πολλά χρωστάει, κυρίως,
στον βετεράνο Γιώργο Μιχαλακόπουλο και στον -δύναμη!- Χρήστο Σαπουντζή. Το καλύτερο προσπαθεί κι ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης. Η Ρένια Λουιζίδου, όμως, καλή, κατά βάση, ηθοποιός, δίνει το ρόλο της εξωτερικά, με υπερβολές και μια δυναμική που πετάει έξω την παράσταση. Ίσως η σκηνοθέτρια θα ’πρεπε να την ελέγξει περισσότερο.
Το εκτεταμένο ποίημα «Αποχαιρετισμός. Οι τελευταίες ώρες του Γρηγόρη Αυξεντίου μες στη φλεγόμενη σπηλιά» (1957) του κορυφαίου Γιάννη Ρίτσου -περιλαμβάνεται στον Γ΄ τόμο (Εκδόσεις «Κέδρος») των «Ποιημάτων» του-, έναν θεατρικά δομημένο εσωτερικό μονόλογο του ελληνοκύπριου ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου, στην κρύπτη του, λίγο πριν απ’ το θάνατο του, θα ερμηνεύσει, στις 11 και 12 Μαΐου, δραματοποιημένο, σε σκηνοθεσία του, ο διακεκριμένος κύπριος σκηνοθέτης και
ηθοποιός Νεοκλής Νεοκλέους, στο «Black Box» του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», με ζωντανή μουσική του Γιώργου Καλογήρου, που γράφτηκε ειδικά για την παράσταση.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, κύπριος αγωνιστής της ΕΟΚΑ -της Εθνικής Οργανώσεως Κυπρίων Αγωνιστών-, κατά τον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-1959 εναντίον της Αγγλικής Κατοχής, γνωστός τότε με το ψευδώνυμο Ζήδρος, δεύτερος στην ιεραρχία της οργάνωσης, σκοτώθηκε, στα 29 του χρόνια, σε μάχη που δόθηκε κοντά στο μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά, απ’ τους Άγγλους οι οποίοι, μετά από προδοσία, πληροφορήθηκαν το κρησφύγετό του, το περικύκλωσαν μ’ αυτοκίνητα κι ελικόπτερα κι ύστερα από πολύωρη μάχη κι αρκετούς νεκρούς στις τάξεις τους, έριξαν βενζίνη και τον έκαψαν ζωντανό.
Ο πάντα ευαισθητοποιημένος Γιάννης Ρίτσος έγραψε τον «Αποχαιρετισμό» δυο μόλις μέρες μετά τη θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου, που συντελέστηκε στις 3 Μαρτίου 1957 και που προκάλεσε το θαυμασμό της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Στο ποίημα ο ήρωας αποχαιρετά τον κόσμο, τη ζωή, τον τόπο του. Μόνος με την ιστορία, προσπαθεί να αντιμετωπίσει το θάνατο που με βεβαιότητα έρχεται. Με πολλή ηρεμία κι αυτοκυριαρχία σκέφτεται στιγμές και σκηνές της ζωής του καθημερινές, απλές αλλά και φιλοσοφεί σε μεγάλα θέματα. Σκέφτεται το πέρασμα απ’ τη ζωή στο θάνατο και συγκρίνει τις ευθύνες του με τη γοητεία της ειρηνικής ζωής.
Ο Νεοκλής Νεοκλέους, με σπουδές στην Κρατική Σχολή Κινηματογράφου και Θεάτρου στη Μόσχα, έχει συνεργαστεί με το «Σατιρικό Θέατρο»,
την ΕΘΑΛ κι, επί σειρά ετών, με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου πρωταγωνιστώντας σε περισσότερες από 100 παραστάσεις του κλασικού και του σύγχρονου ρεπερτορίου κι έχει βραβευτεί με το Βραβείο Καλύτερου Άνδρα Ηθοποιού για τη διετία 2003-2005 στα Βραβεία Θεάτρου του ΘΟΚ. Έχει κάνει κινηματογράφο, τηλεόραση κι έχει σκηνοθετήσει θεατρικά έργα και μουσικοχορευτικές παραστάσεις καθώς και την εναρκτήρια τελετή του «Πάφος, Πολιτιστική Πρωτεύουσα 2017» ενώ διδάσκει Υποκριτική κι Αυτοσχεδιασμό.
Η παράσταση ήταν παραγγελία του Συνδέσμου Αγωνιστών ΕΟΚΑ 1955-1959 και πρωτοπαίχτηκε τη σεζόν 2015/2016 στο θέατρο του ΘΟΚ στην Λευκωσία.
Ο «Αποχαιρετισμός» πρωτοπαρουσιάστηκε -η μόνη, αν δεν κάνω λάθος, φορά- στην ελληνική σκηνή τη σεζόν 1974/1975, στο τότε θέατρο «Κάβα», απ’ τον «Θίασο Ρεπερτορίου» του Νίκου Χατζίσκου και της Τιτίκας Νικηφοράκη, ενταγμένος σ’ ένα «Πρόγραμμα Ρίτσου» -η πρώτη, αν δε λαθεύω, σκηνική παρουσίαση του Γιάννη Ρίτσου στην Ελλάδα- που περιλάμβανε, επίσης, την «Σονάτα του σεληνόφωτος» και την «Ελένη», που τα ερμήνευε η Τιτίκα Νικηφοράκη. Η σκηνοθεσία ήταν του Νίκου Χατζίσκου ο οποίος ήταν κι ο ερμηνευτής στον «Αποχαιρετισμό» και τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη. Η παράσταση, σύμφωνα με πληροφορίες του σκηνοθέτη και θεατρολόγου Ηλία Μαλανδρή, μαγνητοσκοπήθηκε απ’ την ΕΡΤ αλλά σώζεται μόνον η «Ελένη» -μια εμβληματική ερμηνεία απ’ την Τιτίκα Νικηφοράκη- ενώ απ’ τον «Αποχαιρετισμό» μόνον ο ήχος.
Δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο το έργο για δυο της Μαρί Τζόουνς -ένα παιχνίδι. Το ’χα ήδη διαπιστώσει όταν το «Πέτρες στις τσέπες του» είχε πρωτοανεβεί στην Ελλάδα στο «Ιλίσια / Βολανάκης» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, με τον ίδιο και τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη. Τη σεζόν 2002/2003. Δεκαπέντε χρόνια μετά, στο «Κιβωτός», όπου μεταφέρθηκε φέτος, λόγω μεγάλης επιτυχίας, απ’ το «Θέατρο του Νέου Κόσμου» που τη στέγασε πέρσι -παραγωγή του-, η καινούργια παράσταση του έργου, σιγούρεψα τη γνώμη μου: ότι το έργο τίποτα δε λέει αλλά δίνει στους δυο πρωταγωνιστές τη δυνατότητα να επιδείξουν τη δεξιοτεχνία τους καθώς επωμίζονται πλήθος ρόλων ο καθένας, περνώντας απ’ τον ένα στον άλλο αστραπιαία, χωρίς αλλαγές κοστουμιών. Κι ο
Γιώργος Χρυσοστόμου κι ο Μάκης Παπαδημητρίου, αυτοσκηνοθετημένοι, κάνουν, υπερταλαντούχοι κι οι δυο τους, ακριβώς ένα ρεσιτάλ δεξιοτεχνίας. Το ότι, επιπλέον, διαθέτουν πλούσια αποθέματα χιούμορ κι ότι το χαίρονται αυτό που κάνουν και το δείχνουν ότι το χαίρονται κάνει το αποτέλεσμα ευφρόσυνο.
Αυτές οι δηλώσεις Καμμένου από ’δω -«τι σας κάναμε, μάνα μου, το 1821…», «σας την ανεβάσαμε τη σημαία στη βραχονησίδα»-, Γιλντιρίμ/Ερντογάν/Μπαχτσελί και λοιπών αυλικών από ’κει -«τι σας κάναμε, μάνα μου, το 1922…», και «σας την κατεβάσαμε τη σημαία»-, και «όχι, δεν μας την κατεβάσατε», και «ναι, σας την κατεβάσαμε», πώς, μα πώς μου θύμισαν εκείνα τα παλιά με τον
Πίτερ Σέλερς «Το ποντίκι που βρυχάται» και «SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα»… Σπαρταριστές οι -εκατέρωθεν- βλακώδεις ατάκες. Πολύ γέλασα και γελάω. Από καρδιάς. Μόνο, γέλιο στο γέλιο, δηλώσεις στις δηλώσεις, μήπως η κωμωδία καταλήξει σε καμιά τραγωδία… Η βλακεία κι η δημαγωγία κι η σπέκουλα καλοί σύμβουλοι δεν είναι.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Πάντα χειροκροτώ στο τέλος των παραστάσεων. Έστω και τυπικά, αν δε μου αρέσουν καθόλου -σέβομαι τον κόπο των επί σκηνής. Εκτός κι αν θυμώσω. Κι αυτή τη φορά θύμωσα. Θύμωσα πολύ. Και δε χειροκρότησα. Καθόλου. Στο «Requiem pour L.». Του Αλέν Πλατέλ και του Φαμπρίτσιο Κασόλ. Που ’δα στην «Στέγη».
Γνωρίζω τo Μπαλέτο C. de la B. ήδη απ’ το 2005 και το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας της Βίκυς Μαραγκοπούλου, το ’δα στο Φεστιβάλ Αθηνών, κατόπιν στην «Στέγη» -θετικότατες οι εντυπώσεις μου. Πήγα, λοιπόν, να δω την καινούργια παράστασή τους που συνυπέγραφαν ο Αλέν Πλατέλ, ο ιδρυτής του C. de la B. κι ο Φαμπρίτσιο Κασόλ με το πειραγμένο απ’ τον Κασόλ «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ -χωρίς καμιά πληροφόρηση, καθώς πουθενά κουβέντα για την ταμπακιέρα, ήτοι τον βασικό σκηνικό άξονα της παράστασης. Ούτε στην επίσημη σελίδα της ομάδας, ούτε στα δελτία Τύπου, ούτε στη σελίδα της «Στέγης», ούτε στις συνεντεύξεις του Πλατέλ, ούτε κάτι να γίνεται αντιληπτό απ’ τις φωτογραφίες της παράστασης που μοιράστηκαν… -ο λόγος μόνο για το μουσικό μέρος της.
Κι εκεί, επί τόπου, ανακάλυψα ότι όλη η παράσταση -συναυλία περισσότερο θα τη χαρακτήριζα, με λίγη κίνηση- στηρίζεται, βασίζεται, εξελίσσεται, αναπτύσσεται κάτω από ένα βίντεο, διάρκειας μιας ώρας και 40 λεπτών, όπου μια ηλικιωμένη γυναίκα, η L. του τίτλου, πεθαίνει. Όχι μεταφορικά, κυριολεκτικά. Σε γκρο πλάνο, με την κάμερα στημένη απέναντί της: εκείνη μακιγιαρισμένη και ντυμένη με τα καλά της, ξαπλωμένη σε μια πολυθρόνα, ακουμπώντας το κεφάλι της στην πλάτη της πολυθρόνας, αποκαμωμένη, άλλοτε με τα μάτια ανοιχτά, άλλοτε να προσπαθεί με κόπο να τ’ ανοίξει, άλλοτε σε βύθος -χαμένη στον κόσμο της-, κάποια στιγμή ψιθυρίζοντας -βουβά για μας- λίγα λόγια, οι - ήρεμες- τελευταίες στιγμές της, οι άνθρωποί της που της παραστέκονται ως κομπάρσοι… Και στο τέλος, νεκρή.
Δε βρήκα το βίντεο σοκαριστικό -έχω ζήσει θανάτους. Το βρήκα Βλάσφημο: ο «καλλιτέχνης», κορεσμένος από κάθε ερέθισμα πια, στερεμένος από κάθε έμπνευση, να χρησιμοποιεί ως δημόσιο θέαμα την πιο προσωπική, την πιο ιερή στιγμή ενός ανθρώπου: το θάνατό του. Και να κάνει «τέχνη». Με την άδεια, φυσικά, της θνήσκουσας -άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου…- και των συγγενών, όπως διάβασα -αλλά πώς ήξεραν πότε θα πεθάνει και τη μακιγιάρισαν και της έβαλαν το κολιέ; Την κάμερα την είχαν στήσει εκ των προτέρων δια παν ενδεχόμενον; Έμεινα με την απορία… (Για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα -λυπάμαι αλλά- αρνούμαι, όσο ενδιαφέρον κι αν ήταν, να σχολιάσω οτιδήποτε).
Δε θύμωσα απλώς. Ντράπηκα με την κατάντια μας. Ένοιωσα να ζω σ’ εποχή απόλυτης παρακμής της τέχνης -σ’ εποχή «Σατυρικού» του Πετρόνιου, ρωμαϊκή: ο καλλιτέχνης ως Τέρας.
Να περιμένω, πια, μια ζωντανή αυτοκτονία δια απαγχονισμού σε βίντεο, με υπόκρουση, πειραγμένη, την Ενάτη του Μπετόβεν; (Φωτογραφία: Chris Van der Burght).
Το βραβευμένο θεατρικό έργο «Δυο γυναίκες χορεύουν» (2008, πρεμιέρα 2010) του διακεκριμένου καταλανού συγγραφέα Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ ι Ζουρνέτ θα παρουσιαστεί την επόμενη χειμερινή θεατρική περίοδο 2018/2019 στο «Μεταξουργείο», με την Άννα Βαγενά και την Γιασεμί Κηλαηδόνη στους δυο βασικούς -και μόνους- ρόλους του, στη μετάφραση που ’χει γίνει ως συνεργασία της μεταφραστικής ομάδας «Els de Paros», μ’ έκτακτη συμμετοχή της Ειρήνης Καλλιγά και της Φιλιώς Ευθυμίου. Για το σκηνοθέτη και τους λοιπούς συντελεστές οι συζητήσεις δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί.
Στο έργο, μια δύστροπη ηλικιωμένη, με πάθος για τα κόμικς, που ζει απομονωμένη απ’ τον κόσμο σ’ ένα ρημαγμένο διαμέρισμα, και μια νεαρή γυναίκα, μ’ ένα ένοχο μυστικό που την έχει στοιχειώσει και την έχει αποκόψει απ’ την κοινωνική ζωή, αναγκάζονται να συνυπάρξουν, όταν η κόρη της ηλικιωμένης προσλαμβάνει τη νεαρή για να καθαρίζει και να τακτοποιεί το σπίτι της μητέρας της. Δυο γυναίκες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους -ηλικία, μνήμες, επιθυμίες, προσέγγιση της ζωής…-, κάτω απ’ την ίδια στέγη για κάποιες μέρες, ξεδιπλώνουν η μια στην άλλη τις επιθυμίες τους, τους φόβους τους κι οδηγούνται στη μοιραία απόφαση: αφού δεν μπορούν να ’χουν τη ζωή που θέλουν, θα πάψουν τουλάχιστον να την εξευτελίζουν. Και χορεύουν μαζί τον τελευταίο χορό…
Ο 78χρονος, σήμερα, Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ ι Ζουρνέτ, που θεωρείται απ’ τους κορυφαίους της σύγχρονης ισπανικής θεατρικής γραφής, έγραψε το «Δυο γυναίκες χορεύουν», όπως έχει δηλώσει, τυχαία, όταν το βλέμμα του συνέλαβε μια ηλικιωμένη γυναίκα ν’ αγοράζει παθιασμένα παιδικά κόμικς σ’ ένα παλαιοπωλείο. Το αποτέλεσμα είναι μια δραματική κομεντί, με το χιούμορ και τη συγκίνηση να εναλλάσσονται γοργά.
Το έργο, που ’χει τιμηθεί, στο μεταξύ, με διακρίσεις, πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα σε παγκόσμια πρώτη, στα ελληνικά, το 2009/2010, πριν απ’ την πρεμιέρα του, στο πρωτότυπο, το 2011 στην Βαρκελόνη, με τη μορφή «θεατρικού αναλογίου» -στην Αθήνα, στο «Studio Μαυρομιχάλη» και στο πλαίσιο διήμερου αφιερώματος στο καταλανικό θέατρο, σε σκηνοθεσία Ελένης Γεωργοπούλου, με την Νίτα Παγώνη και την Μαρία Τσιμά.
Η πρώτη του σκηνική παρουσίαση στα ελληνικά έγινε στην Κύπρο -στην Λευκωσία-, τη σεζόν 2013/2014, στο θέατρο «Διόνυσος», με σκηνοθέτη τον Έντμοντ Νανούση και με την Ιωάννα Σιαφκάλλη και την Άννα Γιαγκιώζη.
Στην Ελλάδα, στη σκηνή το πρωτοανέβασε, την επόμενη χειμερινή περίοδο -2014/2015-, ο Τάσος Ιορδανίδης, στο «Ιλίσια/Βολανάκης», με την Χρυσούλα Διαβάτη και την Θάλεια Ματίκα -η παράσταση επαναλήφθηκε και την επόμενη σεζόν 2015/2016.
Τη λήγουσα σεζόν 2017/2018 ανέβηκε στο Ηράκλειο, απ’ την Ομάδα Θεατρικής Τέχνης «Το Σανίδι», σε σκηνοθεσία Έφης Δράκου, με την Κωνσταντίνα Σαρρή και την Φαίη Ταμιωλάκη.
Ένα υπέροχο θεατρικό έργο για τέσσερις σολίστες (που πολύ αργά το ανακαλύψαμε στην Ελλάδα, χάρη στον Τάκη Βουτέρη, την Αννίτα Δεκαβάλλα και το «Θέατρο Εξαρχείων»): «Το τίμημα» του Άρθουρ Μίλερ. Η παράσταση της Ιωάννας Μιχαλακοπούλου που ’δα στο «Ιλίσια» -και που πολύ άρεσε και θα πάει και την επόμενη χειμερινή σεζόν- είναι μια παράσταση έντιμη, καλά στημένη, με σωστούς ρυθμούς. Που πολλά χρωστάει, κυρίως,
στον βετεράνο Γιώργο Μιχαλακόπουλο και στον -δύναμη!- Χρήστο Σαπουντζή. Το καλύτερο προσπαθεί κι ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης. Η Ρένια Λουιζίδου, όμως, καλή, κατά βάση, ηθοποιός, δίνει το ρόλο της εξωτερικά, με υπερβολές και μια δυναμική που πετάει έξω την παράσταση. Ίσως η σκηνοθέτρια θα ’πρεπε να την ελέγξει περισσότερο.
Το εκτεταμένο ποίημα «Αποχαιρετισμός. Οι τελευταίες ώρες του Γρηγόρη Αυξεντίου μες στη φλεγόμενη σπηλιά» (1957) του κορυφαίου Γιάννη Ρίτσου -περιλαμβάνεται στον Γ΄ τόμο (Εκδόσεις «Κέδρος») των «Ποιημάτων» του-, έναν θεατρικά δομημένο εσωτερικό μονόλογο του ελληνοκύπριου ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου, στην κρύπτη του, λίγο πριν απ’ το θάνατο του, θα ερμηνεύσει, στις 11 και 12 Μαΐου, δραματοποιημένο, σε σκηνοθεσία του, ο διακεκριμένος κύπριος σκηνοθέτης και
ηθοποιός Νεοκλής Νεοκλέους, στο «Black Box» του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», με ζωντανή μουσική του Γιώργου Καλογήρου, που γράφτηκε ειδικά για την παράσταση.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, κύπριος αγωνιστής της ΕΟΚΑ -της Εθνικής Οργανώσεως Κυπρίων Αγωνιστών-, κατά τον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-1959 εναντίον της Αγγλικής Κατοχής, γνωστός τότε με το ψευδώνυμο Ζήδρος, δεύτερος στην ιεραρχία της οργάνωσης, σκοτώθηκε, στα 29 του χρόνια, σε μάχη που δόθηκε κοντά στο μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά, απ’ τους Άγγλους οι οποίοι, μετά από προδοσία, πληροφορήθηκαν το κρησφύγετό του, το περικύκλωσαν μ’ αυτοκίνητα κι ελικόπτερα κι ύστερα από πολύωρη μάχη κι αρκετούς νεκρούς στις τάξεις τους, έριξαν βενζίνη και τον έκαψαν ζωντανό.
Ο πάντα ευαισθητοποιημένος Γιάννης Ρίτσος έγραψε τον «Αποχαιρετισμό» δυο μόλις μέρες μετά τη θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου, που συντελέστηκε στις 3 Μαρτίου 1957 και που προκάλεσε το θαυμασμό της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Στο ποίημα ο ήρωας αποχαιρετά τον κόσμο, τη ζωή, τον τόπο του. Μόνος με την ιστορία, προσπαθεί να αντιμετωπίσει το θάνατο που με βεβαιότητα έρχεται. Με πολλή ηρεμία κι αυτοκυριαρχία σκέφτεται στιγμές και σκηνές της ζωής του καθημερινές, απλές αλλά και φιλοσοφεί σε μεγάλα θέματα. Σκέφτεται το πέρασμα απ’ τη ζωή στο θάνατο και συγκρίνει τις ευθύνες του με τη γοητεία της ειρηνικής ζωής.
Ο Νεοκλής Νεοκλέους, με σπουδές στην Κρατική Σχολή Κινηματογράφου και Θεάτρου στη Μόσχα, έχει συνεργαστεί με το «Σατιρικό Θέατρο»,
την ΕΘΑΛ κι, επί σειρά ετών, με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου πρωταγωνιστώντας σε περισσότερες από 100 παραστάσεις του κλασικού και του σύγχρονου ρεπερτορίου κι έχει βραβευτεί με το Βραβείο Καλύτερου Άνδρα Ηθοποιού για τη διετία 2003-2005 στα Βραβεία Θεάτρου του ΘΟΚ. Έχει κάνει κινηματογράφο, τηλεόραση κι έχει σκηνοθετήσει θεατρικά έργα και μουσικοχορευτικές παραστάσεις καθώς και την εναρκτήρια τελετή του «Πάφος, Πολιτιστική Πρωτεύουσα 2017» ενώ διδάσκει Υποκριτική κι Αυτοσχεδιασμό.
Η παράσταση ήταν παραγγελία του Συνδέσμου Αγωνιστών ΕΟΚΑ 1955-1959 και πρωτοπαίχτηκε τη σεζόν 2015/2016 στο θέατρο του ΘΟΚ στην Λευκωσία.
Ο «Αποχαιρετισμός» πρωτοπαρουσιάστηκε -η μόνη, αν δεν κάνω λάθος, φορά- στην ελληνική σκηνή τη σεζόν 1974/1975, στο τότε θέατρο «Κάβα», απ’ τον «Θίασο Ρεπερτορίου» του Νίκου Χατζίσκου και της Τιτίκας Νικηφοράκη, ενταγμένος σ’ ένα «Πρόγραμμα Ρίτσου» -η πρώτη, αν δε λαθεύω, σκηνική παρουσίαση του Γιάννη Ρίτσου στην Ελλάδα- που περιλάμβανε, επίσης, την «Σονάτα του σεληνόφωτος» και την «Ελένη», που τα ερμήνευε η Τιτίκα Νικηφοράκη. Η σκηνοθεσία ήταν του Νίκου Χατζίσκου ο οποίος ήταν κι ο ερμηνευτής στον «Αποχαιρετισμό» και τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη. Η παράσταση, σύμφωνα με πληροφορίες του σκηνοθέτη και θεατρολόγου Ηλία Μαλανδρή, μαγνητοσκοπήθηκε απ’ την ΕΡΤ αλλά σώζεται μόνον η «Ελένη» -μια εμβληματική ερμηνεία απ’ την Τιτίκα Νικηφοράκη- ενώ απ’ τον «Αποχαιρετισμό» μόνον ο ήχος.
Δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο το έργο για δυο της Μαρί Τζόουνς -ένα παιχνίδι. Το ’χα ήδη διαπιστώσει όταν το «Πέτρες στις τσέπες του» είχε πρωτοανεβεί στην Ελλάδα στο «Ιλίσια / Βολανάκης» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, με τον ίδιο και τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη. Τη σεζόν 2002/2003. Δεκαπέντε χρόνια μετά, στο «Κιβωτός», όπου μεταφέρθηκε φέτος, λόγω μεγάλης επιτυχίας, απ’ το «Θέατρο του Νέου Κόσμου» που τη στέγασε πέρσι -παραγωγή του-, η καινούργια παράσταση του έργου, σιγούρεψα τη γνώμη μου: ότι το έργο τίποτα δε λέει αλλά δίνει στους δυο πρωταγωνιστές τη δυνατότητα να επιδείξουν τη δεξιοτεχνία τους καθώς επωμίζονται πλήθος ρόλων ο καθένας, περνώντας απ’ τον ένα στον άλλο αστραπιαία, χωρίς αλλαγές κοστουμιών. Κι ο
Γιώργος Χρυσοστόμου κι ο Μάκης Παπαδημητρίου, αυτοσκηνοθετημένοι, κάνουν, υπερταλαντούχοι κι οι δυο τους, ακριβώς ένα ρεσιτάλ δεξιοτεχνίας. Το ότι, επιπλέον, διαθέτουν πλούσια αποθέματα χιούμορ κι ότι το χαίρονται αυτό που κάνουν και το δείχνουν ότι το χαίρονται κάνει το αποτέλεσμα ευφρόσυνο.
Αυτές οι δηλώσεις Καμμένου από ’δω -«τι σας κάναμε, μάνα μου, το 1821…», «σας την ανεβάσαμε τη σημαία στη βραχονησίδα»-, Γιλντιρίμ/Ερντογάν/Μπαχτσελί και λοιπών αυλικών από ’κει -«τι σας κάναμε, μάνα μου, το 1922…», και «σας την κατεβάσαμε τη σημαία»-, και «όχι, δεν μας την κατεβάσατε», και «ναι, σας την κατεβάσαμε», πώς, μα πώς μου θύμισαν εκείνα τα παλιά με τον
Πίτερ Σέλερς «Το ποντίκι που βρυχάται» και «SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα»… Σπαρταριστές οι -εκατέρωθεν- βλακώδεις ατάκες. Πολύ γέλασα και γελάω. Από καρδιάς. Μόνο, γέλιο στο γέλιο, δηλώσεις στις δηλώσεις, μήπως η κωμωδία καταλήξει σε καμιά τραγωδία… Η βλακεία κι η δημαγωγία κι η σπέκουλα καλοί σύμβουλοι δεν είναι.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
No comments:
Post a Comment