June 18, 2015

Δύσκολο, δύσκολο… (Παιδιά, ο Χερμάνις το λέει).


Το Τέταρτο Κουδούνι / 18 Ιουνίου 2015 


Πολύ εκτιμώ τον Λετονό Άλβις Χερμάνις. Κάθε φορά που έρχεται στην Ελλάδα -το 2007, για το Βραβείο Θεάτρου Ευρώπης, στην Θεσσαλονίκη, στο ΚΘΒΕ, όπου είδαμε τις παραστάσεις του «Long Life» απ’ το δικό του «Νέο Θέατρο της Ρίγα» και «Πατέρες» απ’ το «Θέατρο της Ζιρίχης», το 2010 εδώ, στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών», όπου έφερε -και πάλι με το «Νέο Θέατρο της Ρίγας»- τον «Ήχο της σιωπής» και τώρα, που παρουσιάζει με το θίασό του για το Φεστιβάλ Αθηνών, «Πειραιώς 260», την «Σόνια»-, πέρα απ’ τις έξοχες παραστάσεις του, όλο κάτι λέει, όλο κάτι που ’χει γράψει διαβάζω, το οποίο όχι μόνο πολύ μου αρέσει αλλά απόλυτα το συμμερίζομαι -με εκφράζει.
Αντιγράφω, λοιπόν, απ’ το «Αθηνόραμα» της περασμένης Πέμπτης 11 Ιουνίου, ανθολογημένο απ’ την Ιλειάνα Δημάδη: «Ως επαγγελματίας σκηνοθέτης σας διαβεβαιώνω πως είναι ΠΑΝΕΥΚΟΛΟ (σ.σ. τα κεφαλαία δικά μου) να στήσεις μια σκηνή γεμάτη ψεύτικα αίματα και κλιμακούμενη επιθετικότητα. Το ΔΥΣΚΟΛΟ (σ.σ. τα κεφαλαία δικά μου) είναι να κάνεις μια παράσταση με υγιείς, αρμονικούς και ευτυχισμένους ανθρώπους».
Παιδιάααααα! Ακούσατε; Και μη μου πείτε πως ο Χερμάνις δεν κάνει προχωρημένη πρωτοπορία… (φωτογραφία παράστασης: Gints Malderis).


Εξαιρετική! Και η δεύτερη παράσταση της Μαγκί Μαρέν στο Φεστιβάλ Αθηνών -το «Singspiele». Χορός; Όχι. Περφόρμανς θα το ’λεγα το σόλο του Νταβίντ Μαμπούς -γιος της Μαρέν είναι. Άλλωστε η ίδια δεν υπογράφει «χορογραφία». «Σύλληψη» μόνο, συμπαραθέτοντας τα ονόματα του χορευτή και του σκηνογράφου Μπενζαμέν Λεμπρετόν ως συνδημιουργών.
Ο Νταβίντ Μαμπούς αλλάζει συνεχώς πρόσωπο ξεφυλλίζοντας, επιδέξια ξεκολλώντας, φύλλο-φύλλο, ένα χάρτινο «άλμπουμ» με φωτογραφίες προσώπων, που κρύβει ως μάσκα το δικό του πρόσωπο. Και με κάθε καινούργιο πρόσωπο, γνωστού -απ’ την Ζαν Ντ’ Αρκ της Φαλκονετί μέχρι τον Σταν Λόρελ του ντουέτου Χοντρός-Λιγνός και τον Τσόρτσιλ- ή άγνωστου, άντρα ή γυναίκας, προσθέτοντας ή αφαιρώντας ένα ρούχο ή ένα άλλο στοιχείο και με μια αργή υπερ-μελετημένη κίνηση και μια καινούργια στάση του σώματός του, μεταμορφώνεται με τρόπο μαγικό. Μια απέριττη, συμπυκνωμένη περφόρμανς με υποτυπώδες ηχητικό υπόστρωμα, χωρίς μουσική -65 λεπτά καθηλωτικά, με το «τίποτα».




Χόρτασα «Άμλετ» φέτος: ο «Άμλετ» του Γιάννη Χουβαρδά πρώτα, στην «Στέγη», δυο νεανικοί «Άμλετ» κατόπιν -του Χρήστου Θεοδωρίδη στο «Πορεία», του Παναγιώτη Κατσώλη στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» (υπήρχε κι άλλος, στο «Βαφείο/Λάκης Καραλής», αλλά δεν τον πρόλαβα)-, «Άμλετ» του Γιάβορ Γκ(ά)ρντεφ στην Σόφια, στο Εθνικό τους Θέατρο, ε, έκλεισα τη σεζόν στο «Studio» βλέποντας γι άλλη μια φορά τον κινηματογραφικό ασπρόμαυρο «Άμλετ» του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ. Απ’ το μακρινό, σοβιετικό 1964. Κλείσιμο που άξιζε τον κόπο. Την εκτίμησα την ταινία ακόμα περισσότερο αυτή τη φορά -αθάνατη!
Γέμισαν τα μάτια μου, γέμισε η ψυχή μου. Όχι μόνο απ’ τον τρόπο που είναι γυρισμένη, όχι μόνο απ’ τους χώρους όπου είναι γυρισμένη, αλλά κι απ’ τις ερμηνείες -που καθόλου δεν έχουν παλιώσει όπως φοβόμουνα: αυτός ο Μεγάλος Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι-Άμλετ, αυτή η λες και ξεκολλημένη απ’ την Αναγέννηση Αναστασία Βερτίνσκαγια-Οφιλία… -όλοι τους. Εμπειρία συναρπαστική -ζωής εμπειρία.


Έχω κάτι… υπόλοιπα εκ της χειμερινής/ανοιξιάτικης σεζόν. Και κάτι ενοχές, που δεν πρόλαβα να γράψω ούτε εκτεταμένα ούτε καν σύντομα -ακριβώς γιατί σχεδίαζα να γράψω εκτεταμένα…-, αν και μου άρεσαν οι παραστάσεις αυτές αλλά είμαι κι αργοκίνητος βλέπετε, τα ψειρίζω…

Λοιπόν, πρώτα, να δηλώσω πως εμένα ο «Βασιλιάς Λιρ» του Τομάζ Παντούρ που παρουσίασε ο Γιώργος Κιμούλης μου άρεσε. Πολύ. Η διασκευή της Λίβια Παντούρ συρρίκνωσε -αλλά όχι άτεχνα- το γράμμα της σεξπιρικής τραγωδίας κι ελάττωσε στο μίνιμουμ τα πρόσωπα -έως κι ο Κεντ εξαφανίστηκε- αλλά η σκηνοθεσία του Σλοβένου Παντούρ σεβάστηκε κι αποκατέστησε το σεξπιρικό πνεύμα. Εκμεταλλεύτηκε -δημιουργικά έως έξοχα- τον αχανή σκηνικό χώρο της Αίθουσας Δ στην «Πειραιώς 260», έδωσε μια σκοτεινή, κοσμογονική αίσθηση, πλάθοντας ένα συναρπαστικό σκηνικό, φωτιστικό και ηχητικό -εκπληκτική η μουσική των επίσης Σλοβένων Silence- περιβάλλον, προσέδωσε εκρηκτική ενέργεια στην παράσταση και τη σηματοδότησε με στίγμα προσωπικό πολύ ενδιαφέρον κι ας βρήκα περιττούς κάποιους σκηνοθετισμούς του -η μετεξέλιξη του Τρελού στο τέλος σε… Λάιζα Μινέλι, για παράδειγμα. Επίσης ο Τομάζ Παντούρ οδήγησε τους ηθοποιούς του σε ερμηνείες, αναλόγως των ικανοτήτων τους, εξαιρετικές ή, έστω, ικανοποιητικές. Η Στεφανία Γουλιώτη, η Κόρα Καρβούνη -στον καλύτερό της, ίσως, ρόλο-, ο Γιώργος Γάλλος και, κυρίως, ο Αργύρης Πανταζάρας ήταν αυτοί που ξεχώρισα. 

Ο Γιώργος Κιμούλης κατέφευγε, πότε-πότε, στη μανιέρα του -υπερβολικές οι αντιδράσεις που καταγράφονταν στο πρόσωπό του στις σιωπές του -αλλά είχε όλο το μέγεθος που ζητάει ο Λιρ. Στη σκηνή της καταιγίδας, συγκλονιστικός, σχεδόν συμπαντικός στην -εντελώς λειτουργική με τη στιγμή- απόλυτη γυμνότητά του.
Δεν ξέρω ποια θα ’ναι τελικά η τύχη -το μέλλον- της παράστασης που συγκέντρωσε πλήθη αλλά παίχτηκε για πολύ λίγο, θα της άξιζε, πάντως, η συνέχεια. 



Ενδιαφέρουσα κι η παράσταση του Θωδ Εσπίριτου με τον εύγλωττο τίτλο «Μακμπέθ. Η Βίβλος του Σκότους», η «βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Σέξπιρ» -όπως πολύ ευκρινώς το ξεκαθάριζε απ’ την αρχή-, που είδα στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης». Η «μεταγραφή» αυτή, με τη βοήθεια των εξαίρετων κοστουμιών, κυρίως, της Άσης Δημητρολοπούλου, της μουσικής και του ηχητικού σχεδιασμού του Λάμπρου Πηγούνη και των ερμηνειών του Νίκου Παντελίδη αλλά, πάνω απ’ όλα, της Δέσποινας Σαραφείδου -έκπληξη!-, καταδυόταν, χωρίς να δειλιάσει, στα ερέβη της σεξπιρικής τραγωδίας.


Πολύ ενδιαφέρουσα η «Mies Julie» της Γιαέλ Φάρμπερ και του νοτιοαφρικάνικου «Baxter Theatre Centre» που είδα στο Φεστιβάλ Αθηνών. Μια πλήρης διασκευή της «Δεσποινίδας Julie» του Στρίντμπεργκ. Αλλά μια διασκευή μελετημένη, βασανισμένη, που «κούμπωνε» ΑΠΟΛΥΤΑ πάνω στο σκελετό του στριντμπεργκικού έργου -στο DNA του. Απ’ τις πιο πετυχημένες διασκευές που ’χω δει. Κι ήταν σαφέστατα διατυπωμένο: «Έργο ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ (σ.σ. τα κεφαλαία δικά μου) στην ‘Δεσποινίδα Τζούλια’ του Στρίντμπεργκ». Και μια παράσταση μέσα στους υδρατμούς, καυτή, ιδρωμένη, ερωτική, παθιασμένη, που σπαρταρούσε, μεταγγίζοντας στο δύσκολο νοτιοαφρικάνικο σήμερα το παλιό σουηδικό έργο (φωτογραφία: Εύη Φυλακτού).



Να υπενθυμίσω πως ο βερολινέζικος θίασος «She She Pop» που θα παρουσιάσει την περφόρμανς «Συρτάρια» στο Φεστιβάλ Αθηνών δεν εμφανίζεται «για πρώτη φορά στην Ελλάδα». Έχει εμφανιστεί ήδη στην Θεσσαλονίκη -Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα που ’λεγε κι εκείνη η παλιά εκπομπή…-, το 2012, στο πλαίσιο των «Δημητρίων, όταν έγινε μια προσπάθεια ν’ αποτινάξουν τη μούχλα απ’ το θεσμό. Κι όταν υπεύθυνη -στην αρμόδια τριμελή καλλιτεχνική επιτροπή- για το πρόγραμμα στον τομέα του θεάτρου ήταν η Ιφιγένεια Ταξοπούλου. Πριν τη φάει η συγκινητική σχέση -συμμαθητές σού λέει…- της Ζωής Λάσκαρη και του δήμαρχου Γιάννη Μπουτάρη -αχ, συμβαίνουν και στις καλύτερες (δημαρχιακές) οικογένειες…- ο οποίος θεώρησε αυτό το λόγο ικανό για να καπελώσει τότε το -με μια κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφία- πρόγραμμα με την «Ρόουζ» της.  



Πολύ θετική η εικόνα απ’ την πρώτη χρονιά της Μαριάννας Κάλμπαρη στην καλλιτεχνική διεύθυνση του «Θεάτρου Τέχνης». Πολύ θετική. Δεν ξέρω τι έκαναν με τα εισιτήρια και τις εισπράξεις, δεν ξέρω πώς τα πάει οικονομικά το Θέατρο, ξέρω πως πάρα πολλά πρέπει ακόμα να γίνουν αλλά απ’ την άποψη του καλλιτεχνικού αποτελέσματος τα καλύτερα έχω να πω. Είδα φέτος στο «Θέατρο Τέχνης» και παραστάσεις που δεν με κέρδισαν ή που με απογοήτευσαν αλλά είδα και παραστάσεις ενδιαφέρουσες, και στο Υπόγειο και στην Φρυνίχου, ουκ ολίγες. Ειδικά μετά το Πάσχα.
Πρόλαβα στο τσακ -το τελευταίο βράδυ- στο Υπόγειο το «Η Λίλα λέει» του Σιμό. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου κι η Μαριάννα Κάλμπαρη -έκανε και τη διασκευή αυτού του αφοπλιστικά αθώου πορνογραφήματος του άγνωστης ταυτότητας γάλλου συγγραφέα-, οι οποίοι υπέγραφαν τη σκηνοθεσία, χτύπησαν τη σωστή φλέβα: μια παράσταση συγκινητικά αθώα σαν μια επιστροφή στο «Δάφνις και Χλόη», που αναζήτησε και βρήκε τις ποιητικές ρίζες του κειμένου. Με βασικό μοχλό την Λένα Δροσάκη-Λίλα. Που λες κι ο ρόλος -η ηρωίδα αυτού του βιβλίου- γράφτηκε πάνω της: η αιθέρια, φευγάτη φυσιογνωμία της, η αθωότητα που εκπέμπει της επέτρεπαν να εξαγιάζει και τις πιο χυδαίες λέξεις, και τις πιο ακραίες σεξουαλικές πρακτικές στις οποίες η Λίλα αναφέρεται λεπτομερώς. Και, πλάι της, ο ίδιος ο Βασίλης Μαυρογεωργίου να αποδεικνύει ΠΟΣΟ καλός ηθοποιός είναι -αλλά και πόσο σπαταλιέται παίζοντας σε τόσο πολλά ταμπλό ενώ θα μπορούσε να ’χει επικεντρωθεί στα βασικά και να ’χει εκτοξευτεί.


Στην Φρυνίχου, πάλι, η Άντζελα Μπρούσκου παρέλαβε δυο παλαιάς «κοπής» -αλλά σε ελεύθερη απόδοση Αλέξανδρου Κυπριώτη- μονόπρακτα του Παντελή Πρεβελάκη -«Το τρελό αίμα» κι «Η δεύτερη εντολή»- κι ανακάλυψε την κρυμμένη δυναμική τους. Κι αγκαλιάζοντάς τα με ρινίσματα απ αυτά τα παραληρηματικά, τα «άτσαλα» αλλά με βαθιές αλήθειες, βιωματικά «Κείμενα για το θέατρο» και τα μονόπρακτα «Μισοφέγγαρα» του πρόωρα χαμένου Γιάννη Κοντραφούρη, τα όπλισε, έστω κι αν η δραματουργία ήταν κάπως ζορισμένη, με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη σε μια εκρηκτική παράσταση: «Το τρελό αίμα. Μια νύχτα σ’ ένα χωριό της Κρήτης ή κάπου αλλού». Μια παράσταση με προσωπική γραμμή, με αδρή αισθητική αντίληψη, βουτηγμένη στο κόκκινο του αίματος, με αίσθηση του μέτρου κι ας κατέφευγε σε ακρότητες και με καλά οδηγημένους ηθοποιούς. Θα σταθώ στην Παρθενόπη Μπουζούρη, στον Διαμαντή Καραναστάση που σίγουρα έκανε τον καλύτερό του ρόλο και στον Βασίλη Παπαγεωργίου που για μένα ήταν έκπληξη (φωτογραφία: Μυρτώ Αποστολίδου).
Τέλος, στο Υπόγειο πάλι, η Νατάσα Τριανταφύλλη στους «Αδερφούς Καραμάζοφ» μπορεί να μην κατάφερε να βγάλει απ’ όλους τους -γενικά, ταλαντούχους- ηθοποιούς της το καλύτερο, κατάφερε, όμως, το σημαντικότερο: έχοντας στα χέρια της την εξαιρετική διασκευαστική δουλειά για το θέατρο του έργου απ’ τον Διονύση Καψάλη, ν αποστάξει τη ντοστογιεφσκική ουσία μέσα από μια επιβλητική και υποβλητική παράσταση, με καλούς ρυθμούς, σφύζουσα από ενέργεια. Όπου, πέρα απ’ την πείρα και τη δυναμική του Λάζαρου Γεωργακόπουλου-Φιόντορ, ξεχώρισα και πάλι τον Μελέτη Ηλία: αν και δεν ήταν για μένα ο πλέον κατάλληλος για Αλιόσα, απέδειξε πως και μέγεθος διαθέτει και αλήθεια βγάζει. Απ’ τα σπλάχνα του. Εξαιρετικός!
Αλλά δεν ήταν μόνον τα καλλιτεχνικά αποτελέσματα. Ήταν που η Μαριάννα Κάλμπαρη έδωσε το βήμα σε νέους που άξιζαν να το πάρουν, ήταν που έψαξε το ρεπερτόριο, ήταν που είδα για πρώτη φορά, μετά από χρόνια, το Υπόγειο και μάλιστα δυο φορές -στην «Λίλα» και στους «Καραμάζοφ»- φουλαρισμένο. Σα να αποτίναξε τη μούχλα.
Ελπίζω πως θα συνεχίσει στον ίδιο δρόμο και την επόμενη χρονιά. Αλλά ελπίζω και πως θα ελαφρώσει το ρεπερτόριο -αριθμητικά εννοώ. Αυτό το φετινό πήξιμο, ναι, απέδειξε ότι ξέρει και μπορεί να συνθέσει ένα ευρύτατο ρεπερτόριο. Αλλά απέδειξε και πως οι παραστάσεις στο «Τέχνης» ήταν πολλές. Τόσο πολλές που να μην προλαβαίνονται. Για την επόμενη σεζόν ας κάνει τις επαναλήψεις των επιτυχημένων φετινών παραστάσεων -που οφείλει να τις κάνει- κι ας απαλλαγεί απ’ το άγχος που μαστίζει πια όλους τους θιάσους μας: της ποσότητας.

2 comments:

  1. Πόσο καίριες πάντα οι παρατηρήσεις σου,Γιώργο! Και τόσο τεκμηριωμένες και εμπεριστατωμένες οι απόψεις σου,που κάθε πρόσθετο σχόλιο να μοιάζει πλεονασμός!

    ReplyDelete