June 11, 2015

Ναι, ο «Άρντεν» είναι, μωρή καύλα… ή Τόπο στα νιάτα!


Το Τέταρτο Κουδούνι / 11 Ιουνίου 2015 


Ιδού λοιπόν: ο Κώστας Καζάκος, ηθοποιός, σκηνοθέτης διακεκριμένος, πρώην βουλευτής του ΚΚΕ, είναι ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Ο οποίος εξελέγη, διαδεχόμενος τον Θοδωρή Αμπαζή, έντεκα μέρες αφότου έκλεισε -να τα χιλιάσει!- τα 80 του χρόνια βαδίζοντας αισίως προς τα 81 -ο γηραιότερος καλλιτεχνικός διευθυντής στην 32χρονη ιστορία των ΔΗΠΕΘΕ. Εκλογή που έγινε, βέβαια, με απολύτως αξιοκρατικά κριτήρια. Και με τις ψήφους της υποστηριζόμενης απ’ το ΚΚΕ παράταξης «Λαϊκή Συσπείρωση Πάτρας» του δημάρχου Κώστα Πελετίδη. Της οποίας σλόγκαν, προφανώς, είναι το «Τόπο στα νιάτα!». Μια αληθινά επαναστατική πράξη.


«Το ‘Κιτσοπούλου’ είναι πια είδος»: Το ’γραφα ως τίτλο στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 28 Μαΐου, ατενίζοντας το βάθος του ουρανού -που, τελικά, δεν είναι, όπως επιμένει ο Κρις Μαρκέρ κόκκινο…- αλλά δε φανταζόμουνα ότι τα συμπτώματα θα πυκνώσουν τόσο… Ούτε ότι θα ’ναι τόσο επιδραστική η Λένα Κιτσοπούλου στους νεότερους του θεάτρου μας -σχολή έχει κάνει!. Τόσο όσο δεν είναι, όπως τελικά αποδεικνύεται, ο Λευτέρης Βογιατζής. Ίσως γιατί το «Κιτσοπούλου» είναι πιο εύκολο… Αρκεί να ξέρεις και να μπορείς να το κάνεις το «Κιτσοπούλου» -άλλο πράμα, άλλωστε, είναι το αυθεντικό «Κιτσοπούλου». Διότι, διαφορετικά, μπορεί και να οδηγηθείς στο απόλυτο αλαλούμ…
Πάω στο θέατρο της «Οδού Κυκλάδων» -που φέρει πια τ’ όνομα του Λευτέρη Βογιατζή αλλά δεν προσφέρει κι άλοθι σ’ ό,τι φιλοξενεί…- για να δω τον -αγνώστου πατρός, αν και κάποιοι κατατάσσουν το έργο στα σεξπιρικά Απόκρυφα- ελισαβετιανό «Άρντεν» -«Ο Άρντεν πρέπει να πεθάνει» είναι ο ελληνικός τίτλος που του ’χουν δώσει, «Η αξιοθρήνητη και αληθινή τραγωδία του κ. Άρντεν του Φέβερσαμ στο Κεντ», ο πλήρης τίτλος του στο κουάρτο της πρώτης έκδοσης, το 1592. Μια αιματηρή τραγωδία μοιχείας, βίας, αίματος, φόνου και απαγχονισμών, που κατά το ελισαβετιανό συνήθειο περιλαμβάνει και σκηνές γραμμένες για τους κωμικούς του θιάσου -ο Σέξπιρ δεν έχει τον Θυρωρό στον «Μακμπέθ» ή τον Όσρικ στον «Άμλετ»; Εξ αυτού, προφανώς, αρυόμενος ο νεαρός σκηνοθέτης -και καλός, ομολογουμένως, ηθοποιός- Χάρης Φραγκούλης την είδε κωμωδία την τραγωδία -εκτός κι αν του διέφυγε ο χαρακτηρισμός «τραγωδία» κι είναι εξ αμελείας το αποτέλεσμα. Παρωδία θα ’ταν το σωστότερο να πω ότι έκανε. Βέβαια, ο καθένας που τη βλέπει σκηνοθέτης μπορεί και δικαιούται ό,τι του κατέβει -και παρωδία στην τραγωδία- να κάνει. Αλλά το θέμα είναι ΠΏΣ κάνεις παρωδία…


Κι αρχίζουν να πέφτουν τα «μου ’πεσαν οι μουνότριχες», και τα «γαμήσου», και τα «μωρή αδερφούλα», και τα «αδερφές είναι;», και τα «γαμώ την Παναγίτσα μου», και τα «δεν τρέχει πούτσος», και τα «την πουτάνα μου», και τα «μωρή καύλα», και πάλι «μωρή καύλα», και…, και…, επαναλαμβανόμενα, μάλιστα, για να τα εμπεδώσουμε -νάτην η Κιτσοπούλου, πετιέται από ξαρχής…-, και να (χασκο)γελάει το νοήμον κοινό άμα τω ακούσματι των «επίμαχων», κι εγώ να θυμάμαι ότι βρίζαμε τον Στάθη Ψάλτη κάποτε, τον Σεφερλή τώρα για κάτι τέτοια, πολύ πιο λάιτ, που ’ριχναν -ή και που ρίχνουν- από σκηνής, και να ’χουν ονοματίσει τον έναν απ’ τους δυο πληρωμένους δολοφόνους Χανακούλα -το επώνυμο του ηθοποιού που παίζει τον άλλο δολοφόνο-, και «Χανακούλα», και «Χανακούλα», και να φωνάζουν τον Μόσμπι του έργου, που τον παίζει ο Γιάννος Περλέγκας, «Περλεγκάκι» (μωρέ, ο ίδιος ο «ενδοοικογενειακός» χαβαλές που απάντησα και το χειμώνα στο «Loot» τού -ο Θεός να τον κάνει…- Τζο Όρτον, στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου»;), με κάτι παύσεις και κάτι σιωπές ναααα, εντελώς τζούφιες, ρυθμοί αλλαντάλλα, κι οι ηθοποιοί -κρίμα στους τόσους ταλαντούχους...- να κάνουν ότι τους κατεβαίνει, χωρίς καμιά επαφή μεταξύ τους: άλλος να βουλιάζει αύτανδρος στη μανιέρα του, άλλος να τα λέει με… ζακυνθινό αξάν, άλλος να ξελαρυγγιάζεται, άλλος να μιλάει σα να του στάθηκε μήλο στο λαιμό, άλλος να νομίζει πως κάνει κωμωδία, άλλος να ψευτοπαίζει -τι ψευτοπαίξιμο!-, άλλος να…κρεν’(gn) σαν Δήμος απ’ τα Τρίκαλα, άλλος να παίζει σα σε μαθητική παράσταση, μούτες, τσιρίδες, ξεφωνητά, κάτι προσθήκες και κάτι αστειάκια επιπέδου γυμνασιακής πενταήμερης… (Οι φωτογραφίες της Εύης Φυλακτού).
Είμαι απολύτως σίγουρος πως δεν ευθύνεται για το κείμενο που ακούγεται ο Νίκος Χατζόπουλος ο οποίος φέρεται ως ο μεταφραστής. Αλλά δεν έπρεπε ο ίδιος να απαιτήσει, τουλάχιστον, κάποιος ν’ αναλάβει την ευθύνη μιας κάποιας «διασκευής» ή «δραματουργικής επεξεργασίας του κειμένου»;
Το χειροκρότημα στο τέλος, θερμό. Κάτι δε θα κατάλαβα, μάλλον. Εγώ, πάντως, πέρασα δυο ώρες (κι ένα τέταρτο) οδυνηρές. Χωρίς διάλειμμα κι, επιπλέον, με τη διπλανή μου σούπερ υπέρβαρη κυρία όχι μόνο να ξεχειλίζει απ’ τα σίδερα της θέσης της -κι είναι στενές οι θέσεις στο «Βογιατζής»…- και να με (κατα)πιέζει αλλά και να ροκανίζει -κράτσα, κρούτσα- καραμέλες έως και γκοφρέτα να τρώει που ξετύλιξε -σχριτς, σχριτς- απαθής και μασούλησε -κρουτς, κρουτς, κρουτς- με απόλαυση… 
(Μη μου κάνει κανείς παράπονα για τον σημερινό τίτλο. Συγγνώμη, αλλά προσπάθησα να μεταφέρω το μεταδραματικό ύφος της συγκεκριμένης παράστασης).



Ο Αντώνης Κούφαλης -καλλιτεχνικός σύμβουλος στο Εθνικό Θέατρο επί διεύθυνσης Σωτήρη Χατζάκη, ο οποίος αξιοπρεπώς παραιτήθηκε μόλις ανέλαβε ο Στάθης Λιβαθινός- κι ο Κωνσταντίνος Κούφαλης, μαθαίνω, ετοιμάζουν τη μετάφραση απ' τα αγγλικά και τη διασκευή για το θέατρο της «Άννα Καρένινα» του Λιεβ Τολστόι, που θ’ ανεβάσει για το Εθνικό Θέατρο, στην Σκηνή «Κοτοπούλη», ο Πέτρος Ζούλιας. Με την Μαρία Ναυπλιώτου στον επώνυμο ρόλο, Καρένιν τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο, Βρόνσκι τον Ορφέα Αυγουστίδη, Κονσταντίνμ Λέβιν τον Μάξιμο Μουμούρη, Νικολάι Λέβιν τον Γεράσιμο Γεννατά, Κίτι την Ευγενία Δημητροπούλου, Ντόλι την Ευδοκία Ρουμελιώτη, Κόμισσα Βρόνσκαγια την Κωνσταντίνα Τάκαλου, Κόμισσα Λίντια Ιβάνοβνα την Μυρτώ Αλικάκη. 


«Στα χαρακώματα», λέει, οι υποψήφιοι για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική Παράταξη, όπως «μετωνομάσθη» το ΠΑΣΟΚ (σ.σ. καλοί αυτοί οι διευκρινιστικοί «υπότιτλοι», δε λέω, κάποτε χρειάζονται, για να ξέρουμε με το πόση δημοκρατία έχουμε εκάστοτε να κάνουμε, ειδεμή άντε να καταλάβεις…). Μωρέ, τι χαρακώματα; Φαντασιώσεις έχουν εκεί πέρα. Κάτι αυλάκια είναι. Κι όποιος(-α) πηδήξει τ’ αυλάκι, νάτος(-η), νάτος(-η) ο(η) Αρχηγός…

Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… 




Το έργο της Άγκαθα Κρίστι «Δέκα μικροί νέγροι» θ’ ανεβάσει ο Γιώργος Φρατζεσκάκης την επόμενη χειμερινή σεζόν -25 Σεπτεμβρίου προγραμματίζεται η πρεμιέρα- στο θέατρο «Eliart» που ’χει δημιουργήσει μαζί με την Αννέτα Παπαθανασίου. 
Η μετάφραση, της Άννας Τσαπάρα, τα σκηνικά και τα κοστούμια της Χριστίνας Κωστέα, η μουσική επιμέλεια της Μαρίας Χριστίνας Κριθαρά.
Στη διανομή, Χάρης Σώζος, Γιάννης Ευαγγελίδης, Κοσμάς Ζαχάρωφ, Αννέτα Παπαθανασίου, Οδυσσέας Σταμούλης, Ελένη Βουτυρά, Κώστας Ζέκο, Μάκης Πατέλης, Ανθή Τσακαλίδου, Μαρία Καμακάρη.


Είχα γράψει πέρσι, στις 10 Ιουλίου του 2014, εδώ, στο «Τέταρτο Κουδούνι» -διαβάστε ΚΑΛΑ το κείμενο κι όχι μόνο την πρώτη παράγραφο:
«Η παράσταση άρχισε βαρετά, κατά τη γνώμη μου: ένα κρυπτικό κείμενο του Γιάννη Μαυριτσάκη κι ο Θάνος Παπακωνσταντίνου να ’χει ανεβάσει την «Μετατόπιση προς το ερυθρό» με την «Helter Scelter Company» του για το Φεστιβάλ Αθηνών -«Πειραιώς 260»- με ακρίβεια και υψηλή αισθητική -πολλά, πολλά «αστέρια» στα σκηνικά και, κυρίως, στα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού- αλλά αργά, μακρόσυρτα, βασανιστικά. Κουράστηκα στις δυο πρώτες απ’ τις συνολικά τέσσερις, εντελώς διαφορετικού ύφους, σκηνές.
Και ξαφνικά έρχεται η τρίτη: ο μονόλογος μιας καταστροφής, μιας Αποκάλυψης, που κινείται με άκρα τολμηρότητα ανάμεσα στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και τον Χάουαρντ Μπάρκερ του «Ύστατου σήμερα» και στο «Άλιεν» και την επιστημονική φαντασία. Συγκλονιστικός μονόλογος. Και μια Αλεξία Καλτσίκη, βουτηγμένη στα αίματα -η μόνη διασωθείσα της καταστροφής-, ηθοποιός εξ ορισμού εξαίρετη, να τον αναδεικνύει με τρόπο α-πο-κα-λυ-πτι-κό. Τι ρυθμός! Τι ακρίβεια! Τι μέτρο! Τι εμβάθυνση! Τι δεξιοτεχνία! Τι υποδειγματικός χειρισμός του λόγου! ΤΟ μοντέλο ερμηνείας μονολόγου -να σε κρατάει με κομμένη την ανάσα.
Κι απανωτά η τέταρτη σκηνή: αυτό το υπέροχο πλάσμα του θεάτρου με την απεριόριστη γκάμα, η Αμαλία Μουτούση, τυλιγμένη, «σφιγμένη» μέσα σ’ ένα συναρπαστικό ταφταδένιο πορφυρό κοστούμι με μια μακριά, τεράστια γκοφρέ ουρά, ο ίδιος ο νεαρός σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου (ο οποίος λίγο προς Κιάνου Ριβς μου φέρνει) πλάι της, δύσκαμπτος στην κίνησή του αλλά στο λόγο του εύπλαστος, καίριος, με κύρος αξιομνημόνευτο, ξαπλωμένος, μισόγυμνος στην αγκαλιά της α λα Πιετά, κι εκείνη -απολαυστική, σαρκαστική, με χιούμορ που σπάει κόκαλα- μετά από ένα διάλογο που φλερτάρει με το μπουλβάρ, σε μια εντελώς σαντική μεταστροφή, να τον ταΐζει σκατά -στο τέλος και δικά της.
Δυο σκηνές που μ’ έκαναν ν’ αναθεωρήσω τις μέχρι τότε εντυπώσεις μου, να δέσω τις ετερογενείς σκηνές και να δικαιολογήσω αυτόν το λάκκο, τον σκαμμένο στη σκηνή, τον γεμάτο λάσπες που τελικά δεν ήταν παρά σκατά και στον οποίο βουτούσαν οι απεγνωσμένοι, παρά τα «κολλημένα» στις φάτσες τους χαμόγελα, ήρωες αυτού του «τσίρκου» του κόσμου».
Σας συστήνω, λοιπόν, να σπεύσετε στην «Μετατόπιση προς το ερυθρό» που επαναλαμβάνεται στον ίδιο χώρο, φέτος -σήμερα η δεύτερη και τελευταία παράσταση. Μη χάσετε την εμπειρία αυτή με την Αλεξία Καλτσίκη και την Αμαλία Μουτούση!


Κάποιες απ’ τις μαρτυρίες των ανδρών αυτών απ’ το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Μπάνγκλαντές, που έφτασαν, μετανάστες ή πρόσφυγες, μερικοί και μέσω Ιράν, στην Ελλάδα, τις ειχ’ ακούσει το χειμώνα στο «Συνεργείο» της Γιολάντας Μαρκοπούλου, στη συγκλονιστική παράστασή της «Ε_φυγα». Η σκηνοθέτρια τις ανέπτυξε, τις μπόλιασε με αποσπάσματα απ’ τους «Πέρσες» και τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου και δημιούργησε, με την ομάδα της «Station Athens», για το Φεστιβάλ Αθηνών, την παράσταση «Είμαστε οι Πέρσες!».  
Την είδα «Πειραιώς 260». Το θέμα «μετανάστες» έχει πολυφορεθεί, η «εντεχνοποίηση», σ’ ένα χώρο θεατρικό πια, κάπως «καλλώπισε» τα πράγματα, η δραματουργία της παράστασης δεν ήταν τόσο σφιχτή αλλά η ενέργειά της, η κίνησή της (Πολίν Ουγκέ), αυτή η υπέροχη βάρκα του σκηνικού που υπέγραφαν η Αλεξάνδρα Σιάφκου κι ο Αριστοτέλης Καρανάνος -ταλαντούχο ζευγάρι της σκηνογραφίας- και που με παρέπεμψε στο αξέχαστο «Τελευταίο καραβάν σαράι» της Αριάν Μνουσκίν και, πάνω απ’ όλα, η συγκίνηση που αναβλύζει πάντα απ’ τις αφηγήσεις των ταλαιπωρημένων -κι ακόμα ταλαιπωρούμενων- αυτών συνανθρώπων μας μού άφησαν μια τελική πικρόγλυκη γεύση που έμεινε για πολύ (Φωτογραφία Εύη Φυλακτού).


Τετάρτη βράδυ -την προπερασμένη- είδα την παράσταση. Γεμάτη η αίθουσα Ε. Βγαίνοντας έβλεπα τον -πολύ- κόσμο που ’βγαινε απ’ την Αίθουσα Δ και το «BiT» της Μαγκί Μαρέν. Έξω απ’ την Η, ουρές για την «Πάπισσα Ιωάννα» του Δημήτρη Μαυρίκιου που ’χε παράσταση στις 11… Πήγαμε στην αυλή για να τσιμπήσουμε κάτι και να πιούμε ένα κρασί απ’ το κυλικείο με τις πολύ καλές τιμές, όπου εξυπηρετεί αυτή η ευγενέστατη, γλυκύτατη κυρία, κόσμος κι εκεί. Το Φεστιβάλ ανθίζει.


Συμμερίζομαι κατά ένα μεγάλο ποσοστό αυτά που ’γραψε η Μυρτώ Λοβέρδου στο «Βήμα», στις 24 Μαΐου, κι έχουν επισημάνει κι άλλοι συνάδελφοι -πως το Φεστιβάλ κι ο Γιώργος Λούκος μοιάζουν να ’χουν επαναπαυθεί και να επαναλαμβάνονται. Αλλά, αφού θέσω και τον παράγοντα κρίση άρα μείωση του προϋπολογισμού που δεν επιτρέπει πια μεγάλα ανοίγματα κι οδηγεί στην επανάληψη προσώπων -Όστερμάιερ, Γκιλέμ, Μαρέν… -τα οποία, προφανώς, λόγω της φιλικής σχέσης που τα συνδέει με τον Λούκο κάνουν καλύτερες τιμές, παράγοντα που δεν πρέπει να αμελούμε, εγώ να καταθέσω αυτό που βλέπω: ναι, κι εγώ θα ’θελα μια ανανέωση, αλλά οι αίθουσες είναι γεμάτες και το φεστιβάλ συνεχίζει να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον και να το προκαλεί. Και να επιτρέπει, με τις, κατά βάση, χαμηλές τιμές και τα «πακέτα» των εισιτηρίων του, στους πολλούς να δουν τις εκδηλώσεις του. «Τι θα ’κανα όλο το καλοκαίρι αν δεν υπήρχε το Φεστιβάλ;» έλεγε Κυρία που Ξέρει. «Θα καθόμουνα σπίτι μου μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Τώρα έρχομαι εδώ κάθε τόσο».

No comments:

Post a Comment