June 16, 2015

Στάζει Τσέχοφ: τρία γέλια, δύο λυγμοί, ένας αναστεναγμός


Το έργο. Ο Αντρέι Αντρέγιεβιτς Σίντοροφ κληρονόμησε 4000 ρούβλια από τη μητέρα του. Μ’ αυτά αποφάσισε να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο στην… όχι και τόσο βιβλιόφιλη πόλη του. Θα ευδοκιμήσει ως μικροεπιχειρηματίας. Μόνο που δεν θα πουλάει πια βιβλία…
Ο διευθυντής των δημοτικών σχολείων μιας περιφέρειας, για να βοηθήσει ένα φτωχό δάσκαλο που η φωνή του καταστράφηκε και δεν μπορεί πια να διδάξει, τον προορίζει για τη θέση ενός κλητήρα που συνταξιοδοτείται. Τη θέση, τελικά, θα την πάρει ένας γλοιώδης ευκατάστατος νεαρός που παριστάνει τον γόη. Το λόμπι των κυριών της πόλης κατήγαγε νίκην λαμπράν…
Ένας συγγραφέας μάς εξομολογείται πόσο αδαής είναι αλλά και πώς επιπλέει και επιδεικνύει την ανύπαρκτη ευρυμάθειά του -μέσα σε όλα είναι- έχοντας αναπτύξει… ειδικές «τεχνικές».
Ένας μοσχοβίτης συγγραφέας εγκλωβίζεται στο γραφείο του από μία κυρία, επίδοξη συγγραφέα, που τον υποχρεώνει να ακούσει -η ίδια διαβάζει- ολόκληρο το πεντάπρακτο, μαραθώνιας διάρκειας θεατρικό έργο που έχει γράψει. Το φινάλε είναι… αιματηρό.
Ο Σεμιόν Πέτροβιτς Ποντίκιν προετοιμάζεται για ένα λουκούλειο γεύμα. Η βάσκανος μοίρα δεν θα του το επιτρέψει.
Ένας έφηβος μαθητής της τελευταίας τάξης του λυκείου ερωτοτροπεί με μία κοπελίτσα. Στη συνάντηση θα δώσει άδοξο τέλος ο λυκειάρχης του.
Εκείνη ήταν πλούσια και από αριστοκρατική οικογένεια. Εκείνος ήταν φτωχός και χωρίς κανένα τίτλο. Την αγαπούσε όμως. Και της το είχε εξομολογηθεί. Αλλά έως εκεί. Καμία άλλη κίνηση. Εκείνη δεν ήξερε αν είναι ερωτευμένη μαζί του -έβλεπε μόνο όσα τους χώριζαν. Μεγάλωσαν και τίποτα τελικά δεν συνέβη μεταξύ τους -δύο ζωές χαμένες, ένας έρωτας που έσβησε χωρίς ποτέ να ανάψει.
Το λαχείο που αγοράζει η γυναίκα ενός μικροαστού έχει τον ίδιο αριθμό, όπως εκείνος είδε στην εφημερίδα του, με το λαχείο που κέρδισε 75.000 ρούβλια. Αφήνουν τη φαντασία τους να καλπάσει ξέφρενα και να εκτροχιαστεί πριν διαβάσουν αν ο αριθμός που κληρώθηκε είναι και στην ίδια σειρά με τον δικό τους…
Ο νεαρούλης Μίτια Κουλντάροφ ζει την απόλυτη χαρά: η εφημερίδα έγραψε το όνομά του! Ο λόγος; Την προηγούμενη έπαθε ένα ατύχημα -ελαφρό… Δεν είναι αρκετός;
Ο αμαξάς Ιόνα Ποτάποφ δεν βρίσκει κανέναν για να μιλήσει και να μοιραστεί τη μέχρι θανάτου θλίψη του και να ξαλαφρώσει την καρδιά του, παρά μόνο τη φοράδα του.
Πάνω από εξακόσια διηγήματα, μικρά και μεγάλα, και νουβέλες έχει γράψει ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ. Διαμαντάκια. Επεξεργασμένα. Όπου αναδεικνύεται περισσότερο η παιχνιδιάρικη διάθεσή του χωρίς όμως να χάνεται αυτή η ανεπαίσθητη μελαγχολία των θεατρικών του έργων, που τη διαπερνά μία λεπτή ειρωνεία. Τα πεζά του, ίσως, φωτίζουν περισσότερο τα θεατρικά του έργα και εξηγούν καλύτερα τι εννοούσε όταν τα χαρακτήριζε «κωμωδίες». Ο Τσέχοφ μιλάει με κάθε τρόπο για τη ματαιότητα της ζωής, ματαιότητα που οι άνθρωποι, εθελοτυφλώντας, δεν την αντιλαμβανόμαστε και συνεχίζουμε να δρούμε ως αθάνατοι και ως κέντρα ενός σύμπαντος μέσα στο οποίο, ουσιαστικά, είμαστε μόρια μηδαμινά. Τα αποτελέσματα: άξια γέλιου. Μήπως, όμως, αυτό συνιστά την ανθρώπινη τραγωδία; Ο Τσέχοφ το διαπιστώνει αλλά με κατανόηση, με συμπόνια. Για όλα αυτά παραμένει όχι απλώς διαχρονικός, παραμένει σημερινός.
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος, με αυτόν ακριβώς τον άξονα, επέλεξε δέκα από τα διηγήματα αυτά -δύσκολη, σίγουρα, επιλογή: «Ιστορία μιας εμπορικής επιχείρησης», «Οι κυρίες», «Στη Μόσχα», «Ένα θεατρικό έργο», «Περί θνητότητας: Μία διασκεδαστική ιστορία», «Αυτό κι εκείνο: Τέσσερα σύντομα χρονογραφήματα», «Αφήγηση μιας κυρίας», «Το τυχερό λαχείο», «Χαρά» και «Θλίψη». Και τα συνέδεσε με επιτυχία σε μία διαδοχή αντιθέσεων ή συγγενειών, αγκαλιάζοντας τη σύνθεση με έναν πρόλογο-μονόλογο και έναν «διαλογικό» επίλογο για τους οποίους έδεσε σύντομα, απόλυτα αντιπροσωπευτικά και δεμένα με το θέμα του, αποσπάσματα από τα θεατρικά του Τσέχοφ «Θείος Βάνιας», «Τρεις αδελφές» και «Βυσσινόκηπος». Ο τίτλος της σύνθεσης θα μπορούσε να είναι «Ματαιότης ματαιοτήτων…». Ο Γιάννης Μόσχος επέλεξε τον πιο ελκυστικό «Διασκεδαστικές ιστορίες περί θνητότητας».
Η παράσταση. Τη σύνθεση αυτή, που δημιουργήθηκε πάνω στις άμεσες, λιτές, καίριες μεταφράσεις των διηγημάτων από τον Γιώργο Δεπάστα και που διατηρεί την αφηγηματικότητά τους χωρίς να τα δραματοποιεί, ο Γιάννης Μόσχος την άπλωσε -σφιχτή, με τους εξαίρετους ρυθμούς που ξέρει να βρίσκει και να ενορχηστρώνει- πάνω στο κάθετα προς την πλατεία τοποθετημένο, στενό, πολύ μακρύ -με βάθος- πατάρι του έξυπνου σκηνικού της Τίνας Τζόκα η οποία υπογράφει και τα σωστά κοστούμια. Και την ανέθεσε στους τέσσερις ηθοποιούς του -οι οποίοι «αποκαλύπτουν» την ταυτότητά τους στο κοινό, αναπτύσσουν μία οικειότητα μαζί του και μεταξύ τους, ανταλλάσσουν κάποιες προσωπικές κουβέντες που ποτέ, πάντως, δεν αφήνουν την εντύπωση εσωτερικών αστείων μιας παρέας. Περισσότερο μία αίσθηση μπρεχτικού τρόπου -«εμείς είμαστε ηθοποιοί, αφηγούμαστε τα συγκεκριμένα κείμενα και ντυνόμαστε τους ρόλους»- αφήνουν. Αλλά, αν και στερημένοι από την ταύτιση αυτή, δονούμενοι από χιούμορ μεταφέρουν μία ευεργετική ευφορία και παλλόμενοι από λεπτή συγκίνηση τροφοδοτούν τη δική μας συγκίνηση -προσωπικά μέχρι δακρύων.
Οι ηθοποιοί αυτοί «τρέχουν» με κίνηση πολύ αργή στο μακρύ πατάρι αναλαμβάνοντας τους «ρόλους» ή την αφήγηση ως σκυταλοδρόμοι και δημιουργώντας την αίσθηση του ανθρώπου που τρέχει, τρέχει αλλά ποτέ δεν φτάνει. Και όταν φτάσει, ανακαλύπτει πως δεν ήταν αυτό το τέρμα…
Η Ανθή Θεοφιλίδου με την κίνηση που δίδαξε, η video art του Μάνου Αρβαντιτάκη, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και, κυρίως, οι μουσικές του Άγγελου Τριανταφύλλου συμβάλλουν στο θετικό αποτέλεσμα.
Να το πω ξεκάθαρα: η παράσταση είναι φτωχή στα «υλικά της». Αλλά πλούσια στην εσωτερικότητά της. Και έξυπνα κορυφωμένη: αρχίζει απλώς χαριτωμένα αλλά σιγά-σιγά, μελετημένα προοδευτικά σε ανεβάζει. Και διαπνέεται ακριβώς από ό,τι το τσεχοφικότερο: χιούμορ που διαπερνά τις μελαγχολικές στιγμές, παρηγορητικό, σε μία ισορροπία που μόνο στον «Θείο Βάνια» του Λευτέρη Βογιατζή έχω δει. Το αποτέλεσμα αποπνέει μία γλύκα, μία κατανόηση, μία αποδοχή, μία εγκαρτέρηση για τα ανθρώπινα αλλά καθόλου με τη χριστιανική έννοια. Και για το φινάλε το παλιό αμερικάνικο τραγούδι «We ’ll Meet Again» που τραγουδούν α καπέλα οι ηθοποιοί δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο επιστέγασμα.
Οι ερμηνείες. Οι τέσσερις ηθοποιοί, αλλάζοντας διαρκώς πρόσωπα, έχουν την ευκαιρία να δείξουν τη δεινότητά τους. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, η Εύη Σαουλίδου και ο Μιχάλης Οικονόμου κάνουν τα καλύτερα. Αλλά δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω την Λυδία Φωτοπούλου. Σίγουρη πάνω στη σκηνή, με μία γκάμα που απλώνεται από την κωμωδία μέχρι το σπαραγμό, ηθοποιός με παλλόμενες εσωτερικές χορδές, δίνει υπόσταση χαρακτήρα σε σκίτσα ανθρώπων, για να φτάσει στο απόγειό της στη εξωτερικά μελαγχολική αλλά εσωτερικά βαθύτατα σπαρακτική «Αφήγηση μιας κυρίας» -μία ολόκληρη ζωή που χάθηκε ζωντανεύει μέσα από τον γειωμένο λόγο της που σιγά-σιγά σε απογειώνει.
Το συμπέρασμα. Μη χάσετε αυτή την ανάλαφρη, χαριτωμένη, συγκινητική παράσταση που ξεχειλίζει ανθρωπιά. Απόψε δίνεται για τελευταία φορά. Θέλω να ελπίζω ότι θα ξαναπαιχτεί. Θέλω να ελπίζω ότι ένα έξυπνο μυαλό εκ των «ιθυνόντων» του θεάτρου μας θα αναθέσει στον Γιάννη Μόσχο να κάνει ένα από τα μεγάλα έργα του Τσέχοφ.

«Πειραιώς 260»/Χώρος Ε, Φεστιβάλ Αθηνών, 15 Ιουνίου 2015.

2 comments:

  1. Μόλις γύρισα από την παράσταση και μόλις διάβασα την κριτική σου. Συμφωνώ σε όλα και ειδικά για Φωτοπούλου επαυξάνω! Μόνη ένσταση: δε μου άρεσαν τα κοστούμια και η σκευή,,,μπορώ να πω ότι με ενόχλησαν κάπως. Καλό ξημέρωμα,Γιώργο μου.

    ReplyDelete